Πώς μπορεί να εξηγήσει κανείς την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ; Όπως λένε και οι Αμερικανοί αυτή είναι η ερώτηση του «ενός εκατομμυρίου». Πολλοί αναλυτές προσπαθούν να δώσουν μια λογική εξήγηση για το τελευταίο αποτέλεσμα στην Ελλάδα.
Το αμερικανικό Jacobin και ο συντάκτης Λέανδρος Φίσερ, προκρίνουν τη… λύση του λαϊκισμού που ανθεί εδώ και δεκαετίες στην Ελλάδα. Το γεγονός ότι ο Αλέξης Τσίπρας επανεξελέγη ενώ ήταν γνωστό ότι μετέτρεψε το «Όχι» του δημοψηφίσματος σε «Ναι» και επέστρεψε με ένα ακόμη Μνημόνιο, δείχνει πως υπάρχουν άλλες αιτίες που τον διατηρούν στην εξουσία. Όπως και το γεγονός ότι η Λαϊκή Ενότητα που ήταν σφόδρα αντίθετη με τις πολιτικές λιτότητας δεν κατάφερε να εισέλθει στη Βουλή.
«Για όσους γνωρίζουν έστω και λίγο το πολιτικό τοπίο στην Ελλάδα θα γνωρίζουν πως τα τελευταία πέντε χρόνια έχει επιστρέψει ο λαϊκισμός και οι πολιτικές που εξάγονται από αυτόν. Δημιούργησε κινήματα και συμμαχίες. Ο ΣΥΡΙΖΑ και το Podemos δεν ανήκουν ούτε στη Δεξιά ούτε στην Αριστερά. Ο Τσίπρας και ο Ιγκλέσιας είναι το αποτέλεσμα αυτών των κινημάτων. Είναι ηγέτες που μπορούν να συνεγείρουν τα πλήθη», αναφέρει το άρθρο.
Τα σημερινά λαϊκιστικά κινήματα, αναφέρει ο Φίσερ, δεν έχουν καμία σχέση με εκείνα στα οποία «προσευχόταν» ο γνωστός φιλόσοφος Ερνέστο Λακλάου. Αντιθέτως, είναι πιο εξελιγμένα.
Η περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα χρήζει ιδιαίτερης ανάλυσης. Από τον Ιανουάριο και μετά, είναι φανερό, άλλαξε τη ρητορική και το στυλ του. Πλέον, μοιάζει ολοένα και περισσότερο στον Ανδρέα Παπανδρέου. Ο τελευταίος είναι γνωστός ως ένας από τους τελευταίους μεγάλους πολιτικούς της Ελλάδας. Ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ, πρωθυπουργός επί πολλές τετραετίες και ένας άνθρωπος που υποσχέθηκε πολλά στους Έλληνες, μόνο που ελάχιστα από αυτά έκανε πράξη. Απλώς: συμβιβάστηκε με έναν ήρεμο και φυσιολογικό τρόπο, ενώ παράλληλα, στο εσωτερικό, δημιούργησε ένα κράτος διαφθοράς, γραφειοκρατίας και υπέρογκου Δημοσίου. Προς τα έξω, προσπάθησε να σχηματίσει την εικόνα μιας χώρας ημι-ανεξάρτητης που μπορεί να χαράξει τη δική της εξωτερική πολιτική.
Ο Φίσερ φέρνει κι άλλα, παραπλήσια παραδείγματα λαϊκιστών όπως ο Χουάν Περόν και ο Αγιατολάχ Χομεϊνί και εξηγεί: «Ο λαϊκισμός προϋποθέτει ισχυρές φιγούρες. Έχει ανάγκη την εικόνα, το είδωλο και τους συμβολισμούς του. Έλκει την καταγωγή του από τη λαϊκή κουλτούρα».
Ωστόσο, η διαφορά του Παπανδρέου με τον Τσίπρα είναι ότι ο πρώτος, επί των ημερών του, δεν βίωσε καμία σοβαρή οικονομική κρίση, επομένως είχε τη δυνατότητα να προχωρήσει σε κινήσεις κοινωνικού χαρακτήρα. Στα δικά του χρόνια, η Ελλάδα ήταν απλώς ένας περιφερειακός γεωπολιτικός παίκτης και τούτο έδινε στον Παπανδρέου τη δυνατότητα να κάνει μανούβρες στην εξωτερική πολιτική.
Δεν είναι τυχαίο, συνεχίζει το άρθρο, ότι αν και έχουν περάσει πολλές δεκαετίες οι περισσότεροι θυμούνται τον Ανδρέα Παπανδρέου από τον Κώστα Σημίτη που ήταν μια ακαδημαϊκή περσόνα που επέκτεινε το κράτος διαφθοράς.
«Είναι δύσκολο να πεις ότι ο Τσίπρας κέρδισε τις εκλογές γιατί έγινε ένας… Παπανδρέου. Ωστόσο, υπάρχει πάρα πολλές ομοιότητες. Σίγουρα, ακολουθεί την ίδια λογική του λαϊκισμού. Διακηρύττει ότι τα βάζει με τα κατεστημένα και το παλαιό σύστημα και δικαιολογεί την υποχώρησή του έναντι των δανειστών κάνοντας λόγο για εθνικό συμφέρον, υπερηφάνεια και ανοικοδόμηση της χώρας».
Κατά τον Φίσερ η Ελλάδα μπορεί να είναι μια χώρα της Ευρώπη, ωστόσο η κοινωνική δομή της ομοιάζει περισσότερο με αυτές των χωρών της Λατινικής Αμερικής και τούτο διότι υπάρχει απόσταση ανάμεσα στους πλούσιους και τους φτωχούς. Αυτό το δεδομένο δημιουργεί το υπέδαφος για την ανάπτυξη των λαϊκιστικών κινημάτων. Φυσικά, αυτή η ρητορική δεν μπορεί να αλλάξει την πραγματικότητα: η Ελλάδα οφείλει να ακολουθήσει μια περιοριστική πολιτική στα οικονομικά της, όπως ζητούν και οι θεσμοί.
Όμως, ο Τσίπρας δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει Παπανδρέου. Να ενδυθεί, δηλαδή, το ρόλο του «πολιτικού πατριάρχη». Ο Φίσερ γράφει: «Το κοινωνικό σχέδιο του Τσίπρα είναι πολύ πιο αδύναμο από αυτό του Παπανδρέου. Και φυσικά δεν θα καταφέρει ποτέ να μετασχηματίσει την Ευρωζώνη όπως ευελπιστούσε. Ακόμη και αν ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθήσει να αντιγράψει το παλαιό ΠΑΣΟΚ, στη λογική του πατροναρίσματος και του φαβοριτισμού, δεν έχει την ικανότητα και το χώρο να το κάνει. Η λιτότητα που έχει να διαχειριστεί τον ξεπερνάει. Επιπλέον, τα σκληρά μέτρα που έπονται ενδέχεται να προκαλέσουν κι άλλα σχίσματα μέσα στο κόμμα».
Ο κίνδυνος είναι ότι αν η Αριστερά δεν καταφέρει να μετασχηματιστεί και το πείραμά της αποδειχθεί φρούδο, τότε στη γωνία περιμένει η Ακροδεξιά και η ναζί της Χρυσής Αυγής να αρπάξουν την ευκαιρία. «Μόνο η Αριστερά μπορεί να περιορίσει την ορμή της Ακροδεξιάς και να την κρατήσει στη γωνία», καταλήγει το άρθρο.