Μπορεί να διαφωνεί κανείς με περιόδους της πολιτικής διαδρομής του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, ωστόσο δύσκολα του αμφισβητεί το ευρωπαϊκό αισθητήριό του και την ικανότητά του να αναγνωρίζει και να επισημαίνει τους κινδύνους για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Όταν, λοιπόν, μετά το νέο τρομοκρατικό χτύπημα στις Βρυξέλλες, άλλοι έσπευσαν να δηλώσουν πως «η Ευρώπη βρίσκεται σε πόλεμο» και άλλοι να αυτό-δικαιωθούν για την πολιτική των ερμητικά κλειστών συνόρων, ο Γιουνκέρ σπεύδει να επισημάνει το προφανές αλλά, ως φαίνεται, ουδόλως αυτονόητο.
«Φαίνεται ως εάν η τρομοκρατία, η οποία μας χτυπά σήμερα, να ήταν εισαγόμενη, αλλά εκείνοι οι οποίοι διαπράττουν αυτές τις πράξεις γεννήθηκαν στην πραγματικότητα εδώ, συχνά μάλιστα και οι γονείς τους. Πέρασαν από τα σχολεία μας και έλαβα ενεργά μέρος στην κοινωνική μας ζωή. Δίνουν την εντύπωση μόνο ότι έρχονται από αλλού, ενώ είναι από δω» είπε σε κοινή συνέντευξή του στη «Die Welt», την «La Repubblica», την ισπανική «El País», τη «Le Soir», τη «Le Figaro» και τις «La Tribune de Genève» und «Der Tagesanzeiger».
Και κατέληξε λέγοντας πως «καμιά από τις χώρες μας δεν υπήρξε ιδιαίτερα επιτυχής στο θέμα της ενσωμάτωσης. Αυτή η ευθύνη είναι δική μας και ευθύνη όσων αντιστέκονται συνεχώς στις εθνικές προσπάθειες και αρνούνται να ενσωματώσουν εκείνους, οι οποίοι προέρχονται μεν από αλλού, αλλά βρίσκονται από μακρού σε μας. Πρόκειται για μια διαμάχη δύο πλευρών στα ζητήματα ενσωμάτωσης».
Περί αυτού πρόκειται. Για μία διαμάχη εκ διαμέτρου αντίθετων απόψεων. Φοβάμαι και «διαφορετικών κόσμων».
Η μία άποψη σχεδόν παραβλέπει τις ευθύνες του δυτικού κόσμου για την πυροδότηση του –ούτως ή άλλως- εκρηκτικού μείγματος της «σύγκρουσης των πολιτισμών» με τους πολέμους στο Ιράκ και, κυρίως, την Συρία και επιχειρεί να ταυτίσει το προσφυγικό ζήτημα (απότοκο αυτών των πολέμων αλλά και των εγγενών πολιτισμικών- κοινωνικών διαφορών) με την τρομοκρατία των τζιχαντιστών στα κέντρα των ευρωπαϊκών πόλεων.
Η άλλη επισημαίνει πως στο «θερμοκήπιο» των φανατικών του Χαλιφάτου επωάζεται το μίσος που, όμως, βρίσκει θιασώτες στις συνοικίες του Παρισιού ή των Βρυξελλών, έτοιμους, μάλιστα, να ζωστούν γιλέκα με εκρηκτικά και να σπείρουν θάνατο και τρόμο.
Δεν στέλνει ο ISIS «καμικάζι αυτοκτονίας» στην πλατεία Σουμάν ή το Μπατακλάν, είναι Ευρωπαίοι πολίτες που υιοθετούν τον φανατισμό του Χαλιφάτου και σπέρνουν τον θάνατο.
Την πρώτη άποψη σπεύδουν να ασπασθούν ακραίες ευρωπαϊκές φωνές. Πρώτη η Πολωνία προσχώρησε σ αυτή την άποψη και δήλωσε πως δεν προτίθεται να φιλοξενήσει τους 7.000 πρόσφυγες που της αναλογούν (με βάση τις ευρωπαϊκές αποφάσεις) μετά την τρομοκρατική επίθεση στις Βρυξέλλες.
Δυστυχώς, σε παρόμοια κατεύθυνση κινούνται αρκετοί και στην Ελλάδα. Το αίτημα, για παράδειγμα, της Ν.Δ για προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση στη Βουλή για την ασφάλεια, συνδέει άμεσα (κάντε τον κόπο να διαβάσετε το σκεπτικό του αιτήματος) το προσφυγικό με την τρομοκρατία των οπαδών του ISIS που, όμως, όπως προσφυώς αναφέρει ο Γιουνκέρ, είναι ευρωπαίοι πολίτες και πρόβλημα (μη) «ενσωμάτωσης»
Αυτή η σύνδεση απλοποιεί τις βαθύτερες αιτίες του μείζονος προβλήματος και τείνει να ταυτίσει τους πρόσφυγες (που και οι ίδιοι στην πλειονότητά τους εγκατέλειψαν τις εστίες τους κυνηγημένοι από τον ISIS) με την τρομοκρατία.
Για την Ελλάδα αυτή η σύνδεση γίνεται ακόμα πιο επικίνδυνη. Ως χώρα πρώτης υποδοχής του προσφυγικού ρεύματος καθίσταται ακόμα πιο ευάλωτη και τέτοιες αντιλήψεις δίνουν τροφή σε εκείνους που για να «προστατεύσουν» την Ευρώπη θέλουν τη χώρα μας «νήσο Έλλις» και απέραντο hot spot.
Εάν η τρομοκρατία «ανθεί» μεταξύ των προσφύγων, κατά την άποψη αυτή, τότε νομιμοποιείται ο κάθε Ορμπάν να επιδιώκει την ασφάλεια της Ουγγαρίας και κατ’ επέκταση της Ευρώπης.
Εάν, όμως, οι θύλακες φανατικών ισλαμιστών προϋπάρχουν και εντείνονται λόγω του μίσους που ενισχύουν οι πόλεμοι, τότε οι πρόσφυγες είναι θύματα και όχι θύτες. Αυτό δεν σημαίνει προφανώς πως μπορεί η Ευρώπη να φιλοξενήσει όλες αυτές τις ροές ανθρώπων, ούτε, όμως, ότι εξοστρακίζοντάς τους χτυπά τον ιδεολογικοποιημένο θρησκευτικό φανατισμό των δολοφόνων του Μολενμπέκ.
Και κάτι ακόμα: μια δημόσια συζήτηση σχετικά με το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν είναι ασφαλής, επειδή 50.000 πρόσφυγες έχουν εγκλωβιστεί –με ευθύνη της Ευρώπης και της Τουρκίας- στο έδαφός της, δεν δημιουργεί διεθνώς την εντύπωση πως η χώρα μας δεν είναι ασφαλής προορισμός και αυτό, μάλιστα, ένα μήνα πριν ξεκινήσει η τουριστική περίοδος;
Δεν θα διαφωνήσει κανείς πως μέσα σ αυτό το εξαιρετικά ασταθές ευρωπαϊκό περιβάλλον και η Ελλάδα πρέπει να αναβαθμίσει το επίπεδο ασφαλείας της. Στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό.
Αυτή είναι, όμως, μια συζήτηση που πρέπει να γίνει διακριτικά, μεταξύ ειδικών, πρωτίστως, και μεταξύ των πολιτικών αρχηγών. Με τη δέουσα σοβαρότητα και την αναγκαία εχεμύθεια. Η διασπορά εικόνας μη ασφαλούς χώρας και η σύνδεση της αν-ασφάλειας με το προσφυγικό είναι ένα εξαιρετικά επικίνδυνο μείγμα.
Υπάρχουν, άλλωστε, τόσα θέματα για να κάνει κανείς αντιπολίτευση…