Ένας ιδιότυπος εμφύλιος έχει ξεσπάσει τις τελευταίες ημέρες στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Μαρινάκη και εκδηλώνεται καθημερινά μέσα από τις σελίδες του “Βήματος” και των “Νέων”. Τις διαστάσεις αυτού του πολέμου δημοσιοποίησε με το άρθρο του ο Γιάννης Πρετεντέρης που αναδεικνύεται στον ένα βασικό πόλο της διαμάχης. Ο άλλος πόλος είναι ο διευθυντής του “Βήματος” Αντώνης Καρακούσης, ο οποίος δέχθηκε ευθέως τα πυρά του πρώτου επειδή θεωρήθηκε πως το άρθρο που έγραψε για τον Αλέξη Τσίπρα (με τον οποίο συναντήθηκε προ ημερών) ήταν “αγιογραφία” του πρωθυπουργού.
Η αντιπαράθεση προοιωνίζεται πιθανώς εσωτερικές εξελίξεις καθώς είναι η πρώτη φορά που μια εσωτερική διαφωνία κοινοποιείται και ανάγεται σε σύγκρουση περί της εκδοτικής πολιτικής του συγκροτήματος. Ο Γιάννης Πρετεντέρης είναι γνωστός για τις πύρινες αντι-ΣΥΡΙΖΑ θέσεις του και το γεγονός ότι προωθεί τις απόψεις του Κυριάκου Μητσοτάκη και τη συνεργασία του νέου φορέα της κεντροαριστεράς με τη Ν.Δ. Διατηρεί προσωπικές σχέσεις με τον πρόεδρο της Ν.Δ αλλά και φιλικές σχέσεις με τον αντιπρόεδρο Άδωνι Γεωργιάδη, τον οποίο φιλοξένησε, άλλωστε, και στο σκάφος του το καλοκαίρι στη Μύκονο.
Είναι προφανές πως αργά ή γρήγορα ο νέος ιδιοκτήτης του συγκροτήματος Βαγγέλης Μαρινάκης θα κληθεί σύντομα να πάρει θέση. Και δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν πως ο Αντώνης Καρακούσης θα πιεσθεί ακόμα περισσότερο αφού η στάση των μέσων ενημέρωσης του ομίλου έναντι της κυβέρνησης είναι δεδομένη.
Οι σχέσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη, άλλωστε, με τον δημοσιογραφικό κόσμο εντείνονται, καθώς είναι πολλοί, πλέον, εκείνοι που έχουν ενταχθεί σε ομόκεντρους κύκλους συνομιλητών της ηγεσίας. Άρης Πορτοσάλτε, Μπάμπης Παπαδημητρίου, Κώστας Μπογδάνος, Γιάννης Πρετεντέρης, Δημήτρης Μαρκόπουλος, ΜΠάμπης Παπαναγιώτου είναι μερικοί μόνο από αυτούς που μετέχουν λιγότερο ή περισσότερο σε συζητήσεις περί τακτικής της Ν.Δ και στηρίζουν αδιαλείπτως το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Έγινε δε γνωστό πως το γραφείο Τύπου της Ν.Δ, στη θέση του Μακάριου Λαζαρίδη που θα αποχωρήσει διακριτικά για να προετοιμάσει την εκλογική του κάθοδο στην Καβάλα, αναλαμβάνει ο δημοσιογράφος (παλιά στον Flash, μετά τον 9,84 κ.ά) Φοίβος Καρζής, ο οποίος θα αποχωρήσει από το γραφείο Τύπου της Eurobank όπου εργάζεται τα τελευταία αρκετά χρόνια.
Δείτε το έγραψε το enimerosi24.gr για τις κόντρες στο συγκρότημα Μαρινάκη:
Αν όντως το άρθρο του Γιάννη Πρετεντέρη τη Δευτέρα στην τελευταία σελίδα των «ΝΕΩΝ» με τίτλο «Χιονάτη» στο οποίο γινόταν λόγος για «Παράξενες αγιογραφίες του Πρωθυπουργού… σε αντιπολιτευόμενες εφημερίδες» απαντούσε – όπως εικάζεται, στο ρεπορτάζ του Αντώνη Καρακούση που δημοσιεύθηκε στο «ΒΗΜΑ» της προηγούμενης ημέρας που μιλούσε για τις επιδιώξεις και τους φόβους του Αλέξη Τσίπρα… Υπάρχει σοβαρό πρόβλημα στο εσωτερικό του νέου ΔΟΛ που αργά ή γρήγορα θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο ίδιος ο ιδιοκτήτης, αν δεν το λύσει ο διευθυντής του κυριακάτικου φύλλου όπως οφείλει να κάνει!
Δεν είναι μόνο ότι πρώτη φορά ένας δημοσιογράφος απαντά στον διευθυντή του… Είναι το ύφος τής απάντησης και φυσικά η επιλογή των λέξεων για να χρωματίσει ο αρθρογράφος την απαξία, την περιφρόνηση και τη χλεύη! Διότι μετά από κάποια στιγμή δεν κρίνει το περιεχόμενο του ρεπορτάζ, αλλά τον δημοσιογράφο που το υπογράφει και εν προκειμένω τον διευθυντή του. Και άρα η «συζήτηση» αποκτά προσωπικό χαρακτήρα και μάλιστα με έντονα τα στοιχεία της εμπάθειας και της εμμονής!
Επιπλέον είναι ο τίτλος του άρθρου, «Χιονάτη»… αλλά και οι κατηγορίες ότι το ρεπορτάζ είναι παραμύθια!
Πρωτόγνωρα και πρωτάκουστα πράγματα που το λιγότερο δείχνουν ότι έχει χαθεί το μέτρο! Καθώς και η δημοσιογραφική ουσία, αφού η επίθεση πια δεν ειναι δημοσιογραφικού χαρακτήρα, αλλά πολιτικού (σε αυστηρά προσωπικό τόνο)!
Νέο άρθρο- απάντηση από Καρακούση
Επειτα από επτά χρόνια ύφεσης και διαρκούς προσαρμογής, δημοσιονομικής και διαρθρωτικής, η ελληνική οικονομία δείχνει να διαμορφώνει προϋποθέσεις σταθεροποίησης και ανάκαμψης.
Κοινή είναι η πεποίθηση σε αναλυτές και οικονομολόγους, εγχώριους και ξένους, ότι η περιβόητη και υπερβολική, ως προς την έκταση και την έντασή της, διαδικασία εσωτερικής υποτίμησης ολοκληρώνεται, έχοντας υποβιβάσει και ισορροπήσει την οικονομία μας στο χαμηλότερο δυνατό σημείο της.
Κατ’ ορισμένους ο λεγόμενος «πάτος» της ελληνικής οικονομίας κατεγράφη τον χειμώνα του 2015 και έκτοτε μόνο εξαιτίας της κυβερνητικής αναποφασιστικότητας και αβελτηρίας παρέμεινε σε κατάσταση αναστολής και αναμονής.
Τώρα άπαντες εκτιμούν ότι σε όλα της τα πεδία έχει συγκροτήσει νέα βάση, ικανή να προκαλέσει ενδιαφέρον ανάληψης και πρωτοβουλιών και επανεκκίνησης.
Ορισμένοι μάλιστα αντιμετωπίζουν ως νομοτελειακή εξέλιξη την ανάκαμψη της οικονομίας εξαιτίας ακριβώς της ισορρόπησης στο χαμηλότερο δυνατό σημείο.
Πανθομολογείται επίσης ότι το κόστος εργασίας έχει ελεγχθεί πλήρως, οι τιμές βασικών αγαθών και πρώτων υλών έχουν καμφθεί και οι αξίες επίσης, χάρτινες και πραγματικές, της γης, των ακινήτων και λοιπών περιουσιακών στοιχείων έχουν κατέλθει στο ναδίρ, καθιστώντας την εξαγορά τους αν μη τι άλλο ελκυστική.
Επιπλέον η αγορά εργασίας, πέραν των μνημονιακών ρυθμίσεων, θεωρείται εκ των συνθηκών, λόγω της υψηλής ανεργίας, απολύτως ελευθερωμένη. Είναι τέτοια η έκταση της προσφοράς εργασίας που οι επιχειρήσεις και οι δυνάμει επενδυτές μπορούν να διαλέγουν τους αποδοτικότερους και τους καλύτερα εκπαιδευμένους εργαζομένους, με αμοιβές κατώτερες των αντίστοιχων ευρωπαϊκών.
Ιδιαιτέρως μετά την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης και με σοβαρή πια την προοπτική έγκαιρης ολοκλήρωσης της τρίτης, διαμορφώθηκε καλύτερη ατμόσφαιρα για τις ελληνικές οικονομικές εξελίξεις.
Το καλύτερο περιβάλλον ενισχύθηκε μάλιστα μετά την επιβεβαίωση του ισχυρού τουριστικού ρεύματος, το οποίο διαπέρασε σχεδόν όλη τη χώρα.
Υπό την επίδραση των παραπάνω παραγόντων και συνθηκών το κλίμα γενικευμένης αμφισβήτησης και καχυποψίας υποχώρησε πραγματικά, σε σημείο που οι περισσότεροι να αισθάνονται ότι η Ελλάδα έχει ένα παράθυρο ευκαιρίας να εξέλθει από το βαθύ τούνελ της μεγάλης κρίσης.
Ωστόσο παρά τη βελτίωση του κλίματος και την καλυτέρευση των συνθηκών τίποτε ακόμη δεν εγγυάται τη σταθεροποίηση και την ανάκαμψη της οικονομίας.
Η κατάσταση είναι μεν καλύτερη, αλλά παραμένει εύθραυστη και η οικονομία εκτεθειμένη σε πλήθος κινδύνων, πολιτικών, γεωπολιτικών και άλλων.
Ιδιαιτέρως οι εγχώριοι πολιτικοί κίνδυνοι πολλούς προβληματίζουν.
Η μάχη εξουσίας είναι κυρίαρχη στη χώρα μας και σε πολλές περιπτώσεις έχει αποδειχθεί απολύτως διαβρωτική και αποδιοργανωτική ακόμη και των καλύτερων οικονομικών συνθηκών. Πολύ περισσότερο όταν συνεχείς είναι οι ταλαντεύσεις του κυβερνώντος κόμματος, όπως απεδείχθη τις τελευταίες μέρες με τις επενδύσεις. Οι όρκοι πίστης του Πρωθυπουργού στην επιχειρηματικότητα και στις επενδύσεις δεν αρκούν προφανώς για την εμπέδωση του αναπτυξιακού πνεύματος και την κυβέρνησή του.
Σκουριές, Ελληνικό, περιφερειακά αεροδρόμια, επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας δεν βρίσκουν δρόμους ανοιχτούς, σκοντάφτουν στο αντιαναπτυξιακό «πνεύμα ΣΥΡΙΖΑ» των προηγούμενων χρόνων της ακραίας και ανεδαφικής διεκδίκησης.
Στην παρούσα φάση επιπλέον τα δημόσια οικονομικά μπορεί να μοιάζουν ελεγχόμενα, αλλά εμφανής είναι η «κόπωση» των εσόδων εξαιτίας της εξάντλησης της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών και της εκτεταμένης φοροδιαφυγής, η οποία διογκώνεται κυρίως λόγω του βάρους των φόρων και της σχετικής κουλτούρας που δεν αλλάζει μονομιάς.
Και η αντίσταση επίσης του κόμματος στον έλεγχο των δαπανών του προϋπολογισμού είναι διαρκής, όπως και η ανάπτυξη αιτημάτων από πλήθος ομάδων που διεκδικούν καλύτερες αμοιβές, υψηλότερα επιδόματα και βεβαίως περισσότερες προσλήψεις. Αν πιεστεί το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, αν δεν αντέξει το κομματικό πρέσινγκ και αμβλυνθεί η προσοχή του, όλα μπορούν να συμβούν.
Η διεκδικούμενη δημοσιονομική σταθερότητα που αποτελεί τη λυδία λίθο του προγράμματος σταθεροποίησης δεν είναι αυτονόητη, ούτε δεδομένη.
Αλλά και η διαφαινόμενη ανάκαμψη δεν είναι εξασφαλισμένη, ούτε εγγυημένη ως προς τη διάρκεια και την έντασή της. Αν δεν υποστηριχθεί με εμβάθυνση των μεταρρυθμίσεων και δεν συνδυασθεί με γρήγορες αλλαγές στο τραπεζικό σύστημα, μπορεί να αποδειχθεί αναιμική και να σβήσει ως άλλη φωτοβολίδα που ενθουσιάζει πρόσκαιρα με τη λάμψη της αλλά ουδέν προσθέτει.
Υπάρχουν ακόμη οι ανοιχτές πληγές της διοίκησης, κυριαρχεί η αδυναμία της να προετοιμάσει σχέδια και να παρουσιάσει εγκαίρως ώριμα έργα, ικανά να απορροφήσουν τους πολλούς διαθέσιμους πόρους.
Και βεβαίως το ελληνικό τραπεζικό σύστημα παραμένει αιχμαλωτισμένο από το αμαρτωλό παρελθόν του, δεν έχει τη δύναμη, ούτε τα εργαλεία και την κουλτούρα να απαλλαγεί γρήγορα από τα πολλά και δεσμευτικά «κόκκινα» δάνεια, ώστε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μιας νέας χρηματοδοτικής εποχής για την οικονομία. Οι διαδικασίες ανασύνταξης, ανασυγκρότησης και αναγέννησης του τραπεζικού συστήματος είναι αργές και κατά τα φαινόμενα θα χρειαστεί αρκετός χρόνος για να σταθεί στα πόδια του και να ανακτήσει την υγεία που χρειάζεται για να στηρίξει χρηματοδοτικά την αναγέννηση της οικονομίας. Στους επόμενους μήνες θα δοκιμαστούν εκ νέου οι αντοχές του τραπεζικού συστήματος, πράγμα που σημαίνει ότι ο ιδιωτικός τομέας θα πρέπει να είναι απολύτως υγιής και εν πολλοίς αυτοχρηματοδοτούμενος προκειμένου να εκμεταλλευθεί τις όποιες ευκαιρίες που πιθανώς να προσφέρει η σταθεροποίηση της οικονομίας.
Βάσει των παραπάνω όλοι μπορούν να αντιληφθούν πόσο σημαντική μπορεί να αποδειχθεί η κυβερνητική στάση και συμπεριφορά.
Τυχόν παίγνια πολιτικά και εξουσιαστικά μπορούν να τινάξουν τα πάντα στον αέρα. Η κυβέρνηση αν μη τι άλλο οφείλει να επιμείνει στη συνεπή εφαρμογή του προγράμματος, να πειθαρχήσει δηλαδή και να μην εκτραπεί από τον δρόμο που έχει αποδεχθεί τελευταίως. Αν λοξοδρομήσει για οποιονδήποτε λόγο, αν υποκύψει η κυβέρνηση στο κόμμα, τότε όλα θα κινδυνεύσουν. Κυρίως όμως θα πάνε χαμένα επτά χρόνια θυσιών του ελληνικού λαού. Γεγονός ασήκωτο και ασυγχώρητο αν επισυμβεί.
Γι’ αυτό και επιβάλλεται η αντιπολίτευση, ιδιαιτέρως η αξιωματική, να πιέζει προς την κατεύθυνση εφαρμογής του προγράμματος και κάλυψης όλων των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει η χώρα. Η σταθεροποίηση προέχει, όπως και η παγίωσή της, επειδή απλούστατα είναι η μόνη που μπορεί να εγγυηθεί την ανάκαμψη και την ανάπτυξη.
Τυχόν αποσταθεροποίηση της οικονομίας θα βλάψει το ίδιο και εκείνη και – το κυριότερο – θα υπονομεύσει ακόμη και τη διεκδικούμενη νίκη της.
Αν η χώρα διολισθήσει σε νέα κρίση, δεν θα έχει σχεδόν καμία σημασία ποιος θα κερδίσει τις επόμενες εκλογές.
Κακά τα ψέματα, για να ανθήσει ξανά η ελληνική οικονομία θέλει πολλή δουλειά. Και βεβαίως πειθαρχία απ’ όλους. Μόνο με συνέπεια, συνέχεια και σταθερότητα θα γυρίσει ο ήλιος…