Το άτυπο Eurogroup στις 7 Απριλίου βλέπει ως καταληκτική ημερομηνία για το κλείσιμο της αξιολόγησης η Eurasia, θεωρώντας ως ώθηση εκτός από τη χθεσινή συμφωνία και την αυριανή συνάντηση της Μέρκελ – Λαγκάρντ.
Επισημαίνει πως αρά ισχνή πλειοψηφία της ελληνικής κυβέρνησης, η νομοθέτηση των φορολογικών και των συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων θα μπορέσει να περάσει από την Βουλή, πιθανώς στις αρχές Μαρτίου.
Το μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ των πιστωτών για τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το τέλος του προγράμματος καθώς και το ζήτημα της ελάφρυνσης του χρέους, παραμένει, όπως επισημαίνεται, αν και υπάρχουν κάποιες αρχικές ενδείξεις ευελιξίας από το Βερολίνο και το ΔΝΤ.
Τα θετικά λόγια από το Eurogroup θεωρητικά ανοίγουν το δρόμο για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης τον επόμενο μήνα – παρά τις επιπλοκές που μπορεί να υπάρξουν στην ολλανδική πολιτική σκηνή λόγω των εκλογών στη χώρα.
Ο Πρόεδρος του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ υποστήριξε “δεν υπήρχε πολιτική συμφωνία” – και ότι αυτή θα επιτευχθεί μόνο αν οι θεσμοί και η ελληνική κυβέρνηση φτάσουν πρώτα σε ένα staff-level-agreement (SLA). Αυτό απηχεί και τις θέσεις του Βερολίνου: ότι χρειάζεται πρώτα, περισσότερη πρόοδος πολιτικής για τη νομοθέτηση από την Ελλάδα. Αυτό στη συνέχεια θα ανοίξει το δρόμο για ένα “πακέτο” που θα συμφωνηθεί σε πολιτικό επίπεδο και τελικά την εκταμίευση.
Έτσι, σύμφωνα με την Eurasia, η επόμενη ευκαιρία για μια συμφωνία σε ένα τέτοιο πακέτο θα είναι η συνεδρίαση του Eurogroup στις 20 Μαρτίου, ή στο άτυπο Eurogroup στις 7 Απριλίου στη Μάλτα. Η ελπίδα για την Αθήνα είναι πως κάτι τέτοιο θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για την ένταξη της Ελλάδας στο QE της ΕΚΤ στις 27 Απριλίου.
Ουσιαστικά, η επιστροφή των θεσμών στην Αθήνα δείχνει ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει αποδεχθεί την ανάγκη νομοθέτησης των φορολογικών και των συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα τεθούν σε ισχύ από το 2019 και μετά. Ως εκ τούτου, η θέση του ΔΝΤ έχει επικρατήσει κάτι το οποίο έδειξαν και οι δηλώσεις του Dijsselbloem χθες.
Το σημαντικό, ωστόσο, είναι πως τόσο ο Dijsselbloem όσο και ο Moscovici χαρακτήρισαν τα πρόσθετα μέτρα “διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις” και όχι επιπλέον μέτρα λιτότητας. Ενώ σε μεγάλο βαθμό αυτό είναι απλά μία βιτρίνα, η γλώσσα αυτή εξυπηρετεί ένα πολύ σημαντικό πολιτικό σκοπό, δηλαδή, το να επιτρέψει στην ελληνική κυβέρνηση να ισχυριστεί ότι οι επιπλέον απώλειες για τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους είναι απίθανες, ή ότι αυτές θα αντισταθμιστούν. Τα αντίμετρα, όπως η μείωση της φορολογίας αν η κυβέρνηση πιάσει τους δημοσιονομικούς της στόχους στο μέλλον, θα βοηθήσουν στο να μαλακώσει το “χτύπημα”.
Ένας συμβιβασμός σε αυτές τις γραμμές θα επιτρέψει στην ελληνική κυβέρνηση να υποστηρίξει ότι οποιαδήποτε εκ των προτέρων νομοθέτηση είναι απίθανο να υλοποιηθεί, και ότι αν εφαρμοστεί, θα πρέπει να αντισταθμιστεί και έτσι θα είναι “δημοσιονομικά ουδέτερη”. Τώρα γίνεται σαφές ότι τα επιχειρήματα αυτά θα αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά του αφηγήματος του Αλέξη Τσίπρα για να προσπαθήσει να πείσει τους βουλευτές να στηρίξουν οποιαδήποτε συμφωνία που θα προκύψει μέσα στις επόμενες εβδομάδες.
Η νομοθέτηση των μεταρρυθμίσεων θα εξακολουθεί, ωστόσο, να αφήνει εκτός δύο κομμάτια του παζλ. Τα πρωτογενή πλεονάσματα μετά το τέλος του προγράμματος και την ελάφρυνση του χρέους. Υπάρχουν αναφορές ότι το ΔΝΤ θα μπορούσε να συμμετάσχει στο πρόγραμμα χωρίς χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα, αν το Βερολίνο συμφωνήσει να διευκρινίσει περαιτέρω τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, όπως επισημαίνει η Eurasia.
Αν και δεν είναι μια εύκολη επιλογή για τη γερμανική κυβέρνηση, εξακολουθεί να είναι, ωστόσο, μια ρεαλιστική, δεδομένων των ζητημάτων που υπάρχουν σχετικά με τη χρηματοδότηση του ΔΝΤ και την ελάφρυνση του χρέους. Ο Σόιμπλε έχει ήδη βάλει σε κίνδυνο την αξιοπιστία του έχοντας δεσμευτεί στο CDU ότι το ΔΝΤ θα παίξει έναν οικονομικό ρόλο στην ελληνική διάσωση. Και υπάρχει μια αρκετά ισχυρή συναίνεση σε ολόκληρη τη γερμανική κυβέρνηση ότι αυτό πρέπει να συμβεί όταν ολοκληρωθεί η β’ αξιολόγηση.
ΠΗΓΗ: capital.gr