Γράφει ο Γιώργος Τζογόπουλος
Ο Έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας θα πραγματοποιήσει τη δεύτερη επίσκεψή του στην Κίνα στις 14 και 15 Μαΐου 2017. Αποδεχόμενος την πρόσκληση του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ, θα παραστεί στο διεθνές φόρουμ «Μία Ζώνη – Ένας Δρομος» το οποίο θα πραγματοποιηθεί εκείνες τις μέρες στο Πεκίνο. Η πρώτη επίσκεψη επίσκεψη Τσίπρα πραγματοποιήθηκε στα μέσα Ιουλίου 2016, λίγες μέρες αφού η Βουλή των Ελλήνων είχε επικυρώσει τη σύμβαση παραχώρησης του ΟΛΠ στην COSCO.
Η Κίνα είναι ικανοποιημένη με τις επενδύσεις της στην Ελλάδα. Η λεγόμενη «κεφαλή του δράκου», δηλαδή η δραστηριοποίηση της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά συνεχίζεται και αναμένεται να διευρυνθεί τα επόμενα χρόνια, παρά τις αντιρρήσεις τοπικών φορέων. Μετά την ολοκλήρωση της ιδιωτικοποίησης του ΟΛΠ, η Κίνα επεξεργάζεται προσεκτικά τα επόμενα βήματά της. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η αγορά του 24% του ΑΔΜΗΕ από την κινεζική State Grid. Επίσης, η Τράπεζα της Ελλάδας έχει υπογράψει μνημόνιο συνεργασίας με την China Development Bank. Κινεζικές εταιρείες έχουν, ακόμα, εκφράσει ενδιαφέρον επένδυσης στην ελληνική ασφαλιστική αγορά.
Παρόλο που η κινεζική στρατηγική είναι σαφής και έχει ήδη αρχίσει να αποδίδει καρπούς, στηρίζοντας και την ελληνική οικονομία, η Ελλάδα δε διαθέτει αντίστοιχη στρατηγική. Η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να εφαρμόσει κάποιους όρους του μνημονίου, με τους οποίους διαφωνεί. Δεν έχει μάθει από τα λάθη της το πρώτο εξάμηνο του 2015 και θεωρεί ότι καθυστερώντας τη διαδικασία είτε συμφωνίας με τους πιστωτές της είτε υλοποίησης των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων προσφέρει στο κοινό καλό. Αντίθετα, επηρεάζει αρνητικά την οικονομία, προκαλεί αβεβαιότητα και ναρκοθετεί την ανάκαμψη. Ακόμα πιο σημαντικό, όμως, είναι πως δείχνει ότι δεν ενδιαφέρεται να προσελκύσει ή να φιλοξενήσει ξένους επενδυτές, και το κάνει εν μέρει αναγκαστικά λόγου του μνημονίου που θεωρεί ότι της επιβάλλεται. Φυσιολογικά επιστρέφουν οι φόβοι για Grexit. Η κινεζική κυβέρνηση γνωρίζει καλά αυτή την κατάσταση. Από τους πρώτους μήνες του 2015, η εικόνα της Ελλάδας στην Κίνα είναι αρνητική. Αυτό προκύπτει από την κάλυψη της ελληνικής κρίσης στα κινεζικά μέσα ενημέρωσης.
Καθώς η ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να εφαρμόσει κάποιους από τους όρους του μνημονίου ευρισκόμενη σε έναν λαβύρινθο αριστερών ιδεοληψιών και σκληρών αποφάσεων, χάνει σημαντικές ευκαιρίες να θέσει τη δική της ατζέντα στις σινοελληνικές σχέσεις. Πολλές χώρες έχουν συγκεκριμένες προτάσεις όταν προσεγγίζουν την Κίνα και εργάζονται για τη δημιουργία κοινοπραξιών αντί να διατυπώνουν γενικές ιδέες για τη διμερή συνεργασία σε διάφορους τομείς. Το Ισραήλ, μία χώρα που δεν πρόκειται να εγκαταλείψει το φιλοαμερικανικό και φιλοδυτικό προσανατολισμό της, αποτελεί πολύ καλό παράδειγμα άνθηση των διμερών σχέσεων με την Κίνα. Ωστόσο, η ελληνική κυβέρνηση δεν ενδιαφέρεται τόσο πολύ για την ουσία και αρκείται απλώς να υμνεί δημοσίως την ελληνοκινεζική συνεργασία και τις μελλοντικές προοπτικές
Η ιδιωτικοποίηση του παλιού αεροδρομίου του Ελληνικού, όπου η FOSUN συμμετέχει σε κοινοπραξία με τη Lamda Development, δεν προχωρεί με ευθύνη της ελληνικής κυβέρνησης. Κινέζοι επενδυτές που ενδιαφέρονται για την ελληνική αγορά ακινήτων αποθαρρύνονται από το ασταθές και υψηλό φορολογικό σύστημα. Οι ελληνικές εξαγωγές προς την Κίνα δεν αυξάνονται λόγω της δραματικής εικόνας της Ελλάδας στο εξωτερικό. Τα ελληνικά δημόσια πανεπιστήμια δεν προχωρούν στη σύναψη συμφωνιών με κινεζικά ιδρύματα λόγω γραφειοκρατίας. Η κοινή έρευνα δεν αποτελεί προτεραιότητα. Αξιόλογο παράδειγμα είναι η δημιουργία του Προγράμματος Ασιατικών Σπουδών από το ΕΛΙΑΜΕΠ – αλλά αυτό αφορά τον ιδιωτικό τομέα.
Ανακεφαλαιώνοντας, η δεύτερη επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα στο Πεκίνο αποτελεί θετική εξέλιξη. Ωστόσο, όσο η ελληνική κυβέρνηση δεν καταθέτει χειροπιαστές προτάσεις που μπορούν να ενισχύσουν τη σινοελληνική συνεργασία, η επίσκεψη θα είναι περισσότερο συμβολικού χαρακτήρα.