«Αν ήμουν εγώ στη θέση του Οθωνα θα σχημάτιζα ένα υπουργείο υπό τον Κωλέττη με ικανούς άνδρες και θα μεγάλωνα τη Γερουσία. Συνεργάζεται η Βουλή με αυτό το υπουργείο της επιλογής μου; Έχει καλώς. Αν όχι, θα τη διέλυα και θα έβαζα να εκλέξουν μια καλύτερη Βουλή. Τις βαριέται κανείς πια αυτές τις κοινοβουλευτικές αναγκαιότητες, οι οποίες συχνά επιβάλλουν ανίκανους ανθρώπους». Αυτά γράφει η βασίλισσα Αμαλία στις 6 Μαρτίου 1846 σε μια επιστολή προς τον πατέρα της.
Στο βιβλίο της «Μια Δανέζα στην Αυλή του Όθωνα» η Χριστιάνα Λυτ, γυναίκα του εφημέριου της αυλής, δίνει μια περιγραφή της Αμαλίας: «Η βασίλισσα ήταν κοντή, όμορφη, με θαυμάσιο παρουσιαστικό. Συμπεριφερότανε με πολλή ζωντάνια που καταντούσε υπερβολική. Μιλούσε για ένα σωρό πράγματα κι επαινούσε διαρκώς την Ελλάδα, ας ήταν καλά ο Βορράς που πλήρωνε. Μου είπε ότι πολύ σύντομα θα νιώθαμε άνετα σ’ αυτή την τόσο όμορφη χώρα με το θαυμάσιο κλίμα…». Από τα δυο αυτά αποσπάσματα εύκολα καταλαβαίνουμε ότι η πρώτη βασίλισσα της Ελλάδας ήταν μια γυναίκα με προσωπικότητα.
Η Δούκισσα Αμαλία – Μαρία – Φρειδερίκη, του Oldenburg, υπήρξε η πρώτη βασίλισσα της Ελλάδας (1836-1862) και σύζυγος του βασιλιά Όθωνα. Ήταν κόρη του Μεγάλου Δούκα Παύλου- Φρειδερίκου – Αυγούστου του Oldenburg και της Σουηδής πριγκίπισσας Αδελαΐδας και γεννήθηκε στο Oldenburg στις 21 Δεκεμβρίου του 1818. Στα 18 της παντρεύτηκε τον Όθωνα και πάτησε το πόδι της στην Ελλάδα μετά από ένα θυελλώδες ταξίδι με την αγγλική φρεγάτα «Portland». Έφτασε στον Πειραιά το 1837 μέσα σε μια γενική δυσφορία που είχε δημιουργήσει η παράλειψη του Όθωνα να ενημερώσει έγκαιρα το λαό για το γάμο του.
Είχε γοητευτική εμφάνιση, ήταν όμορφη, γεμάτη ζωντάνια, πνευματώδης και συγχρόνως ανεπιτήδευτη. Γρήγορα κατέκτησε τους Έλληνες χάρη στην αφοσίωσή της στον Όθωνα και την ευγενική της συμπεριφορά.
Ανέπτυξε σημαντική φιλανθρωπική δράση. Με δική της μέριμνα ιδρύθηκε το «Οφθαλμιατρείο» (1843) και το «Αμαλίειο Ορφανοτροφείο» (1855), ενώ με πρωτοβουλία της χαράχτηκε ο «Βασιλικός Κήπος» και έγιναν οι πρώτες δενδροφυτεύσεις σε πλατείες, λόφους και πεζοδρόμια της πρωτεύουσας. Εξάλλου στον «Πύργο Βασιλίσσης», το κτήμα της στα Νέα Λιόσια, αναπτύχθηκαν πρότυπες καλλιέργειες και κτηνοτροφία. Ιδιαίτερα εκτιμήθηκε επίσης το ότι γρήγορα έμαθε και μίλησε την ελληνική γλώσσα και πραγματοποίησε περιοδείες για να γνωρίσει τη χώρα.
Αρχικά κράτησε στάση διακριτική και δεν λάμβανε μέρος στις κρατικές υποθέσεις. Όμως κατά την Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, για την παροχή συντάγματος, συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο που διέτρεχε ο θρόνος, επενέβη αποφασιστικά και επίμονα και έπεισε τον Όθωνα να δεχθεί τα αιτήματα των επαναστατών. Μετά από αυτά τα γεγονότα η Αμαλία άρχισε να ενδιαφέρεται όλο και περισσότερο για την πολιτική και να παρέχει στο σύζυγό της τη βοήθεια που χρειαζόταν για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, λόγω της δύσκαμπτης σκέψης του, της διστακτικότητας στη λήψη αποφάσεων, της βαρηκοΐας του και της ανικανότητάς του να παίρνει ορθές πολιτικές αποφάσεις. Ήταν οξύνους, λάμβανε γρήγορα αποφάσεις, αλλά σε αντίθεση με τον Όθωνα, ήταν οξύθυμη και παρορμητική.
«Προχθές τελείωσε η συζήτηση για το σχέδιο του Συντάγματος (…). Ολη μου η πειθώ και η προσπάθεια επικεντρώνονται τώρα στο να κάνει ο αντρούλης μου πολύ γρήγορα. Και αυτό, για πολλούς λόγους. Πρώτον, για να μην μπορούν οι εχθροί του να λένε ότι είναι αναποφάσιστος και αργός (…). Μετά όμως και επειδή θεωρώ ότι είναι αφάνταστα σημαντικό να τελειώνει η υπόθεση αυτή (…) γιατί αλλιώς δεν θα αποφύγουμε τις ταραχές», γράφει στον πατέρα της στις 4 Μαρτίου 1844.
«Η Βασίλισσα λαμβάνει ταχέως αποφάσεις. Έχει ιδιότητας αρχηγού στρατιάς. Δεν γνωρίζω εάν σκέπτεται πολύ προτού αποφασίση. Εξάπαντος δεν σκέπτεται επί πολύ. Όλαι αι υποθέσεις θα παρέμενον επί έτη εκκρεμείς, εάν ο Βασιλεύς εβασίλευε μόνος. Κάμνει όμως ένα ταξίδι τριών μηνών δια λόγους υγείας και αναχωρών δίδει την αντιβασιλείαν εις την Βασίλισσαν. Η Βασίλισσα λαμβάνει μίαν πένναν και υπογράφει, χωρίς να εξετάζη όλους τους νόμους, τους οποίους ο Βασιλεύς εξήτασε χωρίς να τους υπογράψη» γράφει ο About E.
Όμως, οι ενέργειες της, οι αποφάσεις της, οι απολυταρχικές ιδέες της και η μη απόκτηση διαδόχου, μετά από ατυχή αποβολή το 1837, είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργήσει προσωπικούς εχθρούς και να χάσει σιγά-σιγά τη δημοτικότητά της. Άσκησε τέσσερις φορές αντιβασιλεία, κατά τις απουσίες του Όθωνα στο εξωτερικό και αναμίχτηκε (1850-1851) στο ζήτημα διαδοχής. Mετά τις ανελεύθερες εκλογές του 1861 και τις επεμβάσεις της στα πολιτειακά, όπου αποφάσιζε για πρόσωπα του στρατού και της διοίκησης, έγινε αντικείμενο σφοδρών επιθέσεων του αντιπολιτευόμενου τύπου, γιατί θεωρήθηκε υπεύθυνη για την παραβίαση των συνταγματικών ελευθεριών. Μάλιστα στις 6 Σεπτεμβρίου 1861, ο νεαρός Αριστείδης Δόσιος, αντιμοναρχικός και μέλος της Χρυσής Νεολαίας, αποπειράθηκε να τη δολοφονήσει.
Όθων και Αμαλία εγκαταλείπουν την Ελλάδα ύστερα από τριαντάχρονη βασιλεία, μετά τη Ναυπλιακή Επανάσταση. Ήταν μια απόφαση του Όθωνα θέλοντας να αποφύγει τον εμφύλιο πόλεμο και την αιματοχυσία. Στο Μόναχο έγινε δεκτή με ψυχρότητα από την οικογένεια του συζύγου της. Οι έκπτωτοι βασιλείς εγκαταστάθηκαν στη Βαμβέργη. Παρά την πίκρα της για την έξωσή τους, εξακολούθησε να αγαπάει την Ελλάδα και ως το τέλος της ζωής της δεχόταν στη Βαμβέργη, με χαρά τους Έλληνες που επισκεπτόντουσαν την πόλη. Στις 26 Ιουλίου 1867, πεθαίνει ο Όθων ύστερα από σύντομη αρρώστα και οχτώ χρόνια αργότερα στις 20 Μαΐου 1875 η νεκρική καμπάνα του καθεδρικού ναού της Βαμβέργης αναγγέλλει το θάνατο της Αμαλίας. Η σορός της, όπως και του Όθωνα, βρίσκεται στην κρύπτη της Theatinerkirche (εκκλησία του μοναχικού τάγματος των Θεατίνων) του Μονάχου, που είναι ο τόπος ταφής των μελών της δυναστείας των Wittelsbach. Τη νομισματική της συλλογή από 10.000 νομίσματα χάρισε στο Νομισματικό Μουσείο Αθηνών.
Μια βασίλισσα fashion icon
Η βασίλισσα Αμαλία δημιούργησε τη λεγόμενη «στολή Αμαλίας». Έξυπνη γυναίκα καθώς ήταν, κατάλαβε πως έπρεπε να πλησιάσει ενδυματολογικά τον «παραξενοντυμένο» λαό
της. Δημιούργησε, λοιπόν, ένα ρομαντικό φολκλορικό αυλικό ένδυμα που έμεινε στην ιστορία ως «Αμαλία» και έγινε η εθνική γυναικεία φορεσιά. Είναι ένα φόρεμα σε στιλ Biedermeier, με μπούστο καβαδιού και από πάνω το νησιώτικο ζιπούνι, βασιλικά κεντημένο. Στο κεφάλι οι παντρεμένες φορούσαν το πατροπαράδοτο φέσι με το παπάζι, που το κάλυπταν με το μαύρο βέλο των Καθολικών όταν πήγαιναν στην εκκλησία, ενώ οι ανύπαντρες φορούσαν το καλπάκι.Τη φορεσιά αυτή τη φόρεσαν όλες οι αστές στα ελευθέρα Βαλκάνια, ακόμα και στα τουρκοκρατούμενα, μέχρι και το Βελιγράδι.
Η φορεσιά της Αμαλίας, που καθιερώθηκε ως επίσημη στολή της Αυλής, ήταν βασικά η αστική φορεσιά της Πελοποννήσου που συνηθιζόταν και στην Αθήνα. Το φουστάνι ή καβάδι είναι από πολύτιμη στόφα, συχνά χρυσοΰφαντη, και έχει μπούστο ανοιχτό για να φαίνεται η ολοκέντητη τραχηλιά του πουκάμισου. Το κοντογούνι είναι βελούδινο, συνήθως σε σκούρο χρώμα, χρυσοκέντητο και πάρα πολύ εφαρμοστό.
Στο κεφάλι φοριέται το φέσι ή το καλπάκι. Το φέσι, που αρχικά ήταν μεγάλο, το φορούσαν οι παντρεμένες με πολλούς τρόπους, κυρίως όμως σπαστό. Μεγάλη σημασία είχε η φούντα του, το παπάζι, καμωμένη από χρυσές κλωστές, πλεγμένες κοτσίδα, και στολισμένη με μαργαριτάρια ή πούλιες. Τα κοσμήματα ήταν κυρίως ευρωπαϊκής τέχνης, αν και παλιότερα οι Αθηναίες αρχόντισσες φορούσαν στον λαιμό τη χανάκα, κόσμημα από αλυσίδες, απ’ όπου κρέμονταν χρυσά νομίσματα μεγάλης αξίας.
Πηγές:
«Ανέκδοτες επιστολές της Βασίλισσας Αμαλίας στον πατέρα της, 1836 – 1953» (Βιβλιοπωλείο της Εστίας)
«Η Ελληνική Ενδυμασία | Από την αρχαιότητα ως τις αρχές του 20ου αιώνα», (Ιωάννα Παπαντωνίου)
ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΟΥ 1847-1848, Χριστιάνα Λυτ (εκδόσεις Ερμής)