Προφανώς δεν είναι το μείζον στο εκλογικό αποτέλεσμα της Γαλλίας, έχει, όμως, την δική του ιδιαίτερη αξία. Και διαθέτει έναν ενδιαφέροντα αντίκτυπο στα καθ΄ ημάς.
Καλά έκανε, λένε ορισμένοι εδώ, ο Ζαν Λυκ Μελανσόν και προέτρεψε τους ψηφοφόρους του να ψηφίσουν “κατά συνείδηση” μη προκρίνοντας τον Εμανουέλ Μακρόν έναντι της Μαρίν Λεπέν. Άκουσα διάφορα επιχειρήματα. Νεοφιλελεύθερος, λένε ο Μακρόν, και ο νεοφιλελευθερισμός γεννά τον φασισμό τύπου Λεπέν. Ως εκ τούτου, πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Πρόκειται για μια απλουστευτική και επικίνδυνη άποψη. Ο 65χρονος Μελανσόν κατήγαγε τη “δική του” νίκη και μια νίκη των επιχειρημάτων της Αριστεράς. Απέναντι σε έναν καταρρέοντα δι-κομματισμό και την απαξίωση μέχρις πολιτικού αφανισμού της γαλλικής σοσιαλδημοκρατίας (στο 6% ο επίσημος υποψήφιος Μπενουά Αμόν), ο Μελανσόν διατύπωσε διακριτό και ευκρινή λόγο. Το περίπου 20% που συγκέντρωσε είναι, αναμφισβήτητα, μία εξαιρετικά μεγάλη επιτυχία.
Εδώ, όμως, αρχίζουν οι αντιφάσεις. Το Κ.Κ Γαλλίας -που υπό την “σημαία” του κατήλθε στις εκλογές ο Μελανσόν- ήταν απολύτως σαφές δια στόματος του γραμματέα του Πιέρ Λοράν:
«Καλώ να καταψηφιστεί η Μαρίν Λεπέν. Δύο σημειώσεις: η εκπληκτική άνοδος του Ζαν Λυκ Μελανσόν, η οποία είναι μεγαλύτερη από το 2012, σημαίνει ότι υπάρχει μια αριστερά που αναγεννάται σε αυτές τις εκλογές. Υπάρχει ένας δεύτερος γύρος στον οποίο δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου, όπως και εκατομμύρια άνθρωποι. Θα νικήσουμε την Μαρίν Λεπέν, σας καλώ να την νικήσουμε, μόνο ένα ψηφοδέλτιο υπάρχει για να το κάνουμε. Αυτό δεν σημαίνει ότι στηρίζουμε το πρόγραμμα του Εμμανουέλ Μακρόν, τον οποίο επίσης θα κληθούμε να πολεμήσουμε».
Τι σαφέστερο; Ο Ζαν Λυκ Μελανσόν δεν έπραξε κάτι ανάλογο. Παρέμεινε στην άποψη για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος…
Σε μια ιστορική στιγμή για την σύγχρονη πολιτική ιστορία της Γαλλίας, ο αξιολογότατος κατά τα άλλα Μελανσόν δεν περνάει την “κόκκινη” γραμμή της ιδεολογικής ευλάβειας σε ένα σχήμα “θολό”. Γνωρίζει, ίσως, ότι η Λεπέν δεν πρόκειται να κατορθώσει να εκλεγεί και ίσως πράττει όσα πράττει εκ του ασφαλούς, ωστόσο οι ισχυροί συμβολισμοί παραμένουν.
Όλη αυτή η υπόθεση, τώρα, εισάγεται στα καθ΄ ημάς με έναν τρόπο σχεδόν “αυτοκτονικό”.
Σπεύδουν, ορισμένοι, να συμφωνήσουν με την “ουδετερότητα” Μελανσόν. Κι επειδή θεωρούν πως ο Εμανουέλ Μακρόν ανήκει στο ιερατείο του νεοφιλελευθερισμού (εν μέρει ορθά) δικαιολογούν τη στάση αυτή. Παρομοιάζουν, μάλιστα, τον υποψήφιο για την προεδρία της Γαλλίας με τον Κυριάκο Μητσοτάκη για να δώσουν πρόσθετη διάσταση στο επιχείρημά τους.
Ανοησία. Δηλαδή, σε μία μεταφορά του διλήμματος από το Παρίσι σε μία εκλογική Αθήνα και εάν υποθετικά έπρεπε κανείς να επιλέξει μεταξύ του Μητσοτάκη και της Χρυσής Αυγής, θα επέλεγαν μία τέτοια ουδέτερη στάση; Δεν είναι απολύτως προφανής η δημοκρατική επιλογή;
Από την άλλη πλευρά, πάλι, ακούω τις εξίσου ανόητες προσεγγίσεις ορισμένων στη Ν.Δ που ψέγουν τον πρωθυπουργό γιατί, ενώ στον πρώτο γύρο στήριξε (ιδεολογικά) τον Ζαν Λυκ Μελανσόν, χθες, τηλεφώνησε στον Μακρόν για να τον συγχαρεί και να εκφράσει τη στήριξή του ενόψει του δεύτερου γύρου.
Οι ίδιοι που θα κατηγορούσαν εύκολα τον Αλέξη Τσίπρα ότι στηρίζει έμμεσα την Μαρίν Λεπέν εάν ΔΕΝ εξέφραζε καθαρά και δημόσια τη στήριξή του στον Μακρόν, κατηγορούν, τώρα, τον πρωθυπουργό της πολλαπλά εξαρτώμενης από τις διεθνείς συμμαχίες Ελλάδα γιατί επικοινωνεί και οικοδομεί πολιτική σχέση με τον κατά πάσα βεβαιότητα αυριανό πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας.
Ου γαρ έρχεται μόνο…
Και είναι οι ίδιοι που θεωρούσαν φανατικά πως λύση για τη Γαλλία ήταν ο “πολιτικός απατεώνας” Φρανσουά Φιγιόν που (αργο)μισθοδοτούσε επί χρόνια σύζυγο και παιδιά από το Γαλλικό Δημόσιο, από το οποίο -βάσει του προγράμματός του- ήθελε να απολύσει 500.000 υπαλλήλους. Προφανώς η…Πανέλοπε δεν ανήκε μεταξύ αυτών.
Ενδεικτικά όλα τα παραπάνω της αστειότητας που εμφιλοχωρεί στην εγχώρια πολιτική αντιπαράθεση και στη δημόσια συζήτηση.
Και για να το τελειώνουμε. Και ο Τσίπρας, ως πρωθυπουργός της χώρας, και ο Μητσοτάκης, ως υποψήφιος αυριανός πρωθυπουργός, οφείλουν να στηρίξουν τον Μακρόν. Και έναντι του ραφιναρισμένου φασισμού της Λεπέν αλλά και επειδή η ανάγκη της χώρας για συμμαχίες δεν μπορεί να υπονομεύεται από ιδεολογικές απόψεις και προτιμήσεις.