“Αρκούδα” τόσο για τις χρηματιστηριακές αγορές και ειδικότερα για τις τράπεζες, όσο και για τα ομόλογα είναι η Goldman Sachs προβλέποντας ότι μέσα στη χρονιά θα έρθουν χειρότερες μέρες για τους επενδυτές λόγω των ακριβών αποτιμήσεων και των συνθηκών αποπληθωρισμού στην παγκόσμια οικονομία.
Ο αμερικανικός επενδυτικός οίκος θεωρεί πως η παγκόσμια οικονομία έχει εισέλθει πλέον στον τρίτο επώδυνο κύκλο της παγκόσμιας κρίσης με θύματα τις αναδυόμενες οικονομίες (η πρώτη ήταν τα δάνεια sub-primes στις ΗΠΑ και η δεύτερη ήταν η κρίση χρέους της ευρωζώνης) και η μεγάλη ανησυχία των αγορών είναι αν σε περιβάλλον αποπληθωρισμού υπάρχουν διαθέσιμα όπλα νομισματικής πολιτικής που θα μπορέσουν να αντιστρέψουν την κατάσταση.
Στο πλαίσιο αυτό εκτιμά ότι η ανάκαμψη των τελευταίων εβδομάδων στα χρηματιστήρια εδράζεται σε κινήσεις short covering και στις προσδοκίες διακοπής της ανόδου των αμερικανικών επιτοκίων και επέκτασης της ποσοτικής χαλάρωσης στην Ευρώπη, υπονοώντας ότι το ριμπάουντ είναι παροδικό καθώς δεν σχετίζεται με την πραγματική βελτίωση στη θεμελιώδη εικόνα της οικονομίας.
Στην τελευταία έκθεσή της με ημερομηνία 23 Φεβρουαρίου, η Goldman Sachs διατυπώνει την εκτίμηση ότι για να ξεκινήσει μια διατηρήσιμη χρηματιστηριακή ανάκαμψη είτε οι μετοχές (για τις οποίες παραμένει overweight) θα πρέπει να υποχωρήσουν τουλάχιστον 20% από τα τρέχοντα επίπεδα ώστε να ξαναγίνουν ελκυστικές σε όρους πολλαπλασιαστή κερδών (P/E), είτε εναλλακτικά θα συνεχίσουν να κινούνται για αρκετό καιρό σε πολύ μεγάλο εύρος διακυμάνσεων περιμένοντας πότε θα διαμορφωθούν συνθήκες ουσιαστικής οικονομικής ανάπτυξης και ανάκαμψης της εταιρικής κερδοφορίας.
Ειδικά για τις τράπεζες θεωρεί πως παρά τις χαμηλότερες αποτιμήσεις τους, “είναι από τα χειρότερα μέρη για να βρίσκεται κανείς σε έναν κόσμο αποπληθωρισμού” ενώ εκτιμά ότι οι αγορές ομολόγων θα έχουν ακόμη χειρότερες αποδόσεις από τις μετοχές στο άμεσο μέλλον καθώς οι τιμές τους είναι ακριβότερες.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η επενδυτική τράπεζα “οτιδήποτε συγκρίνει τις μετοχές με τα ομόλογα, κάνει τις μετοχές να δείχνουν πολύ πιο φτηνές. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, οι αποτιμήσεις τους δεν είναι ελκυστικές καθώς ταυτόχρονα με την πτώση των μετοχών έχουν υποχωρήσει και οι προσδοκίες για τα κέρδη των εταιρειών”.
Υπό το πρίσμα αυτό η Goldman Sachs δεν θεωρεί αρκετή την υποχώρηση του δείκτη τιμής προς κέρδη (P/E) για τις χρηματιστηριακές αγορές από το 17x στις αρχές Δεκεμβρίου στο 14x σήμερα, και πιστεύει πως μόνο αν γίνουν φτηνότερες οι μετοχές θα προσελκύσουν ξανά αγοραστικό ενδιαφέρον. Θεωρεί δε ως “λογικό” στόχο την υποχώρηση του δείκτη τιμής προς κέρδη στο 11x-12x, ή κατά 20% από τα τρέχοντα επίπεδα. Όπως σημειώνεται στην ανάλυση “ασφαλώς δεν πιστεύουμε πως το P/E πρέπει να υποχωρήσει στα επίπεδα του 8x-9x όπως είχε συμβεί στις πρώτες δύο φάσεις της κρίσης, καθώς δεν διακρίνουμε ότι το συστημικό ρίσκο είναι τόσο υψηλό. Ωστόσο για να κινηθούν οι αγορές αρκετά υψηλότερα από τα τρέχοντα επίπεδα οι αποτιμήσεις θα πρέπει να υποχωρήσουν περισσότερο ώστε να πειστούν οι επενδυτές ότι αξίζει τον κόπο να πάρουν το ρίσκο σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον που παραμένει τόσο αβέβαιο”.
Για τον τραπεζικό κλάδο εκτιμά ότι ενώ είναι συγκριτικά φτηνότερος λόγω της μεγαλύτερης πτώσης άνω του 22% από την αρχή του έτους, θεωρεί πως για να αντιστρέψει την πτωτική πορεία του θα πρέπει να στηριχθεί στη βελτίωση των πραγματικών δεδομένων της οικονομίας. Όταν συμβεί αυτό, οι τραπεζικές μετοχές θα είναι εκείνες που θα οδηγήσουν την ανάκαμψη των χρηματιστηριακών αγορών, εκτιμά η Goldman Sachs. Σύμφωνα με τα στοιχεία του επενδυτικού οίκου, οι τράπεζες είναι διαπραγματεύσιμες με p/e 8,7x σημαντικά χαμηλότερα από τον ιστορικό μέσο όρο τους (10,7x) αλλά σε σχετική απόσταση από τα επίπεδα αποτίμησης του 2008 – 2009 (5,7x-6,6x). Στην προηγούμενη φάση της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους, οι τράπεζες σταθεροποιήθηκαν όταν η απόδοση ιδίων κεφαλαίων (ROE) σταμάτησε να επιδεινώνεται.
Οι αναλυτές της Goldman Sachs κρατούν μικρό καλάθι για το κατά πόσον τα μέτρα επέκτασης της ποσοτικής χαλάρωσης που έχει εξαγγείλει η ΕΚΤ για τον Μάρτιο, θα καταφέρουν να αντιστρέψουν την ολισθηρή πορεία των αγορών. Αν η χαλάρωση περιοριστεί στη μείωση του επιτοκίου καταθέσεων κατά 10 μονάδες βάσης στο -0,4% και το QE επεκταθεί από τον Μάρτιο στον Σεπτέμβριο του 2017, η G.S πιστεύει πως η αλλαγή νομισματικής πολιτικής θα αποτύχει να πείσει τις αγορές ότι η μάχη κατά του αποπληθωρισμού έχει ενταθεί. Αντίθετα θεωρεί πως μόνο πιο επιθετικές αλλά πολιτικά πιο δύσκολες αποφάσεις από τις κεντρικές τράπεζες μπορούν να αποτελέσουν “game changers” για τα χρηματιστήρια.
Πηγή: capital.gr