Ένας ξεχασμένος αρχαιολογικός χώρος, ο προϊστορικός οικισμός του λιμένα της Ραφήνας, που εντόπισε και ερεύνησε τη δεκαετία του 1950 ο σπουδαίος αρχαιολόγος Δημήτριος Ρ. Θεοχάρης, αναδύεται ξανά.
Αφορμή στάθηκε το αίτημα του δήμου Ραφήνας-Πικερμίου για έγκριση έργου ανάπλασης της «Πλατείας Ταχυδρομείου», στη συμβολή των οδών Βασ. Παύλου και Ελ. Βενιζέλου, το οποίο οδήγησε την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ανατολικής Αττικής στη διενέργεια δοκιμαστικών τομών.
Η νέα σωστική ανασκαφή, που ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2017 με λιγοστό εργατοτεχνικό προσωπικό, το οποίο ενισχύεται και από τον Δήμο Ραφήνας-Πικερμίου, βρίσκεται σε αρχικό στάδιο.
Ωστόσο, τα πρώτα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά, ενώ ο αναμενόμενος εντοπισμός της παλιάς ανασκαφής είναι από μόνος του σημαντικός.
Τι έχει βρεθεί ως σήμερα; «Έως τώρα έχει διερευνηθεί μέρος της πλατείας στα δυτικά.
Αποκαλύπτεται το ανώτερο σωζόμενο στρώμα καταστροφής και οικοδομικά κατάλοιπα που πιθανότατα ανάγονται στους πρωτοελλαδικούς χρόνους (μεταξύ 2900-2100 π.Χ.).
Οι αρχαιότητες εντοπίζονται αμέσως κάτω από το σύγχρονο υπόστρωμα πλακόστρωσης της πλατείας, ενώ από τις ανώτερες επιχώσεις, που στη φάση αυτή αφαιρούνται έως το βάθος περίπου των 0,50 μ., περισυλλέγονται πολυάριθμα ευρήματα, κυρίως κεραμική, εργαλεία από τριπτό και αποκρουσμένο λίθο, σφονδύλια, λίγα οστά ζώων και όστρεα», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Πέλλη Φωτιάδη, αρχαιολόγος της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ανατολικής Αττικής.
Υπάρχουν όμως και ευρήματα που χρονολογούνται στη μυκηναϊκή εποχή.
«Σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις, εκτός της κεραμικής των πρωτοελλαδικών χρόνων, περισυλλέγονται και θραύσματα των υστεροελλαδικών χρόνων.
Σε επόμενο στάδιο, μόλις ολοκληρωθεί η έρευνα της συνολικής κάτοψης της πρώην πλατείας, η ανασκαφή θα προχωρήσει σε βάθος ώστε να διευκρινισθούν με σαφήνεια χώροι, κτίσματα και κατασκευές», σημειώνει η αρχαιολόγος, τονίζοντας παράλληλα τη «θετική στάση των κατοίκων και φορέων της σύγχρονης Ραφήνας που με ενδιαφέρον παρακολουθούν την εξέλιξη της σωστικής ανασκαφής μέσα στην πόλη τους».
Όσο για την πλατεία και τη διαμόρφωσή της είναι πρώιμο να ειπωθεί οτιδήποτε.
Σίγουρα, πάντως, η δημιουργία ενός αρχαιολογικού χώρου στο κέντρο της Ραφήνας, που θα μπορούσε να λειτουργεί και εκπαιδευτικά κατά τη διάρκεια των ερευνών, θα πρόσφερε πολλά στη στερημένη από επισκέψιμα μνημεία πόλη.
Σε συνδυασμό μάλιστα με το «Ρωμαϊκό Βαλανείο», κοντά στην είσοδο της Ραφήνας, θέση η οποία ανασκάπτεται τα τελευταία χρόνια από το Πανεπιστήμιο Αθηνών, σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ανατολικής Αττικής, η εικόνα μπορεί να αλλάξει και η Ραφήνα να επανακτήσει μέρος από την πλούσια ιστορία της.
Σε εξέλιξη η αποκάλυψη των ανώτατων σωζόμενων οικοδομικών καταλοίπων του προϊστορικού οικισμού (τοίχοι και λιθορριπές). Λήψη από βορειοδυτικά. (αρχείο Εφορείας Αρχαιοτήτων Ανατολικής Αττικής)
Η πρώτη ανασκαφή
Στο σχετικά υψηλό χωμάτινο ύψωμα (γήλοφο) που σχηματίζεται πάνω από το λιμάνι της Ραφήνας, το διάστημα 1951-1953 διερευνήθηκε από τον Δημήτριο Ρ. Θεοχάρη τμήμα σημαντικού προϊστορικού οικισμού, καθώς και σημαντικά κατάλοιπα εργαστηρίων χαλκουργίας νοτιότερα, στην ακτή.
Ο τότε νεοδιορισμένος Επιμελητής Αρχαιοτήτων Αττικής -και μετέπειτα Έφορος Αρχαιοτήτων Θεσσαλίας και Καθηγητής Προϊστορικής Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης- διερεύνησε και αποκάλυψε τμήμα ακμαίου οικισμού των πρωτοελλαδικών χρόνων (περίπου 2900-2100 π. Χ.) πάνω στον γήλοφο, με ομάδες οικιών, οδό, λιθόστρωτο δρομίσκο και οχυρωματικό τείχος στα δυτικά.
Βρέθηκαν σημαντικά σύνολα κεραμικής, μετάλλινα αντικείμενα από χαλκό και μόλυβδο, ειδώλια, λίθινα και οστέινα εργαλεία, καθώς και από αποκρουσμένο οψιανό και πυριτόλιθο, αλλά και υπολείμματα τροφών.
Τα ευρήματα από τον οικισμό της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού δείχνουν έντονες επιρροές και σχέσεις με τα νησιά των Κυκλάδων και την Εύβοια, ενώ μέρος τους εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.
Τα ίχνη μεταγενέστερων οικιστικών φάσεων των μεσοελλαδικών και των υστεροελλαδικών χρόνων δεν διασώθηκαν -εκτός από πενιχρά τμήματα τοίχων των υστεροελλαδικών χρόνων (1380-1100 π.Χ. περίπου)- κυρίως εξαιτίας ορυγμάτων και οχυρωματικών κατασκευών που έγιναν κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής.
Ωστόσο, η συνέχεια της κατοίκησης του λόφου στους χρόνους αυτούς τεκμηριώθηκε με πολυάριθμα ευρήματα κεραμικής και πήλινα ειδώλια.
Αν και η ανασκαφή στον προϊστορικό οικισμό δεν ολοκληρώθηκε, τα αποτελέσματα της έρευνας του Θεοχάρη δημοσιεύθηκαν στα Πρακτικά της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας 1951-1953.
Από μαρτυρίες των περιοίκων και παλιούς Ραφηνιώτες προκύπτει ότι ο χώρος με «τα αρχαία» -όπως αποκαλούν ακόμη τον χώρο με τις αρχαιότητες- παρέμεινε ανοικτός τουλάχιστον έως τα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν χωρίς έγκριση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, τα αρχαία κατάλοιπα «εγκιβωτίσθηκαν» μέσα σε πλακόστρωτη πλατεία, με παρτέρια φύτευσης και λίγα δένδρα περιμετρικά, ενώ μέρος του προϊστορικού οικισμού καταστράφηκε με την κατασκευή του ασφαλτόδρομου, δηλαδή της οδού Βασ. Παύλου.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)