«Πιστεύω ότι με καλή θέληση όλων των πλευρών, μπορούμε να καταλήξουμε σε μία συμφωνία στο Eurogroup του Ιουνίου, η οποία να παρέχει σαφήνεια στο θέμα του ελληνικού χρέους, έτσι ώστε να εξασφαλίσουμε ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να οικοδομεί πάνω στην πορεία της προς συνολική ανάκαμψη», δηλώνει ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, σε συνέντευξή του που δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική αγγλική έκδοση της εφημερίδας Handelsblatt.
Σε ερώτηση «τι θα περιείχε μια τέτοια λύση;», ο υπουργός απαντά ότι πρέπει να περιλαμβάνει «σαφήνεια για το ελληνικό χρέος – και δεν είναι κάτι που απαραίτητα που πρέπει να γίνει τώρα, πρέπει όμως να αποφασιστεί τώρα – η οποία θα δείχνει στους επενδυτές τι μπορούν να αναμένουν, προκειμένου να εισέλθει η Ελλάδα σε μια πορεία βιώσιμου χρέους στα επόμενα χρόνια. Εάν υπάρχει καλή θέληση, τότε η επιδίωξη μιας τέτοιας λύσης δεν αποτελεί κάτι που υπερβαίνει τα όρια της ανθρώπινης ευφυΐας».
Στην ερώτηση εάν η κυβέρνηση θα αποσύρει τα μέτρα που έχει νομοθετήσει για το 2019- 2020 στην περίπτωση που δεν συμφωνήσουν ΔΝΤ και ευρωπαϊκοί θεσμοί σε ένα πρόγραμμα που θα περιλαμβάνει την ελάφρυνση του χρέους, ο κ. Τσακαλώτος δηλώνει πως «θα ήταν ομολογουμένως κάπως παράξενο να υπάρχει ένα συνολικό πακέτο μεταρρυθμίσεων με το οποίο έχει συμφωνήσει το ΔΝΤ, και την ίδια στιγμή το τελευταίο να αρνείται να συμμετάσχει σε αυτό καθαυτό το πρόγραμμα. Και όπως είναι γενικώς παραδεκτό, το πακέτο μεταρρυθμίσεων περιείχε μία σειρά από επώδυνα και πολιτικά δύσκολα μέτρα. Υπάρχει γενική ομολογία, συμπεριλαμβανομένου του ΟΟΣΑ, για την έκταση και το βάθος των μεταρρυθμίσεων που έχουν γίνει. Κατά συνέπεια δεν είμαι απαισιόδοξος ως προς το μέλλον».
Μάλιστα, σε άλλο σημείο της συνέντευξης επισημαίνει ότι «το πρόβλημα ήταν, ότι το ΔΝΤ θεωρεί ότι το συνολικό πακέτο των μέτρων της ελάφρυνσης του χρέους που έχει παρουσιαστεί έως τώρα, δεν επαρκεί για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Τι επρόκειτο λοιπόν να γίνει με αυτή την εξέλιξη; Να έχουμε συμφωνήσει με το ΔΝΤ ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων προνομοθετημένων στο ελληνικό κοινοβούλιο, χωρίς να έχουμε, παράλληλα την σύμφωνη γνώμη του ΔΝΤ για τη βιωσιμότητα του χρέους. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να είχε ληφθεί από τις αγορές ως αρνητικό σήμα, με αποτέλεσμα να βλάψει τις επενδυτικές και αναπτυξιακές προοπτικές μας και ενδεχομένως να αποδυναμώσει τις προοπτικές για ένα βελτιωμένο περιβάλλον πιστωτικής επέκτασης που παρέχεται από το τραπεζικό μας σύστημα».
Ειδικά για το χρέος, ο υπουργός τονίζει ότι «το πακέτο των μέτρων για το χρέος που τέθηκαν κατά το περασμένο Eurogroup και πρόκειται να εφαρμοστούν κατά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος, δεν είναι αμελητέο. Όμως, θα μπορούσαν να γίνουν παραπάνω πράγματα. Τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος, χτίζουν πάνω στα βραχυπρόθεσμα μέτρα όπως αυτά συμφωνήθηκαν τον Μάιο του 2016».
Ο υπουργός Οικονομικών χαρακτηρίζει «πολύ σημαντικό» να συμπεριληφθεί η Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, προσθέτοντας πως «καταλαβαίνω γιατί στη Γερμανία υπάρχει τόσος σκεπτικισμός σχετικά με την ποσοτική χαλάρωση (QE), όταν τα επιτόκια είναι τόσο χαμηλά και ως εκ τούτου οι επενδυτικές ευκαιρίες για τα συνταξιοδοτικά ταμεία και άλλους επενδυτές είναι τόσο λίγες. Αλλά στην Ελλάδα έχουμε το αντίθετο πρόβλημα στην πραγματική οικονομία, με σημαντικά υψηλότερα επιτόκια και έλλειψη ρευστότητας (κυρίως για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις). Πιστεύουμε ότι το QE θα μας χρησιμεύσει ως ένα πολύ θετικό και εξαιρετικά ορατό σημάδι ώστε να αντιμετωπίσουμε αυτό το ζήτημα, και θα βοηθήσει επίσης τις συστημικές τράπεζες να αντιμετωπίσουν τα προβλήματά τους με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Μπορεί να επιτρέψει στην Ελλάδα να εξασφαλίσει περισσότερο προσιτό κόστος χρηματοδότησης όταν επιστρέψει στις ιδιωτικές κεφαλαιαγορές».
Ο κ. Τσακαλώτος εξηγεί πως «η πρόσβαση στις αγορές σημαίνει τη μείωση του κόστους και του μεγέθους σε οποιαδήποτε μελλοντικά μέτρα απομείωσης του χρέους. Μόνο όταν υπάρξει τέτοια πρόσβαση θα είμαστε σε θέση να σταθούμε ξανά στα πόδια μας. Ποιο είναι το νόημα ενός προγράμματος οικονομικής βοήθειας, εάν στόχος δεν είναι η χώρα τελικά να το ολοκληρώσει επιτυχώς; Ούτως ή άλλως, όσο πιο γρήγορα η Ελλάδα καταφέρει να επιστρέψει με επιτυχία στις αγορές, τόσο πιο εύκολα θα μπορέσει να αποπληρώσει τους πιστωτές της πλήρως και εγκαίρως. Αναμφισβήτητα αυτό θα ήταν “μουσική στα αυτιά” κάθε Ευρωπαίου φορολογούμενου!».
Στην ερώτηση εάν θεωρεί ότι υπάρχει πιθανότητα η Ελλάδα να συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης χωρίς μία νέα ανάλυση βιωσιμότητας χρέους από το ΔΝΤ, ο υπουργός επισημαίνει ότι «όπως έχω ξαναπεί, η ΕΚΤ, όπως ο Κύριος ημών, αποφασίζει κατά μυστήριο τρόπο. Τούτου λεχθέντος, εκτιμούμε ιδιαίτερα ότι η απόφανση ως προς το εάν η Ελλάδα θα συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης βρίσκεται αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια της ΕΚΤ. Καταλαβαίνουμε περαιτέρω ότι η ΕΚΤ θα διεξάγει τη δική της αξιολόγηση για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους μόλις διευκρινιστούν τα μέτρα ελάφρυνσης χρέους στο Eurogroup του Ιουνίου, και ότι αυτή η αξιολόγηση είναι εντελώς ανεξάρτητη από την ανάλυση του ΔΝΤ. Δεν πρέπει να ζητούμε τίποτε λιγότερο από ένα ευρωπαϊκό θεσμικό όργανο, ειδικά από ένα που έχει επιφορτιστεί να διασφαλίσει την επιτυχή μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε όλα τα κράτη μέλη της ευρωζώνης».
Για την πιθανότητα το Eurogroup στις 15 Ιουνίου να συμφωνήσει στη συμβιβαστική πρόταση, να εγκρίνει το ΔΝΤ ένα πρόγραμμα επί της αρχής, αλλά να μην εκταμιεύσει χρήματα πριν συμφωνηθεί η εξειδίκευση της ελάφρυνσης του χρέους και να αναβληθούν οι σχετικές συζητήσεις, ο κ. Τσακαλώτος δηλώνει ουσιαστικά αντίθετος, καθώς αναφέρει πως «η αναβλητικότητα στη λήψη αποφάσεων χαρακτηρίζει την Ευρώπη υπερβολικά συχνά, και αυτό δεν αποτελεί ελκυστικό χαρακτηριστικό ούτε της ΕΕ ούτε της ευρωζώνης».
«Το Μνημόνιο Κατανόησης που υπεγράφη από την Ελλάδα και τους Ευρωπαίους εταίρους της το καλοκαίρι του 2015, προέβλεπε τη συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα. Το θέμα με το ελληνικό χρέος δεν είναι καινούργιο. Τώρα, μετά από σχεδόν δύο χρόνια ισχύος αυτού του προγράμματος, και με μόλις δεκατέσσερις μήνες να απομένουν έως το τέλος του, δεν είναι επιτέλους καιρός να σταματήσουν οι αναβολές; Δεν είναι καιρός για το ΔΝΤ να ξεκαθαρίσει τη θέση του; Δεν είναι καιρός να αποδείξουμε ότι η Ευρώπη μπορεί να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της με αποτελεσματικά και έγκαιρα;» αναφέρει ο Έλληνας υπουργός Οικονομικών και προσθέτει:
«Η μορφή της συμμετοχής του ΔΝΤ, έχει σημασία μόνον στο βαθμό που δεν αποτελεί εμπόδιο στην επίτευξη μιας συνολικής συμφωνίας, η οποία να είναι αξιόπιστη για την κοινωνία, τις αγορές και τους πιστωτές. Αλλά προτιμάμε τη συμμετοχή με τρόπο που να μην τίθεται σε κίνδυνο η ακεραιότητα του Ταμείου ή του ελληνικού προγράμματος». Επισημαίνει δε, πως θα ήταν παράλογο να οδηγηθεί σε αδιέξοδο το Eurogroup λόγω των «υπερβολικά απαισιόδοξων» προβλέψεων του ΔΝΤ για την πορεία της ανάπτυξης και της ανεργίας στην Ελλάδα τα επόμενα 33-40 χρόνια.