Για τον ΔΟΛ, την ειδική διαχείριση, τις τράπεζες και τους επενδυτές γράφει σε άρθρο του στο tovima.gr, ο αρθρογράφος Αντώνης Καρακούσης.
Όπως τονίζει μεταξύ άλλων, οι εργαζόμενοι του ΔΟΛ υπό αντίξοες συνθήκες προστάτευσαν και επαύξησαν την αξία του Οργανισμού, ενώ ευθύνη όλων αποτελεί η πιστή εφαρμογή της δικαστικής απόφασης.
Επίσης, όπως υπογραμμίζει, σε τρεις μήνες είναι δυνατόν να έχει ολοκληρωθεί η διαγωνιστική διαδικασία και να έχει επιλεγεί το επενδυτικό σχήμα που θα αναλάβει τον ΔΟΛ.
Αναλυτικά:
Η περιπέτειά μας, η δική μας περιπέτεια του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, των εντύπων και των ιστοσελίδων του, είναι εν πολλοίς γνωστή. Ωστόσο υπάρχουν λεπτομέρειες κρίσιμες και ξεχωριστές, άγνωστες στο ευρύ κοινό.
Ο εκδοτικός οργανισμός βρέθηκε εδώ και χρόνια σε δίνη συνδυασμένης πίεσης από τη σφοδρή ελληνική οικονομική κρίση και τη ραγδαία τεχνολογική αλλαγή, τις συνέπειες της οποίας βιώνουν πλέον όλα τα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα, παραδοσιακά και μη.
Σταθερά τα τελευταία έτη ο Οργανισμός συσσώρευσε ζημιές και αποδέχθηκε βάρη που δεν μπορούσε να σηκώσει. Είναι αλήθεια ότι η εκδοτική αρχή κατά καιρούς αποπειράθηκε να ελέγξει το κόστος και τις υπερδαπάνες που παρήγε η βαριά, χτισμένη στις εποχές της μεγάλης ανάπτυξης, οργανωτική δομή.
Ωστόσο οι όποιες επεμβάσεις απεδείχθησαν ανεπαρκείς και εν τέλει κατώτερες του βάρους και των ξεχωριστών συνθηκών.
Η αναδιάρθρωση που χάθηκε
Η απαιτούμενη αναδιάρθρωση πολλές φορές επιδιώχθηκε και ορισμένες φορές προγραμματίστηκε αλλά μηδέποτε πραγματοποιήθηκε. Είτε επειδή ο εκδότης υποεκτιμούσε το πρόβλημα είτε επειδή οι αντιδράσεις, συνδικαλιστικές και άλλες, όρθωναν εμπόδια ανυπέρβλητα ή δημιουργούσαν συνθήκες μεγάλης έντασης.
Ανεξαρτήτως πώς, είτε λόγω έλλειψης διορατικότητας και τόλμης είτε λόγω του υψηλού κοινωνικού κόστους, οι ευκαιρίες αναδιάρθρωσης χάθηκαν στον χρόνο ή μερικώς αξιοποιήθηκαν, αλλά σε καμία περίπτωση δεν επέτρεψαν την έγκαιρη αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων του Οργανισμού.
Συσσωρευόμενα έτσι τα βάρη στον χρόνο κατέστησαν κάποια στιγμή ανυπέρβλητα και εν πολλοίς μη διαχειρίσιμα.
Από πέρυσι το καλοκαίρι κατέστη σαφές ότι ο Οργανισμός δεν μπορούσε να επιβιώσει χωρίς ισχυρές κεφαλαιουχικές ενισχύσεις και χωρίς ουσιαστικές διευκολύνσεις από το τραπεζικό σύστημα. Με τη διαφορά ότι οι δανείστριες τράπεζες έθεταν ως προϋπόθεση την ισχυρή κεφαλαιακή ενίσχυση για την παροχή των όποιων διευκολύνσεων.
Πρωτοφανής στοχοποίηση
Τότε διεφάνη επίσης ότι ο εκδότης δεν διέθετε δυνάμεις και δυνατότητες, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των τραπεζών για γενναία κεφαλαιακή ενίσχυση του Οργανισμού.
Είχαν προηγηθεί βεβαίως η πολιτική πίεση και η στοχοποίηση των μέσων ενημέρωσης από την πλευρά της κυβέρνησης, γεγονός που καθιστούσε επισφαλή την όποια απόπειρα διάσωσης.
Ιδιαίτερα ο ΔΟΛ συγκέντρωσε τα πυρά όλης της κυβερνητικής προπαγάνδας, ανακηρύχθηκε σχεδόν εχθρός του λαού, κατασυκοφαντήθηκε και τα έντυπά του αντιμετωπίστηκαν ως βασικά υπεύθυνα της οικονομικής κρίσης!
Σε αυτό το κλίμα ήταν προφανές ότι η αναζήτηση ορθολογικών λύσεων δεν μπορούσε να ευδοκιμήσει. Αντιθέτως, η σύγκρουση έλαβε διαστάσεις σχεδόν επικές, η κυβέρνηση έφτασε να κυβερνά δι’ ημών, με αποτέλεσμα το βάρος να πολλαπλασιαστεί. Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν χρησιμοποιήθηκε η Δικαιοσύνη προκειμένου να εξουθενώσει και να εξοντώσει απολύτως τον Οργανισμό.
Σε αυτές τις συνθήκες οι εργαζόμενοι βρέθηκαν στο μέσον μιας ανελέητης σύγκρουσης, η οποία εμφανώς οδηγούσε σε απόλυτη καταστροφή. Επέδειξαν ωστόσο μοναδικές ιδιότητες. Εχοντας πλήρη επίγνωση του ιστορικού βάρους του Οργανισμού, αλλά και διαπνεόμενοι από τις αξίες και την κουλτούρα ενός αιώνα συνεχούς παρουσίας στα εκδοτικά πράγματα, στα γράμματα και στον πολιτισμό, έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για τη διάσωσή του.
Εργάστηκαν με αυταπάρνηση, παρότι απλήρωτοι επί μακρόν, διατήρησαν παρά τις αντιξοότητες περιβάλλον συνεχούς λειτουργίας και – το κυριότερο – απέδωσαν περιεχόμενο υψηλού επιπέδου, ζηλευτό από όλους.
Ακόμη και την ώρα της μεγάλης κρίσης, όταν καταγγέλθηκαν τα δάνεια και φανερώθηκε πλήρως η προοπτική της πτώχευσης και του «λουκέτου», επέμειναν χωρίς να χάσουν το κουράγιο τους.
Ανέδειξαν την αξία του Οργανισμού, διεκδίκησαν τη συνέχιση των εκδόσεων, υπερασπίστηκαν αρχές και αξίες της ανεξάρτητης και ακηδεμόνευτης δημοσιογραφίας, και αντιστάθηκαν στις Σειρήνες του ανταγωνισμού, που τους πολιορκούσαν με κάθε τρόπο, εκμεταλλευόμενες την ανέχεια και την οικονομική δυσπραγία.
Επέτυχαν έτσι σε συνθήκες αντίξοες να διατηρήσουν και να επαυξήσουν την ποιότητα των εντύπων και των ιστοσελίδων, κέρδισαν την εμπιστοσύνη του αναγνωστικού κοινού και εν τέλει με ελάχιστα μέσα αντιμετώπισαν επιτυχώς τον επιθετικό και πολλές φορές αθέμιτο ανταγωνισμό.
Τα διαμάντια είναι παντοτινά
Χωρίς καμία διάθεση υπερβολής, η αξία του Οργανισμού σε αυτές τις συνθήκες όχι μόνο προστατεύθηκε αλλά επαυξήθηκε.
Σήμερα οι εκδόσεις και οι ιστοσελίδες του ΔΟΛ, όπως και το ραδιόφωνο, δίνουν, χωρίς δώρα και ιδιαίτερες προσφορές, καθαρή μάχη περιεχομένου, διατηρούνται στις πρώτες θέσεις, έχουν επαυξήσει την επιρροή τους στα ελληνικά πράγματα, χαίρουν γενικώς εκτιμήσεως και σεβασμού.
Επιπλέον μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι η διεκδικούμενη αναδιάρθρωση έχει σε μεγάλο βαθμό συντελεστεί και λίγο ακόμη απέχει από τη ζητούμενη βιωσιμότητα και κερδοφορία. Με νοικοκυρεμένη και οργανωμένη διοίκηση η εταιρεία μπορεί να ανακτήσει σε σύντομο χρόνο την οικονομική της ανεξαρτησία.
Με την έκδοση της δικαστικής απόφασης, την ένταξη του Οργανισμού σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης και την τοποθέτηση εκκαθαριστή όλα μπορούν πλέον να εξελιχθούν ομαλά και σε διάστημα τριών μηνών μπορούν να αναπτυχθούν οι διαγωνιστικές διαδικασίες για την εξεύρεση επενδυτή και την οριστική διάσωσή του.
Ηδη ο εκκαθαριστής αναγνωρίζει ότι υπάρχει ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον και δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι στο τέλος θα υπάρξει συνωστισμός ενδιαφερομένων αγοραστών.
Χωρίς αμφιβολία πια, οι πιστώτριες τράπεζες έχουν στη διάθεσή τους ένα ισχυρό περιουσιακό στοιχείο, αποτελούμενο από ταλαντούχο προσωπικό – ίσως το καλύτερο στον ελληνικό Τύπο – και ιστορικούς και νεωτερικούς τίτλους, οι οποίοι πλέον λειτουργούν με ελεγχόμενο κόστος και δύνανται να καταστούν, όπως προαναφέραμε, με ελάχιστη προσπάθεια βιώσιμοι και κερδοφόροι.
Μπορούν δηλαδή οι τράπεζες, αν αξιοποιήσουν τις δυνατότητες της ειδικής διαχείρισης, να επιτύχουν, χωρίς ιδιαίτερη διακινδύνευση, την ανάκτηση σημαντικού μέρους των χορηγηθέντων δανείων και βεβαίως τη διάσωση ενός από τους ιστορικότερους εκδοτικούς ομίλους της χώρας.
Δεν υπάρχει πλέον επιστροφή
Αλλωστε, τη διαδικασία οι πιστώτριες τράπεζες την επέλεξαν, με δική τους βούληση κατετέθη η σχετική αίτηση στο Δικαστήριο, αυτές πρότειναν τον συγκεκριμένο διαχειριστή και αυτές έχουν την ευθύνη εφαρμογής της δικαστικής απόφασης, που οι ίδιες διεκδίκησαν και επέτυχαν.
Μένει σε αυτές και στον ειδικό διαχειριστή να εφαρμόσουν τη δικαστική απόφαση και να επιτύχουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα για όλους. Και ήδη υπάρχουν στοιχεία που βεβαιώνουν ότι το έργο της ειδικής διαχείρισης θα υποστηριχθεί ώστε να περαιωθεί επιτυχώς σε εύλογο χρόνο.
Πολλοί, ανταγωνιστές και άλλοι, μπορεί να επιδιώκουν και να μεθοδεύουν άλλα, όμως εδώ που έχουμε φθάσει δεν υπάρχει επιστροφή.
Ο Οργανισμός θα οδηγηθεί, όπως σαφέστατα περιγράφει η δικαστική απόφαση, εν λειτουργία στη διαγωνιστική διαδικασία και θα πωληθεί σε όποιον ή όποιους προσφέρουν τα περισσότερα.
Οτιδήποτε άλλο θα συνιστά παραβίαση κάθε έννοιας δικαίου και θα παραπέμπει σε απεμπόληση συμφερόντων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται…