Η Ελμίρα Μπαϊρασλί είναι συνιδρύτρια του Foreign Policy Interrupted και καθηγήτρια στο Bard College και σε άρθρο της που φιλοξενούν οι New York Times αναλύει τους λόγους γιατί οι Τούρκοι πρέπει να ψηφίσουν ΟΧΙ στο συνταγματικό δημοψήφισμα της Κυριακής.
Το άρθρο έχει ως εξής:
H τουρκική δημοκρατία βρίσκεται σε τεχνητή υποστήριξη. Στις 16 Απριλίου, οι Τούρκοι θα ψηφίσουν επί 18 τροπολογιών του Συντάγματός τους, στις οποίες περιλαμβάνεται η κατάργηση του αξιώματος του πρωθυπουργού και η μεταβίβαση των εξουσιών του στον πρόεδρο.
Η θέσπιση προεδρικού συστήματος δεν θα δώσει απλώς περισσότερες εξουσίες στον Ερντογάν για να διορίζει δικαστές και υπουργούς και να ελέγχει τους προϋπολογισμούς. Θα του επιτρέψει να κυβερνήσει για δύο ακόμη θητείες – μέχρι το 2019 – και θα εδραιώσει τη στροφή της χώρας προς τον αυταρχισμό. Παρόλο όμως που το «Όχι» είναι προτιμότερο, ίσως να μην είναι αρκετό για να σώσει την τουρκική δημοκρατία από την καταστροφή.
Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση για την Τουρκία. Η τουρκική δημοκρατία ιδρύθηκε το 1923, αλλά οργάνωσε τις πρώτες πολυκομματικές της εκλογές μόλις το 1946. Λίγες κυβερνήσεις έχουν διοικήσει με αποτελεσματικό τρόπο από τότε. Καμιά δεν τήρησε πιστά το κράτος δικαίου. Στο δημοκρατικό έλλειμμα της Τουρκίας συνέβαλε και ο στρατός. Επεμβαίνοντας τέσσερις φορές για να «αποκαταστήσουν την τάξη», το 1960, το 1971, το 1980 και το 1997, οι στρατηγοί ενίσχυσαν την κάθετη δομή της εξουσίας.
Ορισμένοι από τους προκάτοχους του Ερντογάν προσπάθησαν να ενισχύσουν το προεδρικό αξίωμα για να αποδυναμώσουν τον στρατό. Μόλις ανέλαβε την πρωθυπουργία, το 2003, ο Ερντογάν επέβαλε πολιτικό έλεγχο των στρατιωτικών δαπανών και περιόρισε τον ρόλο των στρατηγών στο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας. Οι κινήσεις αυτές ενθάρρυναν την Ευρωπαϊκή Ένωση να ξεκινήσει το 2005 διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Τουρκίας.
Το 2006, ο Ερντογάν άρχισε να μιλά για την ανάγκη η Τουρκία να αποκτήσει ένα προεδρικό σύστημα «αμερικανικού τύπου». Πολλοί θεώρησαν τότε ότι επρόκειτο για μια ακόμη κίνηση αποδυνάμωσης του στρατού, ο οποίος ήταν ο εγγυητής του κοσμικού χαρακτήρα του τουρκικού κράτους (στον οποίο ο Ερντογάν αντιτασσόταν). Το 2010, ο Ερντογάν παρέπεμψε αρκετές εκατοντάδες αξιωματικούς σε δίκη με την κατηγορία ότι σχεδίαζαν να ανατρέψουν την κυβέρνηση. Περισσότεροι από 200 καταδικάστηκαν.
Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος του περασμένου Ιουλίου, ο Ερντογάν εδραίωσε την κυριαρχία του επί του στρατού επιβάλλοντας κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Με βάση το καθεστώς αυτό, ο πρόεδρος ελέγχει τις προαγωγές στον στρατό. Επίσης, οι εξουσίες του κοινοβουλίου περιορίζονται. Το υπουργικό συμβούλιο μπορεί να υποβάλλει νόμους στον πρόεδρο για έγκριση, οι οποίοι στη συνέχεια απαιτούν από το κοινοβούλιο μόνο ένα ΝΑΙ ή ένα ΟΧΙ.
Παρά τη συγκέντρωση των εξουσιών όμως στα χέρια του προέδρου, η Τουρκία έχει γίνει μια λιγότερο σταθερή χώρα. Τα τελευταία χρόνια, η τρομοκρατία και η κοινωνική αναταραχή έχουν αυξηθεί. Μόνο τα δύο τελευταία χρόνια έχουν σημειωθεί πολλές βομβιστικές εκρήξεις σε όλη τη χώρα. Για πολλές από αυτές τις επιθέσεις ευθύνεται το Ισλαμικό Κράτος. Για άλλες έχουν αναλάβει την ευθύνη το ΡΚΚ και συναφείς οργανώσεις.
«Ένα από τα σημαντικότερα μηνύματα», είπε τον Νοέμβριο του 2015 ο Ερντογάν αναφερόμενος στο κύμα βίας, «είναι ότι η Τουρκία πρέπει να λύσει αμέσως το συνταγματικό της ζήτημα» και να μεταφέρει εκτελεστικές εξουσίες στον πρόεδρο. Μόνο έτσι, πρόσθεσε, η Τουρκία θα μπορέσει να «νικήσει τους τρομοκράτες».
Αν κρίνουμε από την αντίδραση του Ερντογάν μετά την απόπειρα πραξικοπήματος, αυτοί που πρέπει να νικηθούν είναι όλοι όσοι αντιτάσσονται σε αυτόν ή τον επικρίνουν. Από τον περασμένο Ιούλιο μέχρι σήμερα, ο Ερντογάν έχει φυλακίσει δημοσιογράφους και πολιτικούς αντιπάλους, περιλαμβανομένου του Σελατίν Ντεμιτράς, αρχηγού του φιλοκουρδικού Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος. Τους τελευταίους μήνες, ο πρόεδρος έχει αποπέμψει πάνω από 100.000 κρατικούς αξιωματούχους, στους οποίους περιλαμβάνονται δικαστές, εισαγγελείς, αστυνομικοί, δημόσιοι υπάλληλοι, δάσκαλοι και πανεπιστημιακοί. Όλοι κατηγορήθηκαν ότι είναι «γκιουλενιστές», οπαδοί δηλαδή του μουσουλμάνου ιεροκήρυκα Φετουλάχ Γκιουλέν, ο οποίος κάποτε ήταν σύμμαχος του Ερντογάν αλλά τώρα κατηγορείται ότι ενορχήστρωσε την απόπειρα πραξικοπήματος.
Πάνω από 45.000 άνθρωποι έχουν συλληφθεί.
Ο Ερντογάν έχει επίσης εγκαταλείψει τη φιλόδοξη εξωτερική πολιτική που είχε οδηγήσει στην τόνωση της οικονομίας και την ενίσχυση του ρόλου της χώρας στις διεθνείς υποθέσεις και την έχει αντικαταστήσει με έναν ωμό εθνικισμό. Η Τουρκία είναι σήμερα απομονωμένη, κυρίως από τη Δύση. Τα τελευταία χρόνια, ο Ερντογάν έχει κατηγορήσει επανειλημμένα την Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες για «βρόμικες συνωμοσίες» εναντίον της χώρας του. Τον περασμένο μήνα, κατηγόρησε τη Γερμανία ότι χρησιμοποιεί «ναζιστικές τακτικές» και χαρακτήρισε τους Ολλανδούς «φασίστες» και «απομεινάρια των Ναζί» επειδή εμπόδισαν τις προσπάθειές του να κάνει προεκλογική εκστρατεία σε ολλανδικό έδαφος.
Η επιθετική αυτή πολιτική βρήκε απήχηση στους συντηρητικούς Μουσουλμάνους, οι οποίοι αισθάνονται αποξενωμένοι από τη Δύση και προσβεβλημένοι από την ισλαμοφοβία που θεωρούν ότι κυριαρχεί εκεί. Δεν θα είναι λοιπόν περίεργο αυτός ο πληθυσμός, που έχει χαρίσει επανειλημμένα νίκες στον Ερντογάν σε κοινοβουλευτικές και προεδρικές εκλογές, να ψηφίσει ΝΑΙ στο δημοψήφισμα της Κυριακής.
Αν όμως νικήσει το ΟΧΙ, ο Ερντογάν δεν θα πτοηθεί. Ο πρόεδρος της Τουρκίας είναι μαχητής και θα καταβάλει κάθε προσπάθεια για να πετύχει αυτό που θέλει. Αν χάσει στις κάλπες, είναι πιθανό να κλιμακώσει τον πόλεμο κατά των Κούρδων, ώστε να δώσει την εικόνα του υπερασπιστή του τουρκικού έθνους. Με τον τρόπο αυτό, θα εξασφαλίσει και την υποστήριξη των εθνικιστών. Μια άλλη πιθανότητα είναι ότι αν δεν αποκτήσει περισσότερες εξουσίες με το δημοψήφισμα, θα επεκτείνει επ’ αόριστον την κατάσταση έκτακτης ανάγκης.
Ο Ερντογάν θα μπορούσε επίσης να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, ώστε να εξασφαλίσει μια ακόμη «θητεία». Με την αντιπολίτευση αδύναμη και διχασμένη, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης εξακολουθεί να κυριαρχεί. Αν λοιπόν οι Τούρκοι ψηφοφόροι δεν δώσουν στις 16 Απριλίου στον Ερντογάν αυτό που θέλει, θα επιδιώξει να το πάρει με μια πλειοψηφία στη Βουλή.
Παρ’ όλα αυτά, η Τουρκία χρειάζεται ένα ΟΧΙ την Κυριακή. Η απόρριψη των προτεινόμενων συνταγματικών μεταρρυθμίσεων θα κρατήσει ζωντανή την ελπίδα, όταν ο πρόεδρος αυτός αποχωρήσει από την εξουσία, να αποκτήσει επιτέλους η Τουρκία μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία.