Τους κινδύνους που διαγράφονται με αφορμή τις καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης αναλύει σε νέα έκθεση του το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής.
“Το οικονομικό κόστος των καθυστερήσεων και αναβολών στις διαδικασίες αξιολόγησης, δηλαδή μιας τελικής συμφωνίας για το πρόγραμμα προσαρμογής, μπορεί να αποδειχθεί μεγαλύτερο για την Ελλάδα από το πιθανό όφελος, το οποίο επιπλέον θα αποδειχθεί προσωρινό” και προσθέτει: Το χειρότερο είναι ότι η επιβράδυνση θα συμπαρασύρει και άλλα μεγέθη π.χ. φόρους. Έτσι διαγράφεται η απειλή νέων φαύλων κύκλων και μιας μακροχρόνιας στασιμότητας”.
“Τέταρτο Μνημόνιο”;
“Η Ελλάδα μετά το 2018 θα χρειαστεί δάνεια για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της μετέπειτα περιόδου διαφορετικά οδηγείται σε διακοπή της εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών της. Αυτά μπορούν να εξευρεθούν είτε από τις αγορές, εφόσον έχει καταφέρει να βγει σε αυτές, είτε από τον ΕΜΣ. Και αυτό το γεγονός αποτελεί πεδίο που δυσκολεύει και το κλείσιμο της αξιολόγησης λόγω των διαφορετικών προσεγγίσεων μεταξύ ΔΝΤ, Ε.Ε και ελληνικής κυβέρνησης” αναφέρει θέτοντας σε ειδικό κεφάλαιο το ερώτημα για 4ο Μνημόνιο.
“Προφανώς, ένα νέο αίτημα το 2018 για δάνειο από τον EΜΣ θα συνοδευθεί σύμφωνα με τους κανόνες του από ένα νέο, το τέταρτο Μνημόνιο (=πρόγραμμα προσαρμογής)” λέει.
“Αλλά οι δυσκολίες έγκρισης ενός νέου προγράμματος από τους εταίρους που θα βρίσκονται υπό σημαντικές πολιτικές πιέσεις καθιστά επίφοβους τους όρους που θα το συνοδεύουν. Αν δεν υπάρξει συμφωνία με τον ΕΜΣ (που σημειωτέον είναι διακυβερνητικό όργανο και όχι όργανο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) ή χρηματοδότηση μέσω εξόδου στις αγορές, τότε η πτώχευση θα είναι αναπόφευκτη με πιθανότατη συνέπεια την έξοδο από το Ευρώ” αναφέρει.
Συνεχίζε η έκθεση λέγοντας “τα πιθανά προβλήματα που θέτει μια πτώχευση είναι προβλέψιμα – νέα καταβύθιση της παραγωγής, τραπεζική κρίση, διακοπή των εισροών από τα Διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ, αβεβαιότητα και στην περίπτωση εξόδου από το κοινό νόμισμα, υποτιμήσεις του εθνικού νομίσματος, έντονες τάσεις για σπιράλ πληθωρισμού και υποτιμήσεων που θα απαιτούν μία εξαιρετικά περιοριστική νομισματική πολιτική, κλπ και με το εξωτερικό, δημόσιο και ιδιωτικό χρέος να επικρέμαται απειλητικό ως “δαμόκλειος σπάθη”.
Αλλά, η καθαρά οικονομική ανάλυση υποκρύπτει το σπουδαιότερο ίσως, ότι μετά από πτώχευση και έξοδο από τη ζώνη του Ευρώ θα εκλείψει ο “αυτοπεριορισμός” της ελληνικής πολιτικής εντός και μέσω του ευρωπαϊκού συστήματος με τους κανόνες του (και τις ευκαιρίες).
Η όποια κυβέρνηση τότε θα “παραδέρνει” στη θάλασσα του διεκδικητισμού κατακερματισμένων συμφερόντων και της αμοιβαίας επίρριψης ευθυνών σε ένα σχεδόν σίγουρα κατακερματισμένο πολιτικό και κοινωνικό τοπίο το οποίο θα αναζητά τη συγκρότηση μίας νέας ταυτότητας στο διεθνές περιβάλλον από χειρότερες θέσεις, τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας” αναφέρει”.
Αναλυτικά, η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού
«Το 2016 δεν ήταν εύκολο έτος για την οικονομική και δημοσιονομική πολιτική. Ούτε θα είναι εύκολο το 2017 καθώς μάλιστα άρχισε με νέες καθυστερήσεις στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής (τρίτου Μνημονίου) και στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης».
Αυτό αναφέρει στην τριμηνιαία έκθεσή του το γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής που επισημαίνει ότι εάν το Μνημόνιο εφαρμοσθεί ως το τέλος η χώρα έχει τη δυνατότητα να ξεφύγει από τα σημερινά αδιέξοδα.
Παράλληλα, απευθύνει προειδοποίηση για τις βαρύτατες συνέπειες που μπορεί να έχει η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης και τον κίνδυνο η χώρα να βρεθεί μετέωρη όχι μόνο χωρίς χρήματα από το πρόγραμμα, αλλά και ενώπιον του διλήμματος να διαπραγματευτεί ένα νέο σκληρότερο μνημόνιο χρηματοδότησης με τον ESM αν δεν καταφέρει να βγει στις αγορές το 2018, το οποίο αν δεν εξασφαλιστεί, θα οδηγήσει πλέον με βεβαιότητα στη χρεοκοπία και τη δραχμή με αποτέλεσμα την κατάρρευση της χώρας.
Αποκάλυψη Λιαργκόβα στον realfm: Κίνδυνος για «νέο ‘15» και τροχιά Grexit αν δεν κλείσει έγκαιρα η αξιολόγηση
Όπως επισημαίνεται, «η κυβέρνηση έκανε λόγο για έναν «έντιμο συμβιβασμό» κυρίως με τους εταίρους στην ΕΕ. Ο όρος υπέκρυπτε τεράστιες διαφορές απόψεων μεταξύ της κυβέρνησης και των θεσμών αλλά και μεταξύ των θεσμών (ΔΝΤ, Ευρωομάδα).
Ο πρωθυπουργός είχε εξαγγείλει τον Οκτώβριο 2016 ταχεία ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης εντός τριών εβδομάδων, πράγμα που έστελνε ένα μήνυμα αισιοδοξίας σε μισθωτούς και επιχειρηματικό κόσμο.
Κατά την εκτίμησή μας ο στόχος αυτός να ολοκληρωθεί ταχέως η δεύτερη αξιολόγηση του τρίτου Μνημονίου (=προγράμματος προσαρμογής) ήταν ξεκάθαρος και ορθός, αλλά δεν επιτεύχθηκε.
Οι σχέσεις με τους εταίρους επιδεινώθηκαν με αποτέλεσμα να φύγουν τα τεχνικά κλιμάκια από την Ελλάδα και να παραταθεί ο χρόνος για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης, προφανώς όχι μόνο με ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης εφόσον κυριάρχησε η διαμάχη ΔΝΤ με την Ε.Ε. για το χρέος και τα πρωτογενή πλεονάσματα».
Ο ενάρετος κύκλος ως υπόσχεση
«Υπάρχει ακόμα καιρός για το κλείσιμο της αξιολόγησης (που θα έπρεπε πάντως να είχε συμβεί τις πρώτες εβδομάδες του Δεκεμβρίου). Αν τελικά επιτευχθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα (το αργότερο εντός Φεβρουαρίου), θα δώσει την δυνατότητα στην Ελλάδα να ενταχθεί ήδη στο πρώτο τρίμηνο του 2017 (πιθανότατα τον Μάρτιο) στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ που θα επιτρέψει φθηνότερη και πιο άνετη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Οι τράπεζες θα μπορέσουν να αντλήσουν ανετότερα ρευστότητα από την ΕΚΤ και η κυβέρνηση θα αποσύρει βαθμιαία τους κεφαλαιουχικούς ελέγχους. Στη συνέχεια, ρεαλιστικό θα ήταν να επιδιώξει η κυβέρνηση, δοκιμαστικά έστω, την έξοδο στις αγορές.
Η χώρα θα μπορούσε να αποφύγει την εφαρμογή του περιβόητου «κόφτη», την υποχρέωση δηλαδή να περικόψει πρωτογενείς δαπάνες (μισθούς και συντάξεις κυρίως του Δημοσίου). Με το κλείσιμο της αξιολόγησης επίσης θα ενισχυθεί η εμπιστοσύνη στην οικονομική πολιτική και θα διευρυνθούν οι προοπτικές της οικονομίας.
Σε συνθήκες βαθμιαίας εξομάλυνσης της οικονομικής κατάστασης και αυξημένης εμπιστοσύνης θα ήταν δυνατό να λυθεί το ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων («κόκκινων») δανείων. Επίσης, θα αποκτηθούν μερικά «μαξιλάρια» στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ΕΜΣ) για την περίπτωση ανάγκης. Τέλος θα προχωρήσει το τριών σταδίων σχέδιο ελάφρυνσης του χρέους, που έχει ήδη συμφωνηθεί στην Ευρωομάδα. Ήδη ο ΕΜΣ ενέκρινε την εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων μέτρων.1
Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα σήμαινε επίσης ότι κλείνει σειρά ολόκληρη ευαίσθητων ζητημάτων και, τότε, μπορούμε ευλόγως να αναμένουμε ότι τα επόμενα δύο χρόνια θα επιστρέψουμε σε σταθερούς (= διατηρήσιμους) θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης που θα διευκολύνουν τη δημοσιονομική προσαρμογή.
Η ανεργία θα μειωθεί. Με δυο λόγια, αν το Μνημόνιο εφαρμοσθεί ως το τέλος η χώρα έχει τη δυνατότητα να ξεφύγει από τα σημερινά αδιέξοδα. Τα προηγούμενα δεν σημαίνουν ότι δεν χρειάζονται διαπραγματεύσεις π.χ. για ρεαλιστικούς δημοσιονομικούς στόχους. Σημαίνουν όμως ότι το κλειδί είναι οι μεταρρυθμίσεις.
Οι πολιτικο-οικονομικές δυσκολίες της μετάβασης
«Πού είναι λοιπόν το πρόβλημα; Το τρίτο Μνημόνιο (όπως και τα προηγούμενα) είναι ένα ευρύ και κατά βάση φιλελεύθερο πρόγραμμα εκσυγχρονισμού/μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας, του κοινωνικού κράτους και της πολιτικής που συγκρούεται με τις κληροδοτημένες δομές, παραδοσιακές πελατειακές συμπεριφορές και αντικρουόμενες με αυτό αντιλήψεις για τον κόσμο και τη χώρα.
Κάθε κεφάλαιό του αρχίζει ακριβώς με γενικές διατυπώσεις που προϊδεάζουν και νομιμοποιούν τις συστάσεις του. Σε θεωρητικούς όρους στοχεύει συνολικά στις αποτυχίες του (ελληνικού) κράτους και των κλειστών αγορών.
Όμως, τμήματα του πολιτικού κόσμου και κοινωνικές ομάδες που υπερασπίζονται παραδοσιακούς ορισμούς συμφερόντων τους δεν έχουν πεισθεί για την ορθότητα του προγράμματος. Και δεν το έχουν «ενστερνισθεί».
Κατά όλες τις δημοσκοπήσεις πάνω από 80 % των πολιτών εκτιμούν ότι το Μνημόνιο δείχνει λάθος κατεύθυνση.
Οι καθυστερήσεις, σε συνδυασμό με τις αρνητικές τάσεις που διαμορφώνονται στο ΔΝΤ για τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα, απειλούν να ελαχιστοποιήσουν το ατμοσφαιρικό και το ευθέως οικονομικό όφελος που αναμένουμε από μια τελική συμφωνία.
Προφανώς η πολιτική ηγεσία, στο βαθμό που της αναλογεί, δυσκολεύεται να πείσει διάφορους πολιτικούς και κοινωνικούς πυλώνες για την ανάληψη των αναγκαίων μέτρων και νομοθετικών πρωτοβουλιών που θα πρέπει να υιοθετήσει όταν καταλήξει η συμφωνία για την υλοποίηση του προγράμματος.
Ας το διατυπώσουμε διαφορετικά: Το οικονομικό κόστος των καθυστερήσεων και αναβολών στις διαδικασίες αξιολόγησης, δηλαδή μιας τελικής συμφωνίας για το πρόγραμμα προσαρμογής, μπορεί να αποδειχθεί μεγαλύτερο για την Ελλάδα από το πιθανό όφελος, το οποίο επιπλέον θα αποδειχθεί προσωρινό.
Ο εμφανέστερος αν και απλοϊκός δείκτης του οικονομικού κόστους θα είναι τότε η διαφορά ανάμεσα σε αναμενόμενους ρυθμούς μεγέθυνσης για το 2017 και 2018 και σε αυτούς που τελικά θα επιτευχθούν.
Στις 17 Δεκεμβρίου 2016 ο ΟΟΣΑ προέβλεπε ρυθμό μεγέθυνσης 1,3% για την Ελλάδα το 2017.2 Ως εκ τούτου, αν τελικά δεν επιβεβαιωθούν οι αισιόδοξες προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης και της Επιτροπής για μεγέθυνση 2,7% (λόγω των πολλαπλών αβεβαιοτήτων) και τελικά προκύψει ρυθμός μεγέθυνσης 1% με 1,5% το 2017 (όπως π.χ. ΟΟΣΑ: 1,3%, Πανεπιστήμιο Αθηνών- Intelligent Deep Analysis: 1,01%3), αυτό σε απόλυτα μεγέθη θα σημαίνει, κατ’ αρχάς, μια απώλεια €2,2 έως €3,1 δισ. για την ελληνική οικονομία μόνο για το τρέχον έτος σε σχέση με το στόχο (σταθερές τιμές 2010).
Το χειρότερο είναι ότι η επιβράδυνση θα συμπαρασύρει και άλλα μεγέθη π.χ. φόρους. Έτσι διαγράφεται η απειλή νέων φαύλων κύκλων και μιας μακροχρόνιας στασιμότητας».
ΠΗΓΗ: capital.gr, Real.gr