Με την Ευρώπη των πολλών ταχυτήτων να έχει μπει και επίσημα στο τραπέζι οι ηγέτες της ΕΕ, υπό τη σκιά του Brexit, του προσφυγικού, και της οικονομικής κρίσης συγκεντρώνονται στη Ρώμη για να… «γιορτάσουν» τα 60 χρόνια από την ίδρυση της Ένωσης.
Ήταν 25 Μαρτίου 1957, που υπογράφηκαν επίσης στη Ρώμη οι Συνθήκες που δημιουργούσαν την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (Ευρατόμ). Το γεγονός αυτό αποτέλεσε καμπή στην ιστορία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Λιγότερο από πέντε χρόνια μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης των Παρισίων που εγκαθίδρυσε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ανθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), και λιγότερο από τρία χρόνια μετά την αποτυχία της Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας (ΕΑΚ), τα έξι ιδρυτικά κράτη (Γαλλία, Δυτική Γερμανία, Ιταλία και οι χώρες της Μπενελούξ) έκαναν ένα κρίσιμο βήμα για την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
«Επανεκκίνηση της Ευρώπης» αποκλήθηκε η έντονη διπλωματική διεργασία και ο ραγδαίος χαρακτήρας αυτών των εξελίξεων εντυπωσιάζει.
Από το 1950, με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), αρχίζει η ένωση των ευρωπαϊκών χωρών σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο με στόχο τη διασφάλιση διαρκούς ειρήνης. Τα έξι ιδρυτικά μέλη είναι το Βέλγιο, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, το Λουξεμβούργο και οι Κάτω Χώρες. Ο Ρομπέρ Σουμάν, διαπρεπής νομικός και Υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας από το 1948-1952, θεωρείται ως ο «αρχιτέκτονας» του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Σε συνεργασία με τον Ζαν Μονέ, γάλλο οικονομικό και πολιτικό σύμβουλο και εμπνευστή του παγκοσμίως γνωστού «Σχεδίου Σουμάν», οραματίστηκαν και σχεδίασαν τη συγχώνευση της βαριάς βιομηχανίας της Δυτικής Ευρώπης. Ο κύριος στόχος του «Σχεδίου» ήταν η ενίσχυση της οικονομικής συνεργασίας μεταξύ των βιομηχανικών χωρών της Ευρώπης, με το σκεπτικό ότι οι χώρες που συνδέονται με εμπορικές συναλλαγές δημιουργούν μεταξύ τους οικονομικές αλληλεξαρτήσεις, κάτι που ελαχιστοποιεί το ενδεχόμενο συγκρούσεων.
Το «Σχέδιο Σουμάν», δημοσιεύθηκε στις 9 Μαΐου του 1950, ημερομηνία που αναγράφεται πλέον στη ληξιαρχική πράξη γέννησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρότεινε τον από κοινού έλεγχο της παραγωγής άνθρακα και χάλυβα, που ήταν οι σημαντικότερες πρώτες ύλες για την πολεμική βιομηχανία. Σκοπός του σχεδίου, ήταν να πάψουν τα κράτη να ασκούν κυριαρχικά δικαιώματα στους πόρους που διαδραμάτισαν ζωτικό ρόλο στους παγκόσμιους πολέμους – δηλ. τον άνθρακα και το χάλυβα – ούτως ώστε να διασφαλιστεί διαρκής ειρήνη.
Ανταποκρίνονται θετικά, η Γερμανία, το Βέλγιο, η Ολλανδία, το Λουξεμβούργο, αλλά και η Ιταλία. Έτσι γεννιέται η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ), με τη «Συνθήκη των Παρισίων», στις 18 Απριλίου 1951 και πρώτο Πρόεδρο τον Ζαν Μονέ. Οι δύο μεγάλοι αντίπαλοι, Γερμανία και Γαλλία, βρίσκονται μετά από αιώνες στο ίδιο στρατόπεδο.
Η επιτυχία της ΕΚΑΧ, οδηγεί τις έξι συνιδρύτριες χώρες, στη διεύρυνση της συνεργασίας τους και στην υπογραφή της «Συνθήκης της Ρώμης», στις 25 Μαρτίου του 1957.
Γιατί οδηγηθήκαμε στο εγχείρημα
Πάντως ιστορικοί και οι πολιτικοί επιστήμονες ακόμη διαφωνούν για διάφορα θέματα όπως τη σημασία των πολιτικών αποφάσεων σε σύγκριση με τις υπαγορεύσεις της οικονομικής πραγματικότητας· τον ρόλο των εξωτερικών παραγόντων, όπως οι ΗΠΑ και οι Βρετανία· και τον ρόλο των προσώπων που ανέλαβαν το εγχείρημα στο Παρίσι, την Βόννη, τη Ρώμη, τις Βρυξέλλες και τη Χάγη.
Παρόλα αυτά η ιστοριογραφία για τις απαρχές της Συνθήκης της Ρώμης επισήμανε, τον ευρωπαϊσμό και την πολιτική δέσμευση των πρωταγωνιστών υπερτονίζοντας τον θρίαμβο της πολιτικής βούλησης επί των τεχνικών δυσκολιών, σε μια διαδικασία θαυματουργής ανάκαμψης της ιδέας της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
«Ο οικονομικός ιστορικός Αλαν Μίλγουορντ, στο κομβικής σημασίας βιβλίο του «European Rescue of the Nation State», αποστασιοποιήθηκε από παρόμοιες ιδεαλιστικές ερμηνείες, θεωρώντας ότι το εθνικό συμφέρον και οι διακυβερνητικές διαβουλεύσεις (και το «πάρε-δώσε» μεταξύ των Εξι) ήταν οι καθοριστικοί παράγοντες πίσω από τη γέννηση της ΕΟΚ.
https://youtu.be/R7JI43STcmQ
Στο σημείο αυτό, ο Μίλγουορντ απηχούσε το θεωρητικό έργο του Μοράβτσικ. Στη λεπτομερή πραγματολογική ανάλυσή του σχετικά με τις απαρχές της σύγχρονης ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ο Μίλγουορντ συμπέρανε ότι η επανεκκίνηση της Ευρώπης το 1957 εδραζόταν πρώτιστα στον στόχο της φιλελευθεροποίησης του εμπορίου. Μετά τον πόλεμο, αρκετές χώρες, όπως η Ολλανδία, είχαν αποδυθεί σε ένα εγχείρημα οικονομικού εκσυγχρονισμού, βασισμένο στις αυξημένες εξαγωγές προς την Ευρώπη, ιδιαίτερα προς την αναπτυσσόμενη δυτικογερμανική αγορά. Με νωπές τις μνήμες της μεγάλης ύφεσης μετά το 1929, οι Ολλανδοί επιδίωκαν τη συγκρότηση ενός συστήματος που, αυτή τη φορά, δεν θα επέτρεπε την επάνοδο σε προστατευτικές πολιτικές, όπως αυτές που είχαν κυριαρχήσει στην Ευρώπη κατά τη δεκαετία του 1930 και είχαν πλήξει την, προσανατολισμένη στις εξαγωγές, ολλανδική οικονομία.
1957 – 1987
Επομένως, δεν θα πρέπει να εκπλήσσει το ότι ήταν ο Γιόχαν Μπέγιεν, ο Ολλανδός υπουργός των Εξωτερικών, αυτός που επιζήτησε την επανεκκίνηση της ευρωπαϊκής διαδικασίας και πρότεινε, πρώτα στους ομολόγους του της Μπενελούξ και κατόπιν στη Γαλλία και τη Δυτική Γερμανία, την ιδέα της τελωνειακής ένωσης. Το σχέδιο Μπέγιεν, με άλλα λόγια, αντικατόπτριζε μια γενικευμένη πεποίθηση μεταξύ των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, ότι το εμπόριο ήταν απαραίτητο για την ευημερία. Επιβεβαιώνοντας τον Μίλγουορντ, η Γαλλίδα ιστορικός Φρανς Λινς τονίζει ότι ακόμη και η Γαλλία, χώρα με βαθιά παράδοση προστατευτισμού, τελικά αποδέχθηκε τη Συνθήκη της Ρώμης επειδή προσέφερε μια «ελεγχόμενη φιλελευθεροποίηση»: δηλαδή μια τελωνειακή ένωση έξι μόνον χωρών, με ισχυρούς κοινούς εξωτερικούς δασμούς που θα προστάτευαν την αγορά από τον έξω κόσμο· ένα σύστημα, επιπλέον, που θα διατηρείτο υπό έλεγχο μέσω κοινών πολιτικών και εγγυήσεων».
Η ένταξη της Ελλάδος στην ΕΟΚ
Η πολιτική σύνδεση της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα αποτέλεσε έναν από τους τρεις άξονες της πολιτικής στρατηγικής που ακολούθησε ο Κ. Καραμανλής στις εκλογές του 1958. Η Ευρώπη ήταν εκείνη την εποχή υπό ανοικοδόμηση, και χάρη στη μεγάλη προσωπικότητα του Γάλλου προέδρου Ντε Γκωλ, απέπνεε ένα αίσθημα αισιοδοξίας για το μέλλον.
Ο Καραμανλής είχε προβλέψει ότι έπρεπε να προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις με την Ευρώπη και όχι με τις ΗΠΑ. Ο λόγος που επέμεινε στην ένταξη στην ΕΟΚ ήταν η προοπτική πολιτικής και οικονομικής ισορροπίας για τη χώρα, καθώς και ασφάλεια των συνόρων απέναντι στην Τουρκία. Άλλωστε, η «φτωχή» Ελλάδα είχε ανάγκη εισαγωγής επενδυτικών κεφαλαίων και μόνο με την σύνδεση με την κοινή «αγορά των έξι» θα μπορούσε να επιτευχθεί ο στόχος αυτός.
Η πρώτη προσπάθεια σύνδεσης της Ελλάδας με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα πραγματοποιήθηκε με την υποβολή της αίτησης για Σύνδεση στις 8 Ιουνίου 1959, ενώ η Ελλάδα αποτέλεσε το πρώτο κράτος που υπέγραψε Συμφωνία Σύνδεσης με την Ε.Ο.Κ. στις 9 Ιουλίου του 1961, η οποία προβλέπει την πλήρη ένταξη της χώρας το 1984. Η εγκαθίδρυση της δικτατορίας στην Ελλάδα, τον Απρίλιο του 1967 ανάγκασε την Ευρωπαϊκή Κοινότητα να διακόψει τις διαδικασίες της ένταξης. Μάλιστα, στις 30 Σεπτεμβρίου 1969. Ο υπουργός Εξωτερικών Π. Πιπινέλης αναγγέλλει την αποχώρηση της χώρας από την Ε.Ε., λίγες μέρες πριν από τη σύγκληση του Συμβουλίου Υπουργών, ενώ στις 12 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους το Συμβούλιο της Ευρώπης αποπέμπει, με ομόφωνη απόφασή του, την Ελλάδα. Η ΕΟΚ διακόπτει τις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα έως ότου αποκατασταθεί η δημοκρατία στη χώρα. Μετά την πτώση της Χούντας, ο Κ. Καραμανλής υπέβαλλε επισήμως αίτηση ένταξης της Ελλάδας στην ΕΟΚ στις 12 Ιουνίου 1975.
1988 – 1992
Η αίτηση για πλήρη ένταξη έγινε δεκτή από το Συμβούλιο Υπουργών της ΕΟΚ, ένα χρόνο μετά, στις 9 Φεβρουαρίου 1976. Το δημοσίευμα της εφημερίδας «ΤΑ ΝΕΑ» αναφέρει στις 13 Ιουνίου 1975: «Το µεγαλύτερο βήµα για την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ έγινε χθες βράδυ στις Βρυξέλλες. Η Επιτροπή της ΕΟΚ που συστήθηκε για να εξετάση την αίτηση της Ελλάδας, ολοκλήρωσε τη µελέτη της εισδοχής µας στην Κοινή Αγορά. Και ενώ η µελέτη θα δοθή επισήµως στη δηµοσιότητα στα µέσα ∆εκεµβρίου, σύµφωνα µε αποκλειστικές πληροφορίες, το γενικό συµπέρασµα που προκύπτει είναι θετικό για την Ελλάδα. Έστω και αν οι εµπειρογνώµονες δεν παραλείπουν να υπογραµµίσουν και τα προβλήµατα που πρέπει να αντιµετωπιστούν».
Στις 28 Μαΐου 1979 υπογράφεται στην Αθήνα η Συνθήκη Ένταξης, ενώ την 1η Ιανουαρίου 1981 επιτεύχθηκε τελικά η επίσημη ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Η τότε ΕΟΚ εξέφρασε το δισταγμό της απέναντι στην ένταξη της Ελλάδας επικαλούμενη μια σειρά από προβλήματα, όπως η σχέση της χώρας με την Τουρκία, η κακή οικονομική κατάσταση και η παράλληλη υποβολή αίτησης ένταξης της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, αλλά ύστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις τελικά δέχτηκε την πλήρη ένταξη της Ελλάδας.
Ισορροπία προς όφελος όλων
Οι ιστορικοί των διεθνών σχέσεων επιβεβαίωσαν τη σημασία του εθνικού συμφέροντος στη συγκρότηση της νέας ευρωπαϊκής πραγματικότητας, αλλά παράλληλα τόνισαν ότι οι οικονομικοί υπολογισμοί είναι μόνον ένα μέρος μιας ευρύτερης εικόνας. Ετσι, έδωσαν έμφαση στο ευρύτερο πλαίσιο που καθόρισε τη δημιουργία της ΕΟΚ, λαμβάνοντας υπόψη, εκτός των οικονομικών δεδομένων, μια πρόσθετη σειρά παραμέτρων: τις κλιμακούμενες ψυχροπολεμικές εντάσεις (ειδικά μετά τη σοβιετική εισβολή στην Ουγγαρία), τη διαδικασία της αποαποικιοποίησης, τις συνέπειες της βρετανικής απόφασης για μη συμμετοχή στο νέο εγχείρημα (αλλά την ανάγκη να εξασφαλιστεί η βρετανική ευμενής ουδετερότητα προς αυτό). Ετσι, η γαλλική στροφή προς την Ευρώπη ερμηνεύεται λιγότερο ως αναζήτηση ενός νέου οικονομικού προσανατολισμού, και πιο πολύ ως αντίδραση στην εικόνα της γαλλικής αδυναμίας που είχε διεθνώς σχηματιστεί μετά την ήττα στην Ινδοκίνα και την αποτυχία της εισβολής στο Σουέζ. Με όμοιο τρόπο, ο Δυτικογερμανός υπουργός Οικονομικών Λούντβιχ Ερχαρτ, πεπεισμένος υποστηρικτής του ελεύθερου εμπορίου, αρχικά εξέφρασε αντιρρήσεις για την προταθείσα Κοινή Αγορά και την προοπτική της κοινής αγροτικής πολιτικής, τις οποίες θεωρούσε υπέρμετρα προστατευτικές. Ωστόσο, οι αντιρρήσεις του τελικά κάμφθηκαν από τον καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ, ο οποίος ήθελε να καθησυχάσει τη Γαλλία και να διατηρήσει με κάθε τρόπο την αναπτυσσόμενη γαλλογερμανική συνεργασία. Τέλος, και ίσως το πιο σημαντικό από όλα, όπως τόνισε και ο Τόνι Τζουντ στο αριστούργημά του «Postwar», η ΕΟΚ βασιζόταν πλήρως στην αμερικανική εγγύηση στον τομέα της ασφάλειας, χωρίς την οποία τα μέλη της Κοινότητας δεν θα μπορούσαν να επιδοθούν στην οικονομική ολοκλήρωση, απερίσπαστοι από τις ανάγκες μιας κοινής άμυνας.
1994 – 1999
Με άλλα λόγια, η σύγχρονη οπτική προβάλλει ένα ερμηνευτικό πλαίσιο που τονίζει την πολλαπλότητα των αιτίων. Αυτή είναι η κυρίαρχη, σήμερα, ερμηνεία της δημιουργίας της ΕΟΚ. Η μεγαλύτερη επιτυχία των ευρωπαϊκών διαβουλεύσεων του 1955-1957 ήταν ακριβώς το ότι ικανοποιούσαν μια ευρύτατη γκάμα αναγκών. Υπό αυτή την έννοια, η Συνθήκη της Ρώμης προσέφερε μια ισορροπία ικανοποιητική για όλους, κάνοντας παράλληλα ένα τεράστιο άλμα, που διέπλασε την ευρωπαϊκή ιστορία. Αυτή ήταν και η βάση της μεγάλης επιτυχίας της.
Οι προκλήσεις του μέλλοντος ξεκινούν και πάλι από τη Ρώμη
Τα τελευταία 60 χρόνια, η ιστορία της πορείας προς την ένωση της Ευρώπης χαρακτηρίζεται από διαδοχικές κρίσεις οι οποίες κατά βάση ξεπερνιούνταν με το άνοιγμα ενός νέου κεφαλαίου στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που έφερνε ακόμη περισσότερη Ευρώπη. Έτσι σφυρηλατήθηκε η έννοια του “ευρωπαϊκού συμφέροντος” που υπερέχει του εθνικού.
Η διαφορά με το σήμερα είναι ότι στις προηγούμενες κρίσεις πρυτάνευε πάντα η διακηρυγμένη βούληση για ευρωπαϊκή συμβίωση (togetherness/vivre ensemble). Η οποιαδήποτε σύγκρουση ήταν διαχειρίσιμη γιατί γινόταν σε πνεύμα εποικοδομητικό που έδειχνε τη θέληση των κρατών να παραμείνουν μαζί και να αντιμετωπίσουν το μέλλον τους ενωμένα.
Σήμερα, αντίθετα, μπαίνουν ερωτηματικά που θέτουν σε αμφισβήτηση τον λόγο ύπαρξης (la raison d’être) της ενωμένης Ευρώπης. H οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2008 τάραξε τις σχέσεις εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών. Η δυσπιστία, ακόμα και η λεκτική επιθετικότητα είναι παρούσα κάθε φορά που ανοίγει η συζήτηση για τα μεγάλα θέματα της εποχής, όπως διευθέτηση ελληνικής κρίσης, αντιμετώπιση των μεταναστευτικών ροών, η τρομοκρατία, η διαμόρφωση των νέων σχέσεων με της ΗΠΑ, κλπ.
2000 – 2006
Η έλλειψη εμπιστοσύνης στη από κοινού αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων ενίσχυσε την τάση για αναζήτηση μονομερών λύσεων που εξασφαλίζουν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων στα κράτη μέλη. Η σταδιακή απομάκρυνση των πολιτών από την προοπτική που χαράσει το πρώτο άρθρο της Συνθήκης «μιάς διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης» ήλθε ως λογική συνέπεια. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρξουν καθυστερήσεις στην αντιμετώπιση των επειγόντων ζητημάτων που γέννησε η κρίση και έγινε φανερή η αδυναμία άμεσης και δραστικής παρέμβασης.
Το Brexit αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου – τα ρεύματα αμφισβήτησης (ευρωσκεπτικισμού και ευρωαπόρριψης) υποσκάπτουν τα θεμέλια του κοινού ευρωπαϊκού σπιτιού.
Ένας από τους στόχους του Προέδρου Γιούνκερ ήταν να ξανακερδίσει μέρος της χαμένης πρωτοβουλίας κινήσεων της Επιτροπής. Στην παρουσίαση της Κατάστασης της Ένωσης (State of the Union) στις αρχές Σεπτεμβρίου 2016 στο Ευρωκοινοβούλιο για να κάνει πιό πειστική την έκκληση του για επείγουσες αποφάσεις μίλησε για “Επιτροπή της τελευταίας ευκαιρίας”. Δύο εβδομάδες αργότερα, στο άτυπο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Μπρατισλάβας διατυπώθηκε από κοινού ο οδικός χάρτης που θα πρέπει να ακολουθήσει η ΕΕ των 27 πλέον μελών σε τέσσερα μεγάλα κεφάλαια: Μετανάστευση και εξωτερικά σύνορα, Εσωτερική ασφάλεια, Εξωτερική ασφάλεια/Άμυνα, Οικονομική και Κοινωνική ανάπτυξη (Νέοι).
Σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου η συζήτηση συνεχίστηκε τον Φεβρουάριο στη Μάλτα. Και όπως είχε προαναγγελθεί, στις αρχές Μαρτίου παρουσιάστηκαν οι προτάσεις της Επιτροπής για το μέλλον της Ευρώπης εν όψει των εκδηλώσεων που θα γίνουν στη Ρώμη για τα 60 χρόνια από την υπογραφή της Συνθήκης ΕΟΚ η οποία υπήρξε ο πρόδρομος της σημερινής Συνθήκης της ΕΕ.
Λευκή Βίβλος
Οι προτάσεις αυτές έχουν τη μορφή Λευκής Βίβλου. Δηλαδή περιγράφουν το πρόβλημα μέσα από πέντε προτεινόμενα σενάρια. Αρκετοί χαρακτήρισαν “χλιαρό” τον τρόπο αντίδρασης που τελικά επέλεξε η Επιτροπή.
Ωστόσο, παρά την έντονη προηγηθείσα δραματοποίηση η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη την πολιτική συγκυρία. Οι κρίσιμες εκλογές σε τρία ιδρυτικά κράτη μέλη επέβαλαν μία διακριτική στάση, σε αυτή τη φάση, για να μην εκληφθεί ως παρέμβαση στα εσωτερικά των εν λόγω χωρών. Από την άλλη θέλησε να αναγκάσει τα κράτη να αναλογιστούν τις μεγάλες ευθύνες που τους αναλογούν και να εγκαταλείψουν τη βολική στάση που ακολουθούν τα τελευταία χρόνια, όπου για όλα τα αρνητικά φταίει η Ευρώπη και η Επιτροπή, ενώ όλα τα θετικά τα καρπώνονται οι εθνικές ηγεσίες. Και τέλος, θέλησε να δώσει την αίσθηση ότι προχωράμε ενωμένοι στην ενίσχυση της ΕΕ των 27, χωρίς ωστόσο να δώσει άλλες σαφείς ενδείξεις τώρα, δεδομένου ότι δεν μας χωρίζουν παρά ημέρες από την έναρξη των διαπραγματεύσεων για το Brexit.
2007 – 2013
Παράλληλα, η Επιτροπή επεξεργάζεται και θα θέσει στο τραπέζι σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα της Μπρατισλάβας προτάσεις πάνω σε πέντε καίριους τομείς:
Κοινωνική διάσταση της Ευρώπης και κοινωνικά δικαιώματα (Απρίλιος)
Αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών της παγκοσμιοποίησης (Μάιος).
Το μέλλον της Στρατιωτικής συνεργασίας και η κοινή Άμυνα (Ιούνιος).
Εξάλλου, πριν το τέλος του χρόνου θα είναι έτοιμα και τα έγγραφα σχετικά με:
Το μέλλον των ιδίων πόρων και η συνεισφορά των κρατών-μελών στον προϋπολογισμό της Ε.Ε.
Την εμβάθυνση της ΟΝΕ με βάση την έκθεση των πέντε προέδρων των θεσμικών οργάνων της ΕΕ.
Καλούνται, δηλαδή, οι Ευρωπαϊκοί θεσμοί και η κοινωνία των πολιτών καθώς και οι εθνικές ηγεσίες στα κράτη μέλη μετά από συζήτηση να καταλήξουν στο σενάριο που θα ήθελαν να δούν τελικά να υλοποιείται. Τότε η Επιτροπή θα κάνει τις ανάλογες προτάσεις για να πλαισιώσει τις πολιτικές αποφάσεις με δράσεις και να τους προσδώσει τον αναγκαίο κανονιστικό μανδύα.
Το βέλτιστο σενάριο
Θα ήταν λάθος να σπεύσουμε να ταχθούμε υπέρ του ενός ή του άλλου σεναρίου. Γιατί όλα περιέχουν ψήγματα αναγκαίων βελτιώσεων και κανένα από μόνο του δεν προσφέρει την ιδανική λύση. Ίσως, το πλέον ρεαλιστικό θα ήταν ένα 6ο σενάριο, που δεν θα είναι άλλο παρά η σύνθεση των πέντε προαναφερθέντων με ισχυρή δόση από το σενάριο 1, το οποίο δεν θα πρέπει να απορρίψουμε με την ευκολία που αρχικά φάνηκε να υπονοεί η Λευκή Βίβλος. Η επιλογή του σεναρίου 1 δεν σημαίνει αναγκαστικά στασιμότητα, αλλά αντίθετα αναγνώριση ότι αυτή η Συνθήκη είναι σοφά δομημένη, δεν γίνεται όμως πλήρης αξιοποίηση των δυνατοτήτων που παρέχει. Αν ανοίξει αυτή τη στιγμή μία συζήτηση για αναθεώρηση της, πέραν του ότι θα είναι χρονοβόρα κινδυνεύει να καταλήξει σε διάσπαση, αντί για περισσότερη ενότητα.
Διότι, το ζητούμενο τελικά είναι η διατήρηση και η εμβάθυνση της ενότητας. Άλλωστε, η Συνθήκη της Λισαβώνας επιτρέπει σε όσους θέλουν και μπορούν να προχωρήσουν, ενώ δεν αποκλείει όσους θέλουν, αλλά δεν μπορούν. Αντίθετα τους παρέχει κάθε βοήθεια και διευκόλυνση για να καταβάλουν όση προσπάθεια χρειάζεται ώστε να τα καταφέρουν. Πρέπει όμως να καταστεί σαφές ότι σε αυτό το σχήμα δεν έχουν θέση όσοι μπορούν, αλλά δεν θέλουν ή όσοι ούτε μπορούν και ούτε θέλουν. Κωλυσιεργούν, όμως, εις βάρος των υπολοίπων, καθυστερούν και τελικά εμποδίζουν την θεσμική εξέλιξη και την ανάπτυξη πολιτικών πρασαρμοσμένων στα νέα διεθνή δεδομένα.
Όποιο σενάριο και αν προκριθεί τελικά θα πρέπει να έχει ως μοναδικό κριτήριο τον σεβασμό στο γράμμα και το πνεύμα των Συνθηκών και την προάσπιση του γενικού ευρωπαϊκού συμφέροντος, που μόνο η κοινοτική μέθοδος μπορεί να εξασφαλίσει. Θα πρέπει πάντα να έχουμε στο νου ότι Συνθήκη δεν αποτελεί εμπόδιο, αλλά αντίθετα προβλέπει πολλές δυνατότητες συντεταγμένης προόδου της ενοποιητικής διαδικασίας.
Την αμέσως επόμενη περίοδο θα έλθει πάλι στην επιφάνεια η παλιά διαμάχη που θα φέρει αντιμέτωπους τους εθνοκεντρικούς οπαδούς της διακυβερνητικής άποψης και τους πιστούς της κοινοτικής ορθοδοξίας στους οποίους παρέχουν την υποστήριξή τους οι ρέκτες του φεντεραλισμού. Αλλά αυτή η συζήτηση δεν αφορά παρά τους παροικούντες την βρυξελλιανή Ιερουσαλήμ. Οι υπόλοιποι, οι πολίτες που δεν ενθουσιάζονται από θεωρητικές αναζητήσεις, αλλά από τις πρακτικές επιπτώσεις στην καθημερινότητα τους από την πορεία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, για να έχουν ενεργή συμμετοχή στο εγχείρημα θέλουν να ξέρουν πάνω σε ποιές αρχές θα συνεχίσει να λειτουργεί η ΕΕ. Η ενότητα, η ισότητα και η ισοτιμία πρέπει να τηρούνται απαρέγκλιτα. Και κυρίως η αλληλεγγύη ως δυναμική έννοια, όχι σαν συνώνυμο της ελεημοσύνης αλλά της συνοχής και του κοινού βηματισμού.
Το τελικό policy mix θα προκύψει από τη σύνθεση των απόψεων και τη διαμόρφωση συμμαχιών για την επίτευξη πλειοψηφιών.
Πολλά θα εξαρτηθούν από τα αποτελέσματα των εκλογών και τις νέες ισορροπίες που θα προκύψουν την περίοδο που ακολουθεί. Στην Ολλανδία έχουμε τα πρώτα δείγματα ότι διαψεύδονται οι μάντεις κακών που μιλούν για το προσεχές ρέκβιεμ της Ευρώπης. Ωστόσο, είμαστε ακόμα μακρυά από το να θεωρήσουμε ότι άρχισε η κάμψη των δυνάμεων του λαϊκισμού. Το επόμενο τεστ στη Γαλλία και οι εκλογές στη Γερμανία που έπονται θα είναι καθοριστικές.
Η ιστορική 60η έπετειος θα μπορούσε να γίνει η αρχή για μία νέα σελίδα στην ιστορία της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης μόνον αν η Επιτροπή καταφέρει να εκφράσει τη βούληση των Ευρωπαίων για ένα καλύτερο μέλλον. Στην έξωθεν αλλά και την εσωτερική αμφισβήτηση πρέπει να μπορέσει να επιβάλει την δική ατζέντα. Απέναντι στο “πρώτα η Αμερική” του Τραμπ να αντιτάξει το “πρώτα η Ευρώπη’’ και στους ευρωσκεπτικιστές, περισσότερη αλληλεγγύη. Σαν πρώτο βήμα, θα χρειαστεί να υπάρξει εξισορρόπηση των δύο τάσεων που υπάρχουν σήμερα στους κόλπους της ΕΕ: του διακυβερνητισμού και της κοινοτικής μεθόδου. Πράγμα που σημαίνει ότι τα κράτη μέλη θα πάψουν να θεωρούν την Επιτροπή ως γραμματεία του Συμβουλίου Υπουργών και θα της επιτρέψουν να παίξει πλήρως το ρόλο που της αναγνωρίζει η Συνθήκη. Αυτή θα ήταν η ορθή βάση συζήτησης επί των πέντε σεναρίων της Λευκής Βίβλου.
Η προώθηση περισσότερης και καλύτερης για όλους Ευρώπης δεν συνεπάγεται αναθεώρηση προς την κατεύθυνση μίας Ευρώπης α-λα-καρτ ή των πολλών ταχυτήτων, αλλά μία νέα ανάγνωση της Συνθήκης που θα ανοίξει το δρόμο για επιστροφή στα θεμελιώδη: θα είναι η καλύτερη απάντηση στον λαϊκισμό που οδηγεί στον ευρωσκεπτικισμό, την αποσυναρμολόγηση και τη διάλυση. Από αυτό θα κριθεί η επιτυχία της μεθόδου Γιούνκερ και η συνέχιση του εγχειρήματος της Ευρωπαϊκής ενοποίησης.
ΠΗΓΕΣ: Ειρήνη Καραμούζη λέκτορας Σύγχρονης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Σέφιλντ και A.G.Leventis Fellow στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, tvxs.gr, Τάκης Αναστόπουλος Αντιπρόεδρος Δικτύου για τη Μεταρρύθμιση στην Ελλάδα και την Ευρώπη, Διευθυντής ε.τ. της Ευρωπαϊκής Επιτροπής