του Κonstantin Richter (*)
Η εκκλησία στη μνήμη του Κάιζερ Γουλιέλμου, που βρίσκεται στην καρδιά του δυτικού Βερολίνου, είναι γνωστή στους Βερολινέζους ως Gedachtniskirche. Το καμπαναριό της καταστράφηκε από έναν αεροπορικό βομβαρδισμό το 1943. Το κτίριο διατηρήθηκε σκοπίμως σε αυτή την κατάσταση για να θυμίζει τον πόλεμο και να αποτελεί σύμβολο της ειρήνης.
Την περασμένη Δευτέρα, ένα φορτηγό πέρασε με ταχύτητα έξω από αυτή την εκκλησία κι έπεσε πάνω στο πλήθος σε μια πολυσύχναστη χριστουγεννιάτικη αγορά στην Breitscheidplatz,σκοτώνοντας 12 ανθρώπους και τραυματίζοντας δεκάδες. Ήταν η πιο φονική και βίαιη επίθεση που έχει σημειωθεί στην πόλη εδώ και δεκαετίες. Άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είχαν πέσει θύματα τρομοκρατικών επιθέσεων. Το Βερολίνο, για κάποιο λόγο, είχε μείνει αλώβητο. Μέχρι την περασμένη Δευτέρα. Τώρα, πολλοί Βερολινέζοι που έζησαν τη μετατροπή μιας ψυχροπολεμικής πόλης υψηλής ασφάλειας σε μια ανεκτική πολυ-πολιτισμική πόλη αναρωτιούνται κατά πόσον αυτή η επίθεση σηματοδοτεί την αρχή ενός νέου κεφαλαίου στην ιστορία της πόλης.
Μεγάλωσα στο Βερολίνο τη δεκαετία του 70, όταν το δυτικό της κομμάτι ήταν περικυκλωμένο από συρματοπλέγματα κι ένα τσιμεντένιο τείχος. Παρόλο που ο κίνδυνος ενός πυρηνικού πολέμου ήταν υπαρκτός, το δυτικό Βερολίνο απέπνεε μια περίεργη αίσθηση χαλαρότητας. Οι χιλιάδες Αμερικανοί, Γάλλοι και Βρετανοί στρατιώτες που στάθμευαν στους τρεις τομείς της πόλης προσέφεραν προστασία. Και με τη ΣΤΑΖΙ και τον σοβιετικό στρατό να βρίσκονται παντού στην Ανατολική Γερμανία, η καθημερινή ζωή πίσω από το σιδηρούν παραπέτασμα ελεγχόταν πλήρως. Έτσι, οι πολίτες που υπάκουαν στο καθεστώς αισθάνονταν κι εκεί ασφαλείς.
Ύστερα το τείχος έπεσε. Πολλοί Βερολινέζοι που σήμερα κοντεύουν ή έχουν περάσει τα 50 θυμούνται με νοσταλγία πώς ενώθηκε η πόλη. Είναι αλήθεια ότι το Βερολίνο υπέφερε τότε από οικονομική άποψη. Η ανεργία ήταν υψηλή και η πόλη παρέμεινε διαιρεμένη για χρόνια. Για τους νέους Γερμανούς όμως, το κέντρο του Βερολίνου έμοιαζε τη δεκαετία του 90 με μια γιγαντιαία παιδική χαρά. Τα νοίκια ήταν χαμηλά και τεράστιοι δημόσιο χώροι ήταν διαθέσιμοι για οτιδήποτε μπορούσε κανείς να σκεφτεί.
Ο Βούλγαρος καλλιτέχνης Κρίστο τύλιξε με ένα πανί το κτίριο του Ράιχσταγκ. Το Μέγαρο της Δημοκρατίας, η παλιά έδρα του ανατολικογερμανικού κοινοβουλίου, πλημμύρισε ώστε οι επισκέπτες να μπορούν να το επισκεφθούν με λαστιχένιες βάρκες. Χιλιάδες άνθρωποι μεταμφιέστηκαν για τη λεγόμενη Παρέλαση της Αγάπης.
Ακόμη κι όταν σημειώθηκαν οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, και στη συνέχεια οι επιθέσεις στο Λονδίνο και τη Μαδρίτη, η πόλη και οι κάτοικοί της συνέχισαν την καλή τους ζωή. Η αλ-Κάιντα ήταν αλλού, όχι στο Βερολίνο.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, νέοι άνθρωποι απ όλο τον πλανήτη άρχισαν να συρρέουν στο Βερολίνο. Τους προσέλκυε το ίδιο πράγμα που είχε προσελκύσει νέους Γερμανούς μια δεκαετία νωρίτερα. Τους άρεσε το μίγμα της φτηνής στέγης, μιας επιδοτούμενης πολιτιστικής σκηνής και των πολλών κλαμπ και μπαρ. Παρά το γεγονός ότι το Βερολίνο ήταν η πρωτεύουσα της ναζιστικής Γερμανίας, μεταξύ των επισκεπτών ήταν και χιλιάδες Ισραηλινοί, που είδαν το Βερολίνο ως μια καλύτερη εκδοχή του Τελ Αβίβ: ηδονιστικό, φιλελεύθερο, ανεκτικό, και χωρίς την απειλή της τρομοκρατίας.
Το Βερολίνο έχει μια μακρά και πλούσια ιστορία. Κτίρια από διάφορες περιόδους την πρωσική, την εποχή του Γουλιέλμου, τη σοσιαλιστική, τη ναζιστική είναι διεσπαρμένα σε όλη την πόλη και πολλοί τουρίστες έρχονται μόνο για την αρχιτεκτονική. Ακόμη κι έτσι, όμως, η πόλη μοιάζει νεότερη από το Παρίσι ή το Λονδίνο, Κι αυτό οφείλεται στο ότι πολλά άλλαξαν τη δεκαετία του 90, όταν το Βερολίνο ήταν το μεγαλύτερο εργοτάξιο της Ευρώπης. Το στιλ που κυριαρχούσε τότε ήταν μεταμοντέρνο, και αυτό οδήγησε σε μια διάχυτη αισιοδοξία.
Η γερμανική κυβέρνηση μετακόμισε στο Βερολίνο το 1999. Οι αρχιτέκτονες που ανέλαβαν να κτίσουν τα κυβερνητικά κτίρια επέλεξαν να τοποθετήσουν γυάλινες δομές στη μέση γενναιόδωρων δημόσιων χώρων. Αυτό που ήθελαν ήταν να κυβέρνηση να μοιάζει φιλική, ανοιχτή και διαφανής. Η ασφάλεια δεν ήταν το βασικό τους μέλημα.
Τα τελευταία δύο χρόνια, όμως, η ατμόσφαιρα στο Βερολίνο άρχισε να αλλάζει. Η αυξανόμενη οικονομική και πολιτική ισχύς της Γερμανίας άρχισε να προσελκύει την προσοχή των ισλαμιστών. Το Βερολίνο ήταν πλέον στον χάρτη. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η εισροή προσφύγων αύξησε τον κίνδυνο επιθέσεων. Τον περασμένο Οκτώβριο συνελήφθη ένας Σύρος πρόσφυγες που φέρεται να ετοίμαζε βομβιστική επίθεση σε κάποιο αεροδρόμιο.
Κάποια επεισόδια βίας που σημειώθηκαν τους τελευταίους μήνες συνέβαλαν σε ένα συλλογικό αίσθημα άγχους. Πολλοί φίλοι λένε ότι δεν αισθάνονται πια ασφαλείς όταν χρησιμοποιούν τα μέσα μεταφοράς κατά τις θερινές ώρες. Άλλοι αποφάσισαν να μην επισκεφθούν φέτος τις χριστουγεννιάτικες αγορές. Είναι ενδεικτικό ότι η επίθεση σημειώθηκε ακριβώς όταν πολλοί φοβόντουσαν ότι κάτι θα συμβεί.
Και τώρα; Τι επόμενες ημέρες είναι πιθανό να δούμε πολλά «Je suis Berlin» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Πολλοί Βερολινέζοι θα πουν ότι δεν θα αλλάξουν τις συνήθειές τους εξαιτίας μιας τρομοκρατικής επίθεσης. Μακροπρόθεσμα, όμως, τέτοιες επιθέσεις αφήνουν τα ίχνη τους. Θα υπάρξει περισσότερη αστυνομία, περισσότερη αγωνία, περισσότερη βία ? και λιγότερο από αυτό το πνεύμα ελευθερίας που έκανε το Βερολίνο μοναδικό. Μια μέρα, κοιτάζοντας πίσω, ίσως να πούμε ότι αυτά τα χρόνια κάτι χάθηκε οριστικά.
(Πηγή: The Guardian)
(*) Ο Κονσταντίν Ρίχτερ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας με έδρα το Βερολίνο