Στην Φρανκφούρτη μεταβαίνει σήμερα αντιπροσωπεία της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών, για συναντήσεις με τον SSM και τον αντιπρόεδρο της ΕΚΤ, Vitor Constancio.
Σύμφωνα με το capital.gr, εκτός από τα “κόκκινα” δάνεια, στο τραπέζι των συζητήσεων θα μπουν και οι προοπτικές για τη ρευστότητα των τραπεζών – συνυφασμένες με τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Μεταβαίνοντας στη Φρανκφούρτη, αντιπροσωπεία της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών συνεχίζει τον μαραθώνιο επαφών σε Ελλάδα και εξωτερικό προκειμένου να αναδείξει τα κρίσιμα θέματα για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, το οποίο βάλλεται για μία ακόμη φορά από τις καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Εξαιτίας των καθυστερήσεων αυτών και της αβεβαιότητας που προκαλούν, οι ελληνικές τράπεζες κινδυνεύουν να χάσουν όχι μόνο ό,τι κατάφεραν το 2016, μετά από επίπονα τεστ αντοχής και μια τρίτη ανακεφαλαιοποίηση εντός του 2015, αλλά και ό,τι προσδοκούσαν για το 2017 προκειμένου να διασφαλίσουν μια πορεία σταθερής ανάκαμψης ενόψει των stress tests της ΕΚΤ το 2018.
Η κύρια προσδοκία των τραπεζών είναι η ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Προσδοκία που έχει νόημα μόνο εφόσον η αξιολόγηση ολοκληρωθεί μέχρι τον Απρίλιο και δεν τραβήξει περαιτέρω, εξαντλώντας κάθε χρονικό περιθώριο για τα οφέλη του QE.
Οι τράπεζες αγωνιούν να προλάβουν το QE, καθώς πρόκειται για την εξέλιξη που θα δώσει θετικό σήμα σε αγορές, επενδυτές και καταθέτες, θα βελτιώσει τις συνθήκες χρηματοδότησης και ρευστότητας των τραπεζών και θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την έξοδο της χώρας στις διεθνείς αγορές. Θα πρόκειται ουσιαστικά για την εξέλιξη που θα θέσει τις βάσεις επιστροφής των πραγμάτων στις συνθήκες του καλοκαιριού του 2014, όταν η χώρα είχε δανειστεί για τελευταία φορά από τις διεθνείς αγορές με επιτόκιο 3,5%. Η αναχρηματοδότηση των ομολόγων αυτών στη φετινή λήξη τους υπολογίζεται ότι μπορεί να γίνει με επιτόκιο της τάξεως του 4% – 5%, εφόσον τα ελληνικά κρατικά ομόλογα έχουν γίνει προηγουμένως αποδεκτά στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Το μείζον, όμως, από τη συμμετοχή της Ελλάδας στο QE της ΕΚΤ είναι ότι – τηρουμένων, βεβαίως, των δεσμεύσεων της κυβέρνησης για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων -, θα γίνει ένα μεγάλο βήμα για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Είναι αυτή η εμπιστοσύνη που χρειάζεται ώστε η Ελλάδα και οι ελληνικές τράπεζες να ξαναμπούν στην ατζέντα των διεθνών επενδυτών, οι καταθέτες να φέρουν σταδιακά πίσω στο τραπεζικό σύστημα τις καταθέσεις που απέσυραν από τα τέλη του 2014 και να ανοίξει ο δρόμος για την άρση των capital controls. Τελικό ζητούμενο της αλυσίδας των προσδοκιών που συνυφαίνονται με το QE είναι η δυνατότητα των τραπεζών να χρηματοδοτήσουν την ελληνική Οικονομία, οδηγώντας την έξω από το τούνελ της ύφεσης και σε διατηρήσιμη ανάπτυξη.
Κομβική προς το στόχο αυτό θα είναι και η επιτυχία των τραπεζών να μειώσουν τον τεράστιο όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων τους, θέμα που εντάσσεται στις αρμοδιότητες παρακολούθησης του SSM, τον οποίο θα επισκεφτούν σήμερα οι τραπεζίτες, την επομένη κιόλας της αναχώρησης της Daniele Nouy από την Αθήνα.
Στις επαφές της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών στο εξωτερικό έχουν προηγηθεί στο Λουξεμβούργο, συναντήσεις με τον Klaus Regling και στελέχη του ESM, καθώς επίσης με τον Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΙΒ) Werner Hoyer, τον αρμόδιο για την Ελλάδα Αντιπρόεδρο Jonathan Taylor και στελέχη του οργανισμού. Σε όλες τις συναντήσεις, οι ελληνικές τράπεζες επισημαίνουν τη σημαντική βελτίωση των μεγεθών τους εν μέσω αντίξοοων περιστάσεων, τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν, αλλά και τον κρίσιμο ρόλο που καλούνται να επιθυμούν να διαδραματίσουν στην επανεκκίνηση της ελληνικής Οικονομίας.
Σημειώνεται ότι το 2016 οι τράπεζες επανήλθαν σε οργανική κερδοφορία, ενώ διατηρούν επαρκείς κεφαλαιακούς δείκτες και απόθεμα προβλέψεων για την επίτευξη των φιλόδοξων στόχων μείωσης του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων εντός της επόμενης τριετίας. Ωστόσο, τα “κεκτημένα” του 2016 και η επίτευξη των στόχων εξαρτώνται πλέον αποκλειστικά από τη μείωση των αβεβαιοτήτων και τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών.
ΠΗΓΗ: capital.gr