Σύμφωνα με όσα έχουν διαρρεύσει από τις ενημερώσεις της κυβερνητικής πλειοψηφίας από το οικονομικό επιτελείο (Τσακαλώτος, Αχτσιόγλου) και όσα συζητήθηκαν στην Π.Γ του ΣΥΡΙΖΑ, οι δανειστές εγείρουν νέες απαιτήσεις της τελευταίας στιγμής, επικαλούμενοι την πορεία των εσόδων και, κυρίως, την ανακοπή της θετικής πορείας της οικονομίας το πρώτο δίμηνο του 2017 (απόρροια της καθυστέρησης της διαπραγμάτευσης για την οποία έχουν μεγάλη ευθύνη και οι ίδιοι) και θέλουν: ταυτόχρονη εφαρμογή της μείωσης του αφορολόγητου στα 5.600 ευρώ για τους άγαμους (το οποίο θα φτάσει κλιμακωτά τα 5.900 ευρώ για οικογένειες με παιδιά) και τους συνταξιούχους και την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις, που θα φέρει μειώσεις 35% από 1/1/2019.
Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε τη χαριστική βολή για περίπου 1.500.000 συνταξιούχους του δημοσίου, του ΙΚΑ και του ΟΑΕΕ.
Αν εφαρμοστεί η «συνταγή» των δανειστών, το 2019 ο συνταξιούχος των 750 ευρώ (9.000 ευρώ ετήσιο εισόδημα), θα υποστεί μείωση της σύνταξης του κατά 35%, θα χάσει για όλο τον χρόνο 3.150 ευρώ, δηλαδή περισσότερο από 4 συντάξεις, με το ετήσιο εισόδημα του να φτάνει τα 5.850 ευρώ που σήμερα είναι αφορολόγητα.
Με την εφαρμογή και του χαμηλότερου αφορολόγητου στα 5.600 ευρώ θα κληθεί να πληρώσει και φόρο 55 ευρώ φτάνοντας την συνολική απώλεια στα 3.205 ευρώ, δηλαδή 4,5 συντάξεις ετήσια.
Η απώλεια αυξάνεται έως και στο διπλάσιο, αν ζει και η σύζυγος, ειδικά αν είναι και αυτή συνταξιούχος και έχει ανάλογα εισοδήματα.
Μικρότερες, αλλά ορατές θα είναι οι συνέπειες και στους μισθωτούς, οι οποίοι θα αναγκαστούν να πληρώνουν φόρους αν αμείβονται από 400 ευρώ το μήνα και πάνω.
Αν και το ασφαλιστικό προκύπτει ως το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα, δεν είναι το μοναδικό που στέκεται εμπόδιο για την επίτευξη συμφωνίας.
Το δεύτερο μεγαλύτερο πρόβλημα είναι οι αλλαγές που θα πρέπει να γίνουν στην αγορά εργασίας.
Το τρίτο μεγάλο πρόβλημα, το οποίο στην αρχή φαινόταν ότι υπήρχε περιθώριο για συμφωνία για μια «μέση λύση», είναι η ΔΕΗ.
Οι δανειστές επιμένουν να ζητούν την πώληση σε ιδιώτες μονάδων της ΔΕΗ, οι οποίες παράγουν το 40% του ηλεκτρικού ρεύματος που αποδίδει η επιχείρηση στη δημόσια κατανάλωση, έως και τα μέσα του 2018 και μαζί την ιδιωτικοποίηση του 17% της εταιρίας, με στόχο την απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας.