Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι διχασμένο για το αν θα χορηγήσει νέα δάνεια στη σχεδόν χρεοκοπημένη Ελλάδα, γράφουν οι New York Times.
Για πάνω από ένα χρόνο, αξιωματούχοι του Ταμείου λένε- δυνατά- ότι δεν μπορούν να μετάσχουν σε ένα νέο πακέτο διάσωσης για την Ελλάδα, εκτός αν η Ευρώπη συμφωνήσει να ελαφρύνει το χρέος, σημειώνει η αμερικανική εφημερίδα.
«Η απροθυμία του Ταμείου να χορηγήσει περαιτέρω χρήματα στην Ελλάδα υπογραμμίζει επίσης μία ευρέως διαδεδομένη άποψη μεταξύ αξιωματούχων του ΔΝΤ- και της διοίκησης Τραμπ- ότι το ΔΝΤ ξεπέρασε τον εαυτό του με την Ελλάδα. Επίσης βλέπουν την ευθύνη για την αποκατάσταση της οικονομικής υγείας της χώρας ως κάποια που ανήκει πρωταρχικά στην Ευρώπη, η οποία αυτή τη στιγμή καλύπτει το 80% του ελληνικού χρέους», αναφέρει ακόμη το δημοσίευμα.
Την ίδια ώρα, η Ελλάδα, που έχει συναινέσει στις απαιτήσεις του Ταμείου για περικοπές δαπανών, είναι αντιμέτωπη με μία αποπληρωμή χρέους ύψους 7 δισ. ευρώ τον Ιούλιο, την οποία μπορεί να μην είναι ικανή να εκπληρώσει αν ΔΝΤ και Ευρώπη δεν μπορέσουν να επιτύχουν συμφωνία για το νέο πρόγραμμα διάσωσης, συνεχίζουν οι New York Times.
«Κατά πολλές έννοιες, η κατάσταση στην Ελλάδα έχει γίνει ένα υπαρξιακό ερώτημα για το ΔΝΤ. Το Ταμείο έχει επικριθεί για υπερβολική χορήγηση πόρων στην ευρωπαϊκή κρίση χρέους. Για παράδειγμα, τα 30 δισ. ευρώ που δάνεισε στην Ελλάδα το 2010 ήταν 30 φορές περισσότερα από την οικονομική συνεισφορά της Ελλάδας ως μέλος του Ταμείου. Το δάνειο είναι ένα από τα μεγαλύτερα στην ιστορία του ΔΝΤ», σημειώνει η εφημερίδα. «Ομως, το Ταμείο έχει μία υποχρέωση να δανείζει σε χώρες που είναι σε οικονομική ανάγκη όπως και να διασφαλίζει την παγκόσμια οικονομική σταθερότητα», συμπληρώνει.
«Σε αυτό το σημείο γίνεται ιδιαίτερα ανήσυχο. Το Ταμείο στυλώνει τα πόδια, αλλά αν επικρατήσει η ριψοκίνδυνη διπλωματία που έχουν ασκήσει οι Ευρωπαίοι και οι Ελληνες στο παρελθόν, θα δείτε μεγαλύτερη αστάθεια στις αγορές. Αυτό σίγουρα προκαλεί άγχος, τόσο εντός του Ταμείου, όσο και εντός των εθνικών κυβερνήσεων», σχολίασε ο Ράνταλ Χένινγκ, ειδικός σε ζητήματα παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών θεσμών.
Σε αντίθεση με προηγούμενες εαρινές συζητήσεις, τα ερωτήματα για την Ελλάδα δεν μονοπώλησαν τη δημόσια συζήτηση αυτή την εβδομάδα, κατά την οποία υπουργοί Οικονομικών και κεντρικοί τραπεζίτες βρίσκονται στην Ουάσινγκτον, σημειώνουν οι New York Times. Αντί για αυτό, στην ατζέντα κυριάρχησε η ανάκαμψη των αναδυόμενων αγορών, η βελτιωμένη προοπτική της παγκόσμιας ανάπτυξης και η αβεβαιότητα για τη δέσμευση της διοίκησης Τραμπ στις πολιτικές ελεύθερου εμπορίου που προωθεί το ΔΝΤ, συνεχίζει το δημοσίευμα.
Ομως, πίσω από κλειστές πόρτες η συζήτηση για τα επόμενα βήματα με την Ελλάδα κατανάλωσε πολύ χρόνο, όπως πάντα, σημειώνει η αμερικανική εφημερίδα. «Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος συναντήθηκε με αξιωματούχους, αλλά μικρή πρόοδος έγινε σύμφωνα με ανθρώπους που ενημερώθηκαν για τις συζητήσεις», αναφέρει το δημοσίευμα.
Οι δημόσιες τοποθετήσεις, παρατηρούν οι New York Times, δεν άλλαξαν: πρέπει να βγαίνουν τα νούμερα πριν το Ταμείο σκεφτεί να εκταμιεύσει χρήματα, μήνυμα που έστειλε και η Κριστίν Λαγκάρντ. «Η Γερμανία και άλλοι δανειστές της βόρειας Ευρώπης, που είναι βαθιά καχύποπτα για την ικανότητα της Ελλάδας να χειριστεί τα οικονομικά της μακροπρόθεσμα, έχουν υποσχεθεί στους ψηφοφόρους ότι θα συμφωνήσουν σε άλλο ελληνικό πρόγραμμα μόνο αν το ΔΝΤ συμφωνήσει», σημειώνει η εφημερίδα.
Οι New York Times υπενθυμίζουν την έκθεση του Peterson Institute, που δόθηκε αυτό το μήνα στη δημοσιότητα, που- όπως σημειώνει η εφημερίδα- αναδεικνύει το πόσο σύνθετο είναι το ελληνικό ζήτημα.
Αυτή αμφισβητεί την ικανότητα της Ελλάδας να πετυχαίνει σταθερά αρκετά μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα που επιτρέπουν να πληρώνει το χρέος της. Και παρότι αποδέχεται ότι η Ευρώπη έχει προτείνει εφικτά μέτρα για τη μείωση του χρέους, όπως η παράταση ωριμάνσεων, υποστηρίζει ότι για να κάνουν διαφορά αυτά τα μέτρα, η Ευρώπη θα πρέπει να δεσμευθεί σε έως και 100 δισ. ευρώ επιπλέον δάνεια. Ο συντάκτης της έκθεσης, Ζερομίν Ζετελμέγιερ, ειδικός στα ζητήματα χρέους, που πρόσφατα εργάστηκε ως υψηλόβαθμος σύμβουλος στο γερμανικό ΥΠΟΙΚ ενώ στο παρελθόν υπήρξε οικονομολόγος του ΔΝΤ, κατέληξε ότι δεν υπάρχει απλή λύση στο ελληνικό ζήτημα.
«Είναι απογοητευτικό. Ενώ υπάρχουν τεχνικές λύσεις, υπάρχουν μεγάλα πολιτικά προβλήματα που συνδέονται με όλες αυτές», σχολίασε ο Ζετελμέγιερ μιλώντας στους New York Times. «Υπάρχει η εκτίμηση ότι απλά θα υπάρχει περισσότερη αναβλητικότητα. Και τα πράγματα μπορεί να ξεφύγουν από τον έλεγχο», συμπλήρωσε.
Για αυτό κάποιοι αναλυτές πιστεύουν ότι το ΔΝΤ και η Γερμανία θα βρουν τρόπο να συμβιβαστούν, με την Ευρώπη να συμφωνεί σε αρκετή ελάφρυνση χρέους προκειμένου να επανέλθει στο πρόγραμμα το Ταμείο, σημειώνει το δημοσίευμα. «Ο χρόνος τρέχει. Με τις ευρωπαϊκές εκλογές, το τελευταίο που θέλει ο καθένας είναι μία ακόμη ελληνική κρίση», σχολίασε ο Χένινγκ.
Πηγή:iefimerida.gr