«Κατά τη διάρκεια της ελληνικής κρίσης ήταν εξαιρετικώς δύσκολο να πείσουμε το εθνικο-συντηρητικό κομμάτι των Χριστιανοδημοκρατών να μην παίζει με τη φωτιά. Ο Σόιμπλε κι άλλοι ήθελαν η Ελλάδα να βγει από το ευρώ. Εμείς υποστηρίξαμε πως αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, οι αγορές θα στοιχημάτιζαν κατά της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ιταλίας. Και τότε θα διαλυόταν η ΕΕ».
Την άποψη αυτή διατυπώνει ο γερμανός σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εξωτερικών, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, σε συνέντευξή του στο περιοδικό Stern. O κ. Γκάμπριελ επιμένει στην αλλαγή του μεγάλου συνασπισμού μετεκλογικά στη Γερμανία και φέρνει το παράδειγμα της ευρωπαϊκής πολιτικής στο θέμα της Ελλάδας. «Το μέλλον της Γερμανίας είναι η Ευρώπη. Με όλες τις απαραίτητες αλλαγές. Και το εθνικό-συντηρητικό κομμάτι του CDU δεν θέλει αυτές τις αλλαγές. (…) Για αυτό πρέπει να τερματιστεί ο μεγάλος συνασπισμός» προσθέτει.
O γερμανός υπουργός Εξωτερικών κάνει επίσης λόγο για επικίνδυνες εξελίξεις στην Τουρκία. «Το πρόβλημα με την Τουρκία είναι ότι απομακρύνεται από τη Δημοκρατία και φυλακίζει αθώους, μεταξύ των οποίων βρίσκονται και εννέα Γερμανοί πολίτες, αναφέρει ο Γκάμπριελ. Η Γερμανία δεν συμφωνεί με τον όρο της τρομοκρατίας στην Τουρκία, δηλαδή όποιος αντιστέκεται στην κυβέρνηση θεωρείται τρομοκράτης. «Σε καμία περίπτωση δεν αποδεχόμαστε τη στρατηγική της κυβέρνησης να χρησιμοποιεί την απόπειρα πραξικοπήματος ως δικαιολογία για κατάχρηση εξουσίας, για τη φίμωση της ελεύθερης έκφρασης στην Τουρκία».
Η επαναφορά της θανατικής ποινής σηματοδοτεί το τέλος των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας, υπογραμμίζει ο Γκάμπριελ. Εξηγεί ότι η Τουρκία αντιδρά μόνο όταν πλήττονται τα οικονομικά της συμφέροντα (τουρισμός, επενδύσεις). Πολλές φορές η διπλωματία χρειάζεται να ασκήσει οικονομική πίεση, παραδέχεται ο Γκάμπριελ, αναφερόμενος στην αυστηρή ταξιδιωτική οδηγία που εξέδωσε το γερμανικό ΥπΕξ για την Τουρκία. «Δεν με χαροποιεί», αναφέρει, διότι πλήττει όσους ασχολούνται με τον τουρισμό, δηλ. τους περισσότερο φιλο-Γερμανούς Τούρκους. «Η ένδειξη φιλίας, η υπομονή και η αυτοσυγκράτηση» από γερμανικής πλευράς δεν εκτιμήθηκαν από την Τουρκία που συνέκρινε τη Γερμανία με τους Ναζί, συμπληρώνει ο Γκάμπριελ.
Ο Ζ.Γκάμπριελ ασχολείται ενεργά με το θέμα του λιμού και της φτώχειας στην Αφρική. Εάν η Ευρώπη δεν ασχοληθεί σοβαρά με την Αφρική, το κύμα μετανάστευσης θα συνεχιστεί, υποστηρίζει. Θεωρεί ότι το μεταναστευτικό αποτελεί δικαίως ένα ζήτημα που θα θέσει στον προεκλογικό αγώνα ο υποψήφιος του SPD για την Καγκελαρία Μάρτιν Σουλτς, ο οποίος και κατηγορεί την καγκελάριο Αγκελα Μέρκελ ότι μένει άπρακτη και τηρεί στάση απλού παρατηρητή. «Δεν υπάρχει ευρωπαϊκή αλληλεγγύη στο θέμα», υπογραμμίζει ο γερμανός υπουργός Εξωτερικών. Ταυτόχρονα, στηρίζει τη θέση του Μάρτιν Σουλτς που ζητά από την Καγκελάριο Μέρκελ να μην επιτρέπεται στα ευρωπαϊκά κράτη που δε συμμετέχουν στην κατανομή των προσφύγων να έχουν οικονομικές απαιτήσεις από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. «Η Ευρώπη δεν είναι μια ένωση για οικονομικό κέρδος», αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γκάμπριελ.
Αναφορικά με την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ρεύματος στην Λιβύη, ο Γκάμπριελ περιγράφει τη δύσκολη κατάσταση στη χώρα και τη δράση παραστρατιωτικών οργανώσεων. «Στην πραγματικότητα χρειαζόμαστε την οικοδόμηση ενός κράτους». Σε ερώτηση, εάν μπορεί να υπάρξει γερμανική διπλωματική λύση, ο Γκάμπριελ απαντά ότι πρέπει να υπάρξει ευρωπαϊκή λύση. «Το δυνατό σημείο της Ευρώπης είναι η μάχη κατά του λιμού και της φτώχειας, αλλά δεν μπορούμε να διεξάγουμε ειρηνευτική διαδικασία με στρατιωτική συμμετοχή, ώστε να δώσουμε μια ευκαιρία στην ειρήνη. Εμείς οι Ευρωπαίοι –με εξαίρεση τους Βρετανούς και τους Γάλλους- θέλουμε να μείνουμε μακριά από αυτά τα δυσάρεστα πράγματα». Ο ίδιος τάσσεται υπέρ της εξωστρεφούς παρουσίας της Ευρώπης στη γειτονιά της, κάτι που μέχρι τώρα οι Ευρωπαίοι το έχουν αφήσει στα χέρια των ΗΠΑ και κάποιες φορές της Μ. Βρετανίας ή της Γαλλίας.
Στο θέμα των ομοσπονδιακών εκλογών, θεωρεί λογικό τόσο το SPD όσο και το CDU/CSU να μη θέλουν τη συνέχιση του μεγάλου συνασπισμού, καθώς υπάρχει διάσταση απόψεων στην ατζέντα τους (σε θέματα όπως το χάσμα πλουσίων-φτωχών, στήριξη των οικογενειών, παιδεία, υγεία). Το CDU/CSU θέλει να επαναπαυθεί στις δάφνες του και αυτό είναι επικίνδυνο, υπογραμμίζει ο Gabriel. «Εμείς οι Σοσιαλδημοκράτες λέμε: όποιος θέλει να ζήσει αύριο με ασφάλεια, πρέπει να κάνει σήμερα μεταρρυθμίσεις. Θέλουμε να επενδύσουμε στο μέλλον- προπάντων στην Παιδεία. Θέλουμε ακόμη να ανακουφίσουμε τα χαμηλά και μεσαία εισοδήματα».
Ο Γκάμπριελ εκφράζει την πλήρη υποστήριξη στην υποψηφιότητα Σουλτς για την Καγκελαρία και επισημαίνει ότι δεν υπάρχει κάποιος που θα μπορούσε καλύτερα να διασφαλίσει το μέλλον της Γερμανίας στην Ευρώπη. «Γνωρίζει όπως κανείς άλλος ότι το μέλλον των παιδιών και των εγγονιών μας θα είναι ασφαλές σε μια σταθερή ΕΕ. Θα έχουμε θέσεις εργασίας στη χώρα, όταν και στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη η κατάσταση είναι καλή, ώστε να αγοράζουν τα αυτοκίνητα και τα μηχανήματά μας. Το CDU/CSU είναι εναντίον μας σε όλα τα ευρωπαϊκά ζητήματα. Αρκετά συχνά εναντιώνεται και στην ίδια την Καγκελάριο του», επισημαίνει ο Γκάμπριελ.
Για τις σχέσεις με τις ΗΠΑ, ανέφερε συγκεκριμένα ότι ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Ρεξ Τίλερσον, τήρησε κοινή θέση με την ΕΕ κατά τη διάρκεια της κρίσης του Κατάρ, στηρίζοντας δηλαδή τη μη απομόνωση του Κατάρ. Έτσι, αποφεύχθηκε η επαπειλούμενη σύρραξη. Επιπλέον, ο Τίλερσον τοποθετείται κατά ενός εμπορικού πολέμου μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ. «Χωρίς τις ΗΠΑ, η Δύση είναι πιο αδύναμη. Δεν υπάρχει κάποια άλλη χώρα πιο κοντά από πολιτικής και πολιτισμικής άποψης. (…) Πρέπει να διατηρήσουμε ζωντανές τις διατλαντικές σχέσεις και να βρούμε κοινό δρόμο με τις ΗΠΑ», δηλώνει.
Για το δικό του πολιτικό μέλλον, αναφέρει ότι «κανείς δεν παραδίδει το πόστο του με ευχαρίστηση». Δεν σκέφτεται την επόμενη ημέρα των εκλογών και συμβουλεύει τους πολιτικούς να εργάζονται για την ενίσχυση του πόστου που έχουν αναλάβει μέχρι την τελευταία ημέρα, χωρίς να σκέφτονται το μετά. Παραδέχεται ότι η θέση του ως ΥπΕξ αύξησε της δημοτικότητα του (είναι ο δεύτερος πιο δημοφιλής πολιτικός), χωρίς ο ίδιος να έχει κάνει κάτι να αλλάξει. Οφείλεται στο γεγονός ότι τα βλέμματα είναι στραμμένα στο υπ. Εξωτερικών, αναφέρει. Όταν κάποιος αναλαμβάνει τη θέση του επικεφαλής του κόμματος (SPD) υπάρχει πόλωση και το ποσοστό δημοτικότητας του μειώνεται αυτομάτως. Είναι κανόνας της πολιτικής, που η Μέρκελ ως επικεφαλής του CDU, μπορεί να υπερβεί λόγω της ιδιότητάς της ως καγκελάριος, εξηγεί.
Σε ερώτηση εάν πιστεύει ακόμα σε μια εκλογική νίκη του SPD, αναφέρει ότι «έχουμε βιώσει σημαντικές αλλαγές το τελευταίο εξάμηνο: το 60% του πληθυσμού θεωρεί μια αλλαγή αναγκαία και το 40% δεν έχει αποφασίσει ακόμα τί θα ψηφίσει. Ο εκλογικός αγώνας τώρα ξεκινά».
Οι δημοσκοπήσεις μπορούν να ανατραπούν, εκτιμά. «Εμείς δεν πρέπει να εφησυχάσουμε με όσα έχουμε ήδη επιτύχει.(…) Πρέπει να επενδύσουμε στο μέλλον, στην εκπαίδευση, την έρευνα, τις ψηφιακές υποδομές και την ανακαίνιση των σχολείων. (…) «Τα σχολεία πρέπει να γίνουν οι «εκκλησίες» μας και τα προπύργια μας και όχι οι τράπεζες», αναφέρει ο Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, στηρίζοντας τη θέση του Μάρτιν Σουλτς για ανακαίνιση των σχολικών κτιρίων και για το σύστημα ολοήμερου σχολείου.
Αναφορικά με την εκτίμηση σχεδόν σίγουρης επανεκλογής της Αγκελα Μέρκελ, ο Γκάμπριελ αναφέρει ότι «η Μέρκελ ήταν και είναι καλή καγκελάριος στο βαθμό που το SPD έχει το βλέμμα στραμμένο πάνω της (…) είναι κουραστικό να προσέχει κανείς διαρκώς την καγκελάριο. Καταλαβαίνω το SPD που δεν θέλει να συνεχίσει. Καταλαβαίνω έναν εθνικο-συντηρητικό όπως ο Γιανς Σπαν ότι δε θέλει να συνεργαστεί μαζί μας. Θέλει να αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες στο 2% του ΑΕΠ και να μειώσει τις κοινωνικές δαπάνες. Δεν υπάρχει κοινό σημείο με το SPD. Για αυτό θα χωρίσουμε», επαναλαμβάνει, επανερχόμενος στο ζήτημα αλλαγής του σχήματος ενός μεγάλου συνασπισμού μετεκλογικά.
Ο Γκάμπριελ συνεχίζει να πιστεύει ότι η σημαντικότερη θέση που κατείχε ήταν αυτή του επικεφαλής του SPD. Αναφέρει ότι πρότυπο του είναι ο Χανς Γιογκεν Φόγκελ, ο οποίος γνώριζε ότι ως επικεφαλής του SPD, δεν θα γίνει καγκελάριος, αλλά διοίκησε το κόμμα με πειθαρχία. Ο ίδιος θεωρεί ότι δεν πρέπει να συνηθίζει κανείς τους τίτλους (πχ. του υπουργού) και δηλώνει ότι η θέση του βουλευτή είναι σημαντικότερη οποιουδήποτε κυβερνητικού αξιώματος, διότι «η εκλογή των βουλευτών αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της δημοκρατίας».