Η ΕΚΤ κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις επιπτώσεις της κωλυσιεργίας των δανειστών να καταλήξουν σε μια σαφή συμφωνία για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Ο ισχυρός άνδρας της ΕΚΤ και μέλος του ΔΣ Μπενουά Κερέ, μιλώντας στο συνέδριο του Economist στη Φρανκφούρτη, επεσήμανε πως η αβεβαιότητα αναφορικά με το υψηλό χρέος υπονομεύει την εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία και το τραπεζικό σύστημα, τονίζοντας ότι είναι σημαντικό η συμφωνία να επιτευχθεί στις 15 Ιουνίου.
Στην ομιλία του σημείωσε ότι με βάση τη συμφωνία του περασμένου Μαΐου, τα μέτρα θα εφαρμοστούν στο τέλος του προγράμματος αλλά τόνισε ότι «το να είμαστε αρκετά καθαροί για τα μέτρα σήμερα θα βοηθήσει να έρθουν μπροστά πολλά από τα ευεργετικά αποτελέσματα, ειδικότερα στην επανοικοδόμηση της εμπιστοσύνης στη διεθνή και την εγχώρια κοινότητα όσον αφορά τη δυνατότητα της ελληνικής οικονομίας να επιστρέψει σε μονοπάτι κανονικότητας και σταθερότητας».
Τόνισε δε ότι η «καθαρότητα» (clarity) στα μέτρα για το χρέος είναι απαραίτητος όρος για να μετάσχει η χώρα στο QE.
Το στέλεχος της ΕΚΤ υπενθύμισε ότι το Συμβούλιο ξεκαθάρισε ότι θα εξετάσει πιθανές αγορές ελληνικών ομολόγων, λαμβάνοντας υπόψη την πρόοδο που έγινε στην ανάλυση για την ενίσχυση της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, όπως και άλλα ρίσκα. Η απόφαση από το Ευρωσύστημα θα ληφθεί ανεξάρτητα.
Αυτό σημαίνει, πρόσθεσε, ότι «ένα σημαντικό στοιχείο της διαβούλευσης είναι η εκτίμησή μας για τη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους. Αλλά μπορούμε να κάνουμε μια ενημερωμένη αξιολόγηση, αν έχουμε καθαρή εικόνα για τη φύση και το εύρος των μέτρων που προβλέπονται. Τότε μπορούμε να εκτιμήσουμε πόσο θα συνεισφέρουν στη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Με άλλα λόγια, χρειαζόμαστε έναν επαρκή βαθμό εξειδίκευσης. Και όπως σε κάθε άλλη απόφαση, βλέπουμε και τις σχετικές πληροφορίες. Η ανάλυση χρέους του ΔΝΤ θα είναι ένα σημαντικό δεδομένο υπό αυτό το πρίσμα».
Στην ομιλία του ο Μπ. Κερέ στάθηκε ιδιαίτερα στον τραπεζικό τομέα, τονίζοντας ότι χωρίς πίστωση δεν μπορούν οι εταιρείες να επενδύσουν σε παραγωγικό κεφάλαιο, να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας ή να καλύψουν τα έξοδά τους.
Στάθηκε ιδιαίτερα στο γεγονός πως παρότι στην ευρωζώνη οι πιστωτικές συνθήκες βελτιώνονται, η Ελλάδα παραμένει θλιβερή εξαίρεση. Η πιστωτική επέκταση είναι αρνητική σε κάθε τρίμηνο μετά τα τέλη του 2008 και συνολικά κατά 28% ως τα τέλη του 2016. Παράλληλα τα επιτόκια παραμένουν 250 μονάδες βάσης πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης.
Σύμφωνα με τον κ. Κερέ, εξακολουθεί να υπάρχει σημαντική δουλειά που πρέπει να γίνει ώστε να μπορέσει η πίστωση να συνεισφέρει καθαρά –αντί να αποτελεί εμπόδιο- στην ανάπτυξη της Ελλάδας και να μπορέσει η Ελληνική οικονομία να δρέψει τα πλήρη οφέλη της σταθεροποίησης και διεύρυνσης της ανάκαμψης της ευρωζώνης.
«Ωστόσο, έχουμε δει πρόοδο», τόνισε.
Σύμφωνα με τον κ. Κερέ, «η κατάσταση των ελληνικών τραπεζών έχει βελτιωθεί με αρκετούς τρόπους από το καλοκαίρι του 2015 όταν έγινε η διαπραγμάτευση του τρίτου προγράμματος. Η κεφαλαιακή επάρκεια, για παράδειγμα, έχει ενισχυθεί από το CET1 γύρω στο 11% το γ’ τρίμηνο του 2015 στο περίπου 16-17% στο τέλος του προηγούμενου έτους, μετά την επιτυχή ανακεφαλαιοποίηση των τεσσάρων βασικών τραπεζών στα τέλη του 2015.
Η τραπεζική διακυβέρνηση έχει επίσης βελτιωθεί, όπως δείχνουν οι σημαντικές αλλαγές στη σύνθεση των διοικητικών συμβουλίων των Ελληνικών τραπεζών τον τελευταίο χρόνο. Και σημαντικό είναι ότι η κερδοφορία των τραπεζών έχει ανακάμψει το 2016 μετά από χρόνια ουσιαστικών ζημιών. Η μέση απόδοση των assets βελτιώθηκε από το -1,9% το 2015 στο 0,1% το 2016, με βάση τις συνεχιζόμενες δραστηριότητες».
Όπως επισημαίνει, τα βασικά εμπόδια που πρέπει ακόμα να σχετίζονται κυρίως με την εύθραυστη κατάσταση των ισολογισμών των τραπεζών –τόσο σε επίπεδο ενεργητικού όσο και σε επίπεδο παθητικού.
Από την πλευρά του ενεργητικού, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αποτελούν πρόβλημα σε πολλές χώρες της ευρωζώνης, στην Ελλάδα όμως το ποσοστό ανέρχεται σε 45%. Τα «κόκκινα» δάνεια πιέζουν σοβαρά την κερδοφορία των τραπεζών και την ικανότητά τους να χορηγήσουν νέα, παραγωγικά δάνεια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, σύμφωνα με τον κ. Κερέ.
«Ως εκ τούτου απαιτείται αποφασιστική και ταχεία δράση», υπογράμμισε.
Όπως επισήμανε, ο οδικός χάρτης καταρτίστηκε πέρυσι όταν η ΕΚΤ συμφώνησε με τις τέσσερις συστημικές ελληνικές τράπεζες σε μείωση του αποθέματος των NPLs τους κατά 50% μέχρι το τέλος του 2019. «Η διαδικασία μέχρι στιγμής ευθυγραμμίζεται με τους συμφωνημένους στόχους, όμως οι στόχοι για τα NPLs για φέτος και για τα επόμενα δυο χρόνια είναι φιλόδοξοι. Θα χρειαστεί αλλαγή στις δραστηριότητες εκκαθάρισης των NPLs –ιδιαίτερα μετά τις ισχνές επιδόσεις των πρώτων μηνών του 2017 που οφείλεται εν μέρει και στις αβεβαιότητες που σχετίζονται με την καθυστέρηση της δεύτερης αξιολόγησης.
Όμως είμαι ευτυχής που βλέπω πως οι Ελληνικές αρχές πρόσφατα πέρασαν αρκετά σημαντικά νομοθετήματα για να στηρίξουν την εκκαθάριση των NPLs. Η πλήρης και έγκαιρη εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων αυτών τους ερχόμενους μήνες θα είναι κρίσιμη για να στηριχθεί η απαιτούμενη σταδιακή αλλαγή στις προσπάθειες εκκαθάρισης των NPLs», δήλωσε ο κ. Κερέ.
Τρία στοιχεία είναι ιδιαίτερης σημασίας, συμπλήρωσε:
- Πρώτον, η διόρθωση του πλαισίου για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό. Αυτό το στοιχείο είναι ιδιαίτερης σημασίας στην Ελλάδα, όπου πολλές επιχειρήσεις έχουν σημαντικά χρέη τόσο έναντι των τραπεζών όσο και έναντι του κράτους.
- Δεύτερον, οι νομικές προβλέψεις για τη διευκόλυνση των συμφωνιών αναδιάρθρωσης χρέους με μείωση της ευθύνης των ατόμων που εμπλέκονται (σ.σ. το ακαταδίωκτο των στελεχών).
- Και τρίτον, μετά από πολλές καθυστερήσεις, ένα πλαίσιο για τους ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς. Το συγκεκριμένο θέμα γίνεται όλο και σημαντικότερο καθώς οι φυσικοί πλειστηριασμοί έχουν ουσιαστικά σταματήσει, κάτι που έχει προκαλέσει σημαντικές ζημιές για τους πιστωτές, τους οφειλέτες και την οικονομία στο σύνολό της.
Από την πλευρά του παθητικού, σύμφωνα με τον κ. Κερέ, οι καταθέσεις αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο κάθε τραπεζικού συστήματος και μια σταθερή καταθετική βάση δίνει τη δυνατότητα στις τράπεζες να χορηγήσουν πίστωση στην πραγματική οικονομία.
«Μέχρι στιγμής ωστόσο δεν υπάρχει απόδειξη μιας διατηρήσιμης επιστροφής των ιδιωτικών καταθέσεων στην Ελλάδα. Από το καλοκαίρι του 2015, όταν επιβλήθηκαν τα capital controls, οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα έχουν καταγράψει μια μέτρια μόνο αύξηση 2,5%. Παραμένουν περίπου 25% χαμηλότερα από τα επίπεδα στα οποία βρίσκονταν στο τέλος του 2014, προτού επιταχυνθεί αξιοσημείωτα η εκροή καταθέσεων.
Το αποτέλεσμα είναι πως οι Ελληνικές τράπεζες εξακολουθούν να βασίζονται σε σημαντικό βαθμό στη χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα. Αν και η προσφυγή στα εργαλεία μας, περιλαμβανομένου του ELA, έχιε μειωθεί από το 41% των συνολικών assets τον Ιούνιο του 2015 σε περίπου 21% σήμερα, ωστόσο η συνολική χρηματοδότηση από την κεντρική τράπεζα εξακολουθεί να ανέρχεται σε πάνω από το 35% του Ελληνικού ΑΕΠ»,
Όπως επισήμανε ο κ. Κερέ, μέρος της μείωσης της χρηματοδότησης από την κεντρική τράπεζα αποδίδεται στην βελτίωση της πρόσβασης στην χρηματοδότηση χονδρικής. «Αυτό είναι οπωσδήποτε καλή είδηση. Οι ελληνικές τράπεζες έχουν επιστρέψει σταδιακά στη διατραπεζική αγορά και μπόρεσαν να κάνουν συναλλαγές σε repo με ένα μεγάλο εύρος κυρίως διεθνών εταίρων –χάρη και στην ΕΚΤ που τον περασμένο Ιουνιο επανέφερε το waiver στους ελληνικούς κρατικούς τίτλους.
Όμως, για να γίνει και πάλι η πίστωση μια ζωτική πηγή για την οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα, πολλά θα εξαρτηθούν από τα δυνατότητα των τραπεζών να ανακτήσουν την εμπιστοσύνη των ιδιωτών πιστωτών και να ξαναχτίσουν σταθερές χρηματοδοτικές γραμμές στις αγορές της χρηματοδότησης «χονδρικής».
Φυσικά, αυτό δεν εξαρτάται μόνο από τις τράπεζες. Οι ευρύτερη μακροοικονομική σταθεροποίηση είναι σημαντική. Όμως οι τράπεζες χρειάζεται να συμβάλουν ενεργά στη διαδικασία αυτή κάνοντας περαιτέρω πρόοδο στην αποκατάσταση των στοιχείων ενεργητικού των ισολογισμών τους, δηλαδή μειώνοντας το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων», είπε ο κ. Κερέ.