Μουδιασμένη ακόμη η κοινή γνώμη της Ισπανίας προσπαθεί να κατανοήσει τους λόγους που η πόλη της Βαρκελώνης απετέλεσε το νέο στόχο της τρομοκρατίας και μάλιστα της χειρότερης μορφής της: αυτής που στρέφεται ενάντια στους απλούς πολίτες και ως πράξη μεμονωμένων στοιχείων είναι δύσκολο να εντοπισθεί. Τους βαθύτερους λόγους της ριζοσπαστικοποίησης των μουσουλμανικών—κατά τα φαινόμενα—στοιχείων, που μάλιστα αποτελούν τμήμα των δυτικών κοινωνιών, πασχίζουν να ακροθίξουν δύο από τους προβεβλημένους πολιτικούς αναλυτές της καταλανικής εφημερίδας El Periodico de Catalunya, στο σημερινό φύλλο της.
Σύμφωνα με τον Χεσούς Νούνιεθ Βιλιαβέρδε, στο άρθρο του «Και τώρα η Βαρκελώνη»: «όποιο και να είναι το συγκεκριμένο προφίλ των αυτουργών της χθεσινής ειδεχθούς επίθεσης στη Βαρκελώνη—και μολονότι η κύρια υπόθεση της τζιχαντιστικής ευθύνης δεν είναι δυνατόν να αποκλείσει ολότελα οποιοδήποτε άλλο κίνητρο—όλα υποδεικνύουν πως βρισκόμαστε ενώπιον ακόμη ενός παραδείγματος αυτού που συνηθίζουμε να αποκαλούμε «αντίσταση χωρίς αρχηγό». Παρά τα πολλαπλά λάθη που έχει συσσωρεύσει η Δύση στην απάντησή της στα όσα κτυπήματα έχουν ακολουθήσει τα κτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου και η οποία κατά κύριο λόγο συνίστατο στη στρατιωτική επέμβαση και την εισβολή σε μουσουλμανικά κράτη, παραμένει γεγονός ότι τόσο η Αλ Κάιντα, όσο και το Ισλαμικό Κράτος και όποιος άλλος θέλει να τους μιμηθεί, δεν μπορεί να φέρει εις πέρας μία επίθεση μεγάλων διαστάσεων.
Τουλάχιστον στις δυτικές χώρες, οι μηχανισμοί πληροφόρησης και αντικατασκοπείας έχουν τελειοποιηθεί σε τέτοιο επίπεδο που καθιστούν πολύ δύσκολη την οργάνωση ενός κτυπήματος που θα απαιτεί μία ομάδα εκπαιδευμένη και οργανωμένη στο πεδίο δράσης της, ακόμη και με τα λιγοστά ίχνη που αναπόφευκτα θα αφήνουν κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας.
Αυτό έχει οδηγήσει τους ηγέτες των οργανώσεων να αναζητήσουν εναλλακτικούς τρόπους πληγμάτων, που θα μπορούν να είναι προσβάσιμοι στον καθένα από τους επίδοξους αυτουργούς των τρομοκρατικών ενεργειών. Ήδη οι πρόμαχοι της ‘λευκής υπεροχής’ στις ΗΠΑ έχουν υιοθετήσει τέτοιες μεθόδους από το 1988, η Αλ Κάιντα επίσης δια στόματος του Αμπού Μουσάντ αλ Σούρι τις έχει δρομολογήσει από το 2004, ενώ και το ΙΚ μέσω του Αμπού Μοχάμεντ αλ Αντνάνι, τις διακήρυξε τον Σεπτέμβριο του 2014.
Στην ουσία τους, οι εναλλακτικές τούτες στρατηγικές επωφελούνται από τα ριζοσπαστικοποιημένα στοιχεία, που στην πλειονότητά τους δεν ανήκουν σε οργανωμένες ομάδες ούτε είχαν προηγουμένως ταξιδεύσει σε προβληματικές χώρες. Είναι κατά βάση άνθρωποι που ουσιαστικά δεν είναι εντοπίσιμοι μέχρι τη στιγμή που ενεργούν και μολονότι δεν είναι σε θέση να προκαλέσουν κάτι τόσο θεαματικό και δυναμικό όπως οι επιθέσεις στη Νέα Υόρκη και την Ουάσιγκτον, δύνανται ωστόσο να προκαλέσουν ανεπανόρθωτες ζημιές στους δρόμους της Νίκαιας, του Παρισιού, των Βρυξελλών, του Βερολίνου, του Λονδίνου, και τώρα της Βαρκελώνης.
Για τις πράξεις τους τούτες δεν έχουν ανάγκη από την υψηλή εκπαίδευση στης τρομοκρατικές πρακτικές, ούτε εξελιγμένα όπλα κι εκρηκτικά. Δρούν κατά κύριο λόγο εναντίον ‘μαλακών’ στόχων (εκείνων δηλ. που δεν φυλάσσονται επιμελώς), επικεντρώνοντας σε κατοικημένες περιοχές και αμάχους.
Και μολονότι δεν καταφέρνουν πάντοτε να αφαιρέσουν ανθρώπινες ζωές, ωστόσο αυτά τα στοιχεία εξασφαλίζουν ότι έχει δημιουργηθεί ένα γενικευμένο κλίμα τρόμου μεταξύ του πληθυσμού, που οικειοποιούνται το ΙΚ, ή η οποιαδήποτε άλλη ομάδα επικαλείται πως είναι μέλη της (δίχως αυτό να σημαίνει πως η διαταγή για την συγκεκριμένη επίθεση δόθηκε απ’ ευθείας από τον Αλ Ζαουάχρι, ή τον Αλ Μπαγκτάντι). Και δυστυχώς, οι δυτικές κυβερνήσεις σε πολλές περιπτώσεις, εξακολουθούν να καταφεύγουν σε στρατιωτικά μέτρα, σάμπως και αυτό θα μπορούσε να συμβάλει πραγματικά στην εξουδετέρωση μίας απειλής που έχει τις βαθιές ρίζες της στα κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά προβλήματα των κοινωνιών, που απαιτούν άλλους μηχανισμούς λύσης.
Χωρίς διάθεση κινδυνολογίας, η πραγματικότητα των τελευταίων χρόνων μας καταδεικνύει πως όλοι μας βρισκόμαστε στον κατάλογο των πιθανών στόχων. Είναι σαφές ότι ουδείς διαθέτει την μαγική συνταγή για την εκρίζωση της τρομοκρατίας, αλλά επίσης είναι φανερό ότι δεν πρέπει να παραλύσουμε ενώπιον μίας απειλής, που δεν είναι υπαρξιακή, μολονότι δεν πρόκειται να μας αφήσει για πολύ καιρό ακόμα».
Από την πλευρά του, ο αναλυτής Άλμπερτ Γκαρίδο τονίζει στο άρθρο του «η εξατομικευμένη τζιχάντ» :
«Κανείς δεν πίστευε πριν από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 πως η τζιχαντιστική πρόκληση θα προσλάμβανε τις διαστάσεις που έχει σήμερα. Όμως πριν από την ημερομηνία ορόσημο τούτη το ριζοσπαστικό Ισλάμ κόχλαζε ήδη μέσα στα φονταμενταλιστικά τεμένη, μεταξύ των επιγόνων της κληρονομιάς του Σαγίντ αλ Κούτμπ, του χρηματοδοτούμενου από τη Σαουδική Αραβία ουαχαμπισμού και εξαιτίας της μυωπίας των δυτικών στη στήριξη που παρείχαν στην κυβέρνηση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Κόχλαζε επίσης η οργή από την ανεπίλυτη αραβο-ισραηλινή διένεξη, την ανεκτικότητα της Δύσης έναντι των αυταρχικών κυβερνήσεων σε πολλές μουσουλμανικές χώρες, του Ατλαντικού που ρίζωνε στην καρδιά της Ασίας, ως άμεση συνέπεια των νέων μορφών αποικισμού στην παγκόσμια αυλή της δυτικής κοινωνίας.
Όταν οι ΗΠΑ εισέβαλαν στο Ιράκ, η σύγκρουση αυτή των πολιτισμών έφθασε στην γνωστή πλέον κρίσιμη μάζα της.
Ο δυναμισμός της Αλ Κάιντα, κατά πρώτο λόγο και η γέννηση του ΙΚ στη συνέχεια, κινητοποίησαν κοινωνικά στρώματα μέσα και έξω από τις ισλαμικές χώρες. Η αποτυχία της Αραβικής Άνοιξης, ο πόλεμος στη Συρία, οι διενέξεις για την ηγεμονία σε τοπική κλίμακα, οδήγησαν στην ανακατασκευή του μύθου του τζιχαντισμού μέσα στο νεοπαγές χαλιφάτο: κατέκτησε εκτεταμένα εδάφη και κήρυξε τον ιερό πόλεμο απ’ άκρου εις άκρον της Γης. Απέναντι στο σύνθημε του Αιγύπτιου Αλάα αλ Ασουάνι «η δημοκρατία είναι η λύση» επικράτησε το άλλο σύνθημα: «το Ισλάμ είναι η λύση». Και το σύνθημα τούτο κέρδισε πιστούς διαμέσου της ιδέας πως απέναντι στη νεωτερικότητα του Διαφωτισμού, η αυθεντική νεωτερικότητα είναι η επιστροφή στο παρελθόν, πρέπει να γυρίσουμε τα μάτια στην απαρχή πάντων, στις ημέρες του προφήτη.
Ο Ζαν-Πιερ Φιλιού υποστήριζε πως ο τζιχαντισμός έχει εφεύρει μία νέα θρησκεία που επικαλείται το Κοράνι, εξιδανικεύει την τζιχάντ—την προσφυγή στα όπλα για την υπεράσπιση του Ισλάμ—και το πρόσωπο του μάρτυρα. Στην ουσία, πρόκειται για μία υπεραπλούστευση της κληρονομιάς του Κορανίου, ένα ιδεολογικό άλλοθι που εκλαϊκεύει επίσης και τον πόλεμο με τη Δύση, απλουστεύει την κατάσταση της μουσουλμανικής κοινότητας στις ευρωπαϊκές χώρες και την κοινωνική κρίση σε πολλές χώρες, όπου ο μουσουλμανικός πληθυσμός τους πλεονεκτεί. Μολαταύτα, η απλούστευση τούτη ασκεί μία μεγάλη σαγήνη μέσω των συντηρητικών παραδόσεών της, και ιδιαίτερα στην Ευρώπη, όπου κυριαρχεί ένα κλίμα περιθωριοποίησης των μουσουλμανικών κοινοτήτων.
Δίχως τη δύναμη τούτη της πειθούς σε πολύ διαφορετικούς κύκλους δεν θα ήταν δυνατό να διασπαρεί σε τέτοιο βαθμό η εξατομίκευση της τζιχάντ στην Ευρώπη, όπου χωρίς να υπάρχει μία συγκεκριμένη οργάνωση για τον σχεδιασμό τρομοκρατικών πληγμάτων, όλες οι μεγάλες πόλεις αποτελούν δυνητικό στόχο για τους επίδοξους μάρτυρες. Χωρίς τον πόλεμο στη Συρία και τον συνεπακόλουθο διάδρομο διακίνησης πολεμιστών του χαλιφάτου, δεν θα ήταν δυνατή και η ανάπτυξη αυτού του δικτύου αστικής τρομοκρατίας, που με λιγοστά μέσα στη διάθεσή της, είναι ικανή να σπείρει τον τρόμο και να καλλιεργήσει την αντίληψη πως υπάρχει ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στον μουσουλμανικό κόσμο και τις εκκοσμικευμένες κοινωνίες της Ευρώπης».
ΠΗΓΗ: neaselida.gr, ΑΠΕ – ΜΠΕ, El Periodico de Catalunya