Σε ακόμη μία επίδειξη προκλητικότητας και… λεονταρισμών επιδόθηκε ο Τούρκος πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν αυτή τη φορά βάλλοντας κατά της ΕΕ αναφορικά με την ενταξιακή διαδικασία. Σε συνέντευξή του στο BBC ανέφερε: «Η Ε.Ε. δεν μας είναι απαραίτητη. Η Τουρκία μπορεί να σταθεί στα πόδια της».
Όπως ανέφερε ο Ερντογάν «αν η Ε.Ε. πει ξεκάθαρα “Δεν θα μπορέσουμε να δεχθούμε την Τουρκία”, αυτό θα είναι μία ανακούφιση» για την Άγκυρα, η οποία τότε «θα θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο Β ή Γ».
«Κάποτε, κατά την πρώτη μου θητεία στην πρωθυπουργία, η Τουρκία παρουσιαζόταν στις συνόδους των ηγετών της Ε.Ε. ως μια χώρα η οποία έχει καταφέρει μια σιωπηλή επανάσταση. Όμως τώρα η ίδια Ε.Ε. όχι μόνο δεν μας καλεί στις συνόδους πλέον, αλλά επίσης σπαταλά τον χρόνο μας. Αυτή είναι η κατάσταση τώρα», υπογράμμισε ο Τούρκος πρόεδρος.
Σημείωσε ακόμη ότι η πλειονότητα των Τούρκων «δεν θέλουν πλέον την Ε.Ε.», ενώ εξέφρασε την άποψη ότι η προσέγγιση των Βρυξελλών στην Τουρκία «δεν είναι ειλικρινής. Ανεξάρτητα από όλα αυτά, θα εξακολουθήσουμε να είμαστε ειλικρινείς με την Ε.Ε. για λίγο καιρό ακόμα. Θα δούμε τι θα μας αποφέρει αυτό», πρόσθεσε.
Οι δηλώσεις του Ερντογάν έγιναν λίγη ώρα αφότου οι τουρκικές αρχές ανακοίνωσαν την παράταση της κράτησης της τοπικής διευθύντριας της Διεθνούς Αμνηστίας και εννέα ακόμη μελών μη κυβερνητικών οργανώσεων.
Η Ιντίλ Εσέρ συνελήφθη στις 5 Ιουλίου μαζί με ακόμη επτά μέλη ανθρωπιστικών οργανώσεων και δύο ξένους εκπαιδευτές. Οι 10 συλληφθέντες κατηγορούνται ότι είναι μέλη «μιας ένοπλης τρομοκρατικής οργάνωσης», αν και η Αμνηστία ανακοίνωσε ότι δεν έχει διευκρινιστεί σε ποια οργάνωση αναφέρονται οι τουρκικές αρχές.
Η κράτησή τους έχει προκαλέσει διεθνή ανησυχία, αυξάνοντας τους φόβους ότι καταστέλλεται η ελευθερία του λόγου στην Τουρκία υπό την προεδρία του Ερντογάν.
Η συνέντευξη του Ερντογάν δόθηκε σχεδόν ένα χρόνο μετά την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016. Τους 12 μήνες που ακολούθησαν η χώρα έχει τεθεί σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης, περισσότεροι από 50.000 άνθρωποι έχουν συλληφθεί και 140.000 δημόσιοι υπάλληλοι και λειτουργοί έχουν αποπεμφθεί ή τεθεί σε διαθεσιμότητα.
Περίπου 160 μέσα ενημέρωσης έχουν κλείσει στην Τουρκία και 2.500 δημοσιογράφοι ή εργαζόμενοι στον Τύπο έχουν απολυθεί. Σύμφωνα με την Επιτροπή Προστασίας Δημοσιογράφων, η Τουρκία είναι η χώρα με τον μεγαλύτερο αριθμό φυλακισμένων δημοσιογράφων στον κόσμο.
Ωστόσο ο Ερντογάν διέψευσε τα στοιχεία αυτά, λέγοντας στο BBC: «Κανείς δεν βρίσκεται στη φυλακή εξαιτίας της δημοσιογραφίας. Αντιπολιτευόμενοι δημοσιογράφοι γράφουν πολλά προσβλητικά άρθρα για εμένα. Ακόμη και πρόσφατα το έκαναν στη διάρκεια της πορείας για τη δικαιοσύνη. Αυτά τα προσβλητικά άρθρα είναι ακόμη εκεί έξω».
«Οι άνθρωποι που βρίσκονται στη φυλακή, δεν έχουν τον τίτλο του δημοσιογράφου. Κάποιοι από αυτούς συνεργάστηκαν με τρομοκρατικές οργανώσεις, κάποιοι βρίσκονται στη φυλακή επειδή είχαν στην κατοχή τους όπλο. Κάποιοι εξ αυτών είναι στη φυλακή για βανδαλισμό μηχανημάτων ATM και ληστεία», υποστήριξε ο Τούρκος πρόεδρος.
«Αυτή τη στιγμή βρίσκονται στη φυλακή μόνο δύο πραγματικοί δημοσιογράφοι. Πέραν αυτού είναι όλα ψέματα όσα λέγονται για το θέμα (…) Σας παρακαλώ, ας μην παραπλανούμε τον κόσμο με αυτά τα ψέματα», πρόσθεσε.
Κατήγγειλε επίσης ότι αντίπαλοί του «έχουν διεισδύσει στο δικαστικό σώμα, στον στρατό, στην αστυνομία και στα μέσα ενημέρωσης» και έτσι «οργάνωσαν και αποπειράθηκαν να κάνουν πραξικόπημα, σαν συμμορία». Οι ίδιοι, όπως είπε, «θα συνεργαστούν για να ανατρέψουν ένα κράτος και μετά θα αναζητήσουν καταφύγιο ως δημοσιογράφοι για να σωθούν». «Αυτό είναι απαράδεκτο. Δεν φοβόμαστε καμία δήλωση ή άρθρο για το θέμα» κατέληξε.