Με θετικά σχόλια υποδέχεται ο γερμανικός τύπος την απόφαση της Κομισιόν να προτείνει έξοδο της Ελλάδας από τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος.
Το περιοδικό Spiegel στην ηλεκτρονική του έκδοση κάνει λόγο για μια «καλή είδηση για την Ελλάδα» και προσθέτει ότι «η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απαλλάσσει την πληττόμενη από την κρίση χώρα μετά από οκτώ χρόνια από τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. (…) Από το 2009 βρίσκεται σε εξέλιξη εναντίον της Ελλάδας, η οποία διασώθηκε επανειλημμένα από τη χρεοκοπία κατά τη διάρκεια της ευρωκρίσης, μια διαδικασία λόγω του ότι το δημοσιονομικό της έλλειμμα υπερέβαινε τακτικά το ανώτατο όριο του 3% του ΑΕΠ. Το 2009 το έλλειμμα είχε ανέλθει μάλιστα σε 15,1% του ΑΕΠ», υπογραμμίζει το Spiegel Online.
«Η Κομισιόν θέλει να τερματίσει τη διαδικασία για το έλλειμμα», τιτλοφορεί ανταπόκρισή της από τις Βρυξέλλες η οικονομική εφημερίδα Handelsblatt. Όπως σημειώνει στην ιστοσελίδα της, «η δημοσιονομική κατάσταση στην Ελλάδα είναι σύμφωνα με την Κομισιόν και πάλι σε τάξη». Ο τερματισμός της διαδικασίας κατά της Ελλάδας «θα ήταν ένα θετικό μήνυμα, το οποίο θα πρέπει όμως ακόμη να εγκρίνουν τα κράτη μέλη της ΕΕ». Το δημοσίευμα παραθέτει δηλώσεις του αντιπροέδρου της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόβσκις, ο οποίος επισήμανε ότι «η σύστασή μας για το κλείσιμο της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος κατά της Ελλάδας είναι ένα ακόμη θετικό σημάδι χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και οικονομικής ανάκαμψης της χώρας». Η Handelsblatt αναφέρει ότι «η σύσταση της Κομισιόν ήταν σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενη και σημειώνει ότι η Ελλάδα πέτυχε δημοσιονομικό πλεόνασμα 0,7% το 2016 ενώ και η φετινή χρονιά αναμένεται να κλείσει με δημοσιονομικό έλλειμμα 1,2% του ΑΕΠ, «αισθητά κάτω από το ευρωπαϊκό όριο του 3%», επισημαίνει η Handelsblatt.
Η Süddeutsche Zeitung, επικαλούμενη τη σύσταση της Κομισιόν, γράφει ότι ο «ελληνικός προϋπολογισμός είναι ξανά σε τάξη». Όπως σημειώνει, «μετά από οκτώ χρόνια πολιτικής λιτότητας η Ελλάδα έλαβε την πιστοποίηση της Κομισιόν ότι ο προϋπολογισμός της δεν παραβιάζει πλέον τους ευρωπαϊκούς κανονισμούς». Η εφημερίδα του Μονάχου διευκρινίζει ότι «τα κράτη μέλη της ΕΕ πρέπει ακόμη να εγκρίνουν αυτό το βήμα, κάτι που αναμένεται όμως να συμβεί. (…) Μετά την απαλλαγή της Ελλάδας θα έμεναν τρία κράτη εναντίον των οποίων βρίσκεται σε εξέλιξη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος: η Γαλλία, η Ισπανία και η Μ. Βρετανία».
«Η Ελλάδα πετυχαίνει ένα ορόσημο και δεν παραβιάζει πλέον το έλλειμμα», γράφει η ελβετική Neue Zürcher Zeitung, η οποία επιχειρεί να τονίσει τη σπουδαιότητα της σύστασης της Κομισιόν παρά το γεγονός ότι, όπως σημειώνει, η συγκεκριμένη εξέλιξη «διαφαινόταν εδώ και μήνες». Όπως σημειώνει η NZZ, «στο πλαίσιο της διαδικασίας για το έλλειμμα που ξεκίνησε το 2009 είχε παραταθεί επανειλημμένα η προθεσμία για την επίτευξη του ορίου του 3% του ΑΕΠ βάσει των κριτηρίων του Μάαστριχτ, με τελευταία παράταση έως το 2017. Με το περσινό πλεόνασμα η Ελλάδα εκπλήρωσε με το παραπάνω και πρόωρα αυτόν τον στόχο».
Ανταπόκριση στην ηλεκτρονική έκδοση της Rheinische Post αναφέρεται στα σχέδια επιστροφής της Ελλάδας στις αγορές προκειμένου να εξασφαλίσει τη συνέχεια της χρηματοδότησής της μετά το τέλος του τρέχοντος προγράμματος δανεισμού. Όπως σημειώνεται, «τρία χρόνια μετά την τελευταία έκδοση η Αθήνα σχεδιάζει τώρα ένα νέο ομόλογο. (…) Εγκαίρως, πριν από το τέλος του προγράμματος, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (Ο.Δ.ΔΗ.Χ.) θέλει να τεστάρει την όρεξη των επενδυτών για νέα ελληνικά χρεόγραφα. Συζητείται η έκδοση ενός πενταετούς ομολόγου με όγκο περίπου δύο δισ. ευρώ».
Όπως επισημαίνει η εφημερίδα του Ντύσελντορφ, «είναι σαφές, η Ελλάδα θα πρέπει να καταβάλει επιτόκια μεταξύ 4% και 5% για να αντλήσει φρέσκο χρήμα στις κεφαλαιαγορές, και ως εκ τούτου αισθητά περισσότερα χρήματα συγκριτικά με όσα καταβάλλει για τα δάνεια ευρωπαϊκής βοήθειας. Όμως το κόστος του δανεισμού δεν βρίσκεται τώρα στο επίκεντρο, δεδομένου ότι θα πρόκειται για περιορισμένο ποσό. Το ζητούμενο είναι να αποκατασταθεί ξανά βήμα-βήμα η πρόσβαση στις αγορές».
Σύμφωνα με τον γερμανό ανταποκριτή, περισσότερες πιθανότητες συγκεντρώνει το σενάριο εξόδου στις αγορές το φθινόπωρο «επειδή η Ελλάδα θα μπορούσε πιθανόν τότε να αναχρηματοδοτηθεί με ευνοϊκότερους όρους» σε σύγκριση με το αν επιχειρούσε να επανέλθει στις αγορές νωρίτερα.
Πηγή: Deutsche Welle