Σε δυσεπίλυτο παζλ μετατρέπεται η ολοκλήρωση της αξιολόγησης για την κυβέρνηση καθώς είναι πλέον προφανές πως τόσο ο εκλογικός κύκλος στον οποίο έχει εισέλθει η Γερμανία, όσο και η παρασκηνιακή συνεργασία του ΔΝΤ (κυρίως του Πολ Τόμσεν στο κενό που αφήνει η “απουσία” της Κριστίν Λαγκάρντ και η μετάβαση στη διοίκηση Τραμπ στις ΗΠΑ) με τον Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε, μπορεί να οδηγήσουν σε επικίνδυνα αδιέξοδα, τα οποία με τη σειρά τους είναι πιθανό να καθυστερήσουν σημαντικά ή ακόμα και να ακυρώσουν την ένταξη της ελληνικής οικονομίας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Η επανεκκίνηση της διαπραγμάτευσης αποτελεί τον υπ’ αριθμόν ένα στόχο της κυβέρνησης και, όπως αποκαλύπτει το Real.gr, ο υπουργός οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος έχει συνεχείς επαφές για το θέμα με ευρωπαίους ομολόγους του και πρόσωπα- κλειδιά των θεσμών.
Στόχος της Αθήνας -και των επαφών του Ευκλείδη Τσακαλώτου- είναι να αμβλυνθούν οι διαφορές και εντός του Ιανουαρίου να λυθούν όλες οι εκκρεμότητες της Β΄ αξιολόγησης, με την ελληνική πλευρά να εμφανίζεται διατεθειμένη να ρίξει και άλλο νερό στο κρασί της.
Σε τι ελπίζει η κυβέρνηση
Η συνεδρίαση των εκπροσώπων των υπουργών Οικονομικών στα μέσα Ιανουαρίου αναμένεται να ξεκλειδώσει τα βραχυπρόθεσμα μέτρα για τη β’ αξιολόγηση, τα οποία ανεστάλησαν εξαιτίας των έκτακτων παροχών της κυβέρνησης σε χαμηλοσυνταξιούχους και νησιώτες. Πέρα όμως από αυτό, η ελληνική πλευρά περιμένει ένα θετικό νεύμα για την επανεκκίνηση των διαπραγματεύσεων της β’ αξιολόγησης που θα κρίνει εν πολλοίς την έκβαση του τρίτου προγράμματος και την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Η κυβέρνηση θεωρεί πως άνευ λόγου και αιτίας καθυστερήσεις στις διαβουλεύσεις για το κλείσιμο της β’ αξιολόγησης είναι αδικαιολόγητες, κάτι που επισήμανε πρόσφατα και ο Δημήτρης Τζανακόπουλος. Στόχος του Ευκλείδη Τσακαλώτου είναι η άμβλυνση των αντιθέσεων έτσι ώστε να κλείσει το συντομότερο δυνατό η αξιολόγηση, γεγονός που θα σημάνει την ένταξη της χώρας μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE).
Τα κύρια προσκόμματα είναι η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και η παραμονή ή μη του Ταμείου στο ελληνικό πρόγραμμα. Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις μπορεί να θεωρούνται πυλώνας του ευρωπαϊκού κεκτημένου, όμως στην Ελλάδα κατ’ εξαίρεση έχουν καταργηθεί εξαιτίας των προηγούμενων μνημονιακών προβλέψεων. Η εμμονή του ΔΝΤ στη μη επανεφαρμογή των συλλογικών διαπραγματεύσεων με πρόσχημα την ανταγωνιστικότητα βρίσκει τη σιωπηρή στήριξη μερίδας των ευρωπαίων εταίρων. Όσον αφορά την παραμονή ή αποχώρηση του Ταμείου από το ελληνικό πρόγραμμα, αυτό θα κριθεί από τρία δεδομένα. Πρώτον, σε μεγάλο βαθμό από τις προθέσεις του νέου προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ. Δεύτερον, από τις πολιτικές πρωτοβουλίες που θα κληθεί να πάρει η επικεφαλής του ΔΝΤ, Κριστίν Λαγκάρντ και τρίτον, από την έκθεση που θα δημοσιοποιήσει το Ταμείο εντός του Ιανουαρίου. Το τελευταίο επί της ουσίας αφορά τα συμπεράσματα του Ταμείου μετά την επίσκεψη που έκανε αντιπροσωπεία του τον Σεπτέμβριο υπό την Ντέλια Βελκουλέσκου, στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που ακολουθείται για όλα τα μέλη του, ανεξαρτήτως αν είναι σε πρόγραμμα ή όχι.
Τα δύο προαναφερθέντα ζητήματα θα κρίνουν εκτός από την έκβαση της διαπραγμάτευσης, την πορεία του τρίτου μνημονίου αλλά και συνολικά της ελληνικής οικονομίας. Το αίσιο κλείσιμο της β’ αξιολόγησης θα εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, με την κυβέρνηση να αποσκοπεί αυτό να συντελεστεί έως και το πρώτο εξάμηνο του 2017. Έπειτα, αναμένεται να ακολουθήσει η έξοδος της χώρας στις αγορές, αποτελώντας και το σημαντικότερο βήμα για την επαναφορά της οικονομίας σε ρυθμούς ανάπτυξης και κανονικότητας. Κύριο σημείο για να πραγματοποιηθούν όλα αυτά είναι το κλείσιμο της β’ αξιολόγησης, αφού αν αυτό δεν γίνει τότε η πορεία της οικονομίας μόνο σταθερή και βέβαιη δεν θα θεωρείται.
Στόχος το EWG στις 12 Ιανουαρίου
Έως τη συνεδρίαση του Euroworkingroup στις 12 Ιανουαρίου η Αθήνα επιδιώκει να υπάρξει η κατά το δυνατόν σύγκλιση με τους θεσμούς, ώστε στο Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου αν δεν υπάρξει τελική συμφωνία να υπάρξει τουλάχιστον φως στο βάθος του τούνελ ώστε να επιτευχθεί συμφωνία στο Eurogroup του Φεβρουαρίου.
Η Αθήνα άλλωστε είναι απολύτως καθαρή: Εάν δεν μπει η χώρα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας το πρώτο εξάμηνο του νέου έτους, το αργότερο δηλαδή το Μάιο- και με δεδομένο τον εκλογικό κύκλο σε χώρες κλειδιά της ΕΕ όπως η Ολλανδία, η Γαλλία και η Γερμανία- το πρόγραμμα δεν θα βγει.
Η Ελλάδα, δηλαδή, είτε θα αναγκαστεί σε ένα τέταρτο Μνημόνιο, με ότι αυτό συνεπάγεται για την πολιτική, οικονομική και κοινωνική σταθερότητα στη χώρα, είτε θα πέσει ξανά στο τραπέζι εκ νέου το θέμα του Grexit.
Από τη στιγμή που δεν έκλεισε η διαπραγμάτευση τον Δεκέμβριο και χάθηκε η συνεδρίαση του Συμβουλίου Διοικητών της ΕΚΤ στις 19 Ιανουαρίου, ο στόχος είναι το Συμβούλιο Διοικητών που είναι προγραμματισμένο για τις 9 Μαρτίου ή, το αργότερο, κάποια στιγμή εντός του Απριλίου.
Η ελληνική κυβέρνηση επισημαίνει σε όλους τους τόνους, πως τα πραγματικά προβλήματα είναι δυο – και, εκ των πραγμάτων, η λύση τους δεν εξαρτάται μόνο από αυτή.
Το πρώτο είναι η επαναφορά ή όχι των συλλογικών συμβάσεων- τα υπόλοιπα αυτά καθ’ αυτά θέματα της αξιολόγησης, όπως τα ενεργειακά, το δημοσιονομικό κενό και οι ομαδικές απολύσεις ή το λοκ άουτ θεωρούνται υπερβάσιμα.
Το δεύτερο και κυριότερο είναι όμως η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα και η εμμονή του (από τη στιγμή που δεν επαρκούν τα μέτρα για τη μείωση του χρέους που δίνει το Βερολίνο) για πλεόνασμα 3,5% μετά το 2018 και νομοθέτηση από τώρα των μέτρων αν δεν πιαστεί το πλεόνασμα αυτό!
Ένας από τους λόγους που το Μέγαρο Μαξίμου επιδιώκει επίσης τη λήξη της διαπραγμάτευσης τώρα, είναι και το γεγονός ότι οι όποιες αποφάσεις μετά το Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου (μια ημέρα μετά τη συμπλήρωση δυο χρόνων από την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ) θα ληφθούν υπό τις οδηγίες της κυβέρνησης Τραμπ, με την Αθήνα να μην γνωρίζει σε όλο το βάθος την πολιτική που θα ακολουθήσει ο νέος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών έναντι του ελληνικού προβλήματος.
Η Αθήνα, τέλος, εκτιμά, ότι ουσιαστικές ενδείξεις για τις θέσεις των δανειστών θα έχει μετά την Κυριακή, οπότε επιστρέφουν στις θέσεις τους από τις πρωτοχρονιάτικες διακοπές τους οι επικεφαλής των θεσμών, αν και ο Σόιμπλε δεν έχει προς το παρόν ανοίξει τα χαρτιά του, όπως δεν έχει πράξει ούτε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Πηγή: Real.gr, koutipandoras.gr