Ενώπιον σκληρών διλημμάτων που ενδεχομένως να δρομολογήσουν γενικότερες εξελίξεις βρίσκεται, πλέον, ο πρωθυπουργός καθώς πυκνώνουν οι ενδείξεις ότι ο Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε και ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ Πολ Τόμσεν θα προσέλθουν στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου με μία συμβιβαστική πρόταση που δεν απέχει πολύ από το σχέδιο που κατατέθηκε στη συνεδρίαση της 22ης Μαϊου και απορρίφθηκε από τον Ευκλείδη Τσακαλώτο αλλά και από άλλους εταίρους (Ιταλία, Γαλλία, Πορτογαλία).
«Ο Τσίπρας και ο Τσακαλώτος δεν θα μπορέσουν στο επόμενο Eurogroup να φτάσουν σε μεγαλύτερο συμβιβασμό από εκείνον που παρουσιάστηκε πριν από μία εβδομάδα. Θα είναι πολιτική ήττα για τον Τσίπρα, που οι βουλευτές του ενέκριναν τα νέα μέτρα λιτότητας και το πακέτο μεταρρυθμίσεων με την προοπτική της ελάφρυνσης χρέους», εκτιμά η γερμανική εφημερίδα, αναφερόμενη στο σχέδιο που συζητήθηκε στις 22 Μαΐου, για συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα, χωρίς χρήματα μέχρι να αποδειχθεί ότι το χρέος είναι βιώσιμο, και αναβολή της συζήτησης για την ελάφρυνση για μετά τις γερμανικές εκλογές.
Ο Αλέξης Τσίπρας γνωρίζει πολύ καλά ότι ο κίνδυνος που περιγράφει η Handelsblatt είναι υπαρκτός. Και παρά το γεγονός ότι ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών έκανε μία κίνηση αβρότητας προς τον Γερμανό ομολόγό του, με δηλώσεις στο Spiegel Online, λέγοντας ότι “ο Σόϊμπλε δεν επιθυμεί την χρεοκοπία της Ελλάδας”, τόσο στο Μέγαρο Μαξίμου όσο και στο υπουργείο Οικονομικών γνωρίζουν πως εάν δεν υπάρξει λύση για το χρέος στις 15 Ιουνίου κάτι τέτοιο θα ήταν “καταστροφικό” καθώς θα προκαλούσε συνθήκες αιφνίδιας αβεβαιότητας περί την ελληνική οικονομία.
Ο επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι διαμήνυσε χθες πως θέλει σαφή περιγραφή των μέτρων για το χρέος ώστε να υπάρξει έκθεση βιωσιμότητας που θα του επιτρέψει να ενταχθεί η ελληνική οικονομία στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Ένα τέτοιο “σήμα” ζητούν και οι αγορές ώστε να επιστρέψει η Ελλάδα σε κλίμα κανονικότητας που θα δημιουργήσει προϋποθέσεις για έξοδο στις αγορές.
Υπό την έννοια αυτή, μία κακή απόφαση ή ακόμα περισσότερο εάν δεν υπάρξει απόφαση Σόϊμπλε και Τόμσεν δημιουργούν συνθήκες μείζονος αποσταθεροποίησης. Και, τότε, τα “καλά λόγια” του Ευκλείδη Τσακαλώτου δεν θα έχουν, απλώς, κανένα νόημα.
Ο Αλέξης Τσίπρας είναι έτοιμος να κάνει υποχωρήσεις και να αρκεστεί σε μία ενδιάμεση λύση αρκεί αυτή να είναι ικανοποιητική για τον Ντράγκι. Γι αυτό και η κυβέρνηση έχει κατεβάσει τον πήχη και επιδιώκει τώρα την ποσοτική χαλάρωση (QE). Όμως ακόμα κι αυτό είναι αβέβαιο. Σκέπτεται, σε μια τέτοια περίπτωση, να διευρύνει το πολιτικό πεδίο της διαπραγμάτευσης και να θέσει το ζήτημα (με δραματικούς τόνους) στη Σύνοδο Κορυφής της 22ης Ιουνίου. Εκεί ελπίζει να έχει την σθεναρή στήριξη του Εμανουέλ Μακρόν, του Πάολο Τζεντιλόνι, του Αντόνιο Κόστα και, φυσικά, της Κομισιόν. Με μία Ευρώπη, όμως, που παραπαίει στα δικά της προβλήματα είναι αβέβαιο εάν το μέτωπο αυτό, ακόμα κι αν συγκροτηθεί, μπορεί να φέρει αποτελέσματα. Διότι μία πολιτική απόφαση θα έπρεπε και πάλι να παραπεμφθεί στο Eurogroup κι εκεί θα είναι ξανά ο Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε που θα προσπαθήσει να ελέγξει τα πράγματα.
Στο πλαίσιο αυτό ίσως δεν είναι ανακριβείς οι πληροφορίες που επικαλείται η ανταποκρίτρια της Bild στην Αθήνα (Λιάνα Σπυροπούλου) για σκέψεις της κυβέρνησης εάν τα πράγματα φτάσουν στο απροχώρητο να πληρώσει τις δόσεις ύψους περίπου 7 δισ του Ιουλίου με τα αποθεματικά του δημοσίου ταμείου και έτσι να “αποποιηθεί” τη δόση του προγράμματος στέλνοντας ένα ισχυρό πολιτικό σήμα στους δανειστές.
Κάτι τέτοιο, βεβαίως, θα ισοδυναμούσε με μία μικρή αλλά διόλου αμελητέα πολιτική ρήξη του Αλέξη Τσίπρα με τους εταίρους, θα προκαλούσε τραντάγματα στις Βρυξέλλες, θα συνοδευόταν από υψηλούς καταγγελτικούς τόνους για τα προεκλογικά παιχνίδια στο Βερολίνο και ουδείς μπορεί να αποκλείσει τις επόμενες πολιτικές εξελίξεις.
Βεβαίως, Δημήτρης Τζανακόπουλος και Ευκλείδης Τσακαλώτος διέψευσαν κατηγορηματικά το δημοσίευμα κάνοντας, μάλιστα, λόγο και για πολιτικές σκοπιμότητες.