Τρεις προυποθέσεις για την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές με βιώσιμους όρους προσδιόρισε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας μιλώντας σε εκδήλωση του Ελληνοβρετανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου.
Οπως είπε η επιτυχής επάνοδος στις αγορές προυποθέτει:
-Πρώτον, προσήλωση στους στόχους του προγράμματος και επιτάχυνση στο ρυθμό εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων, τόσο αυτών που έχουν αποφασισθεί στο πλαίσιο του προγράμματος, όσο και άλλων που ενδεχομένως επιλεγούν, προκειμένου να ενισχυθεί ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης. Απολύτως αναγκαία είναι η ταχεία ολοκλήρωση της τρίτης αξιολόγησης του προγράμματος.
-Δεύτερον, επαρκή και έγκαιρη εξειδίκευση των μεσοπρόθεσμων μέτρων αναδιάρθρωσης του χρέους, στο πλαίσιο των αποφάσεων που έχουν ληφθεί στο Eurogroup.
-Τρίτον, εποικοδομητική συνεργασία μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των θεσμών για το είδος και τις προϋποθέσεις της στήριξης της ελληνικής οικονομίας μετά τη λήξη του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, προκειμένου να διασφαλιστεί η επιστροφή της στην χρηματοπιστωτική κανονικότητα μετά από επτά χρόνια σημαντικών θυσιών του ελληνικού λαού.
Και τόνισε:
-“παρά τις θετικές ενδείξεις, λόγω της αύξησης του ΑΕΠ το πρώτο εξάμηνο του 2017, σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογείται επανάπαυση και χαλάρωση των προσπαθειών. Έχουμε ακόμη δρόμο να διανύσουμε για να επαληθευθούν οι θετικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας για την περίοδο 2017-2019 και για να κερδίσει η Ελλάδα την πλήρη εμπιστοσύνη των αγορών μετά το τέλος του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018. Αυτό θα γίνει, εάν η χώρα αποκτήσει πιστοληπτική διαβάθμιση, τέτοια που να μπορεί να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της με επιτόκια συμβατά με τη βιωσιμότητά του, και οι τράπεζες να έχουν επαρκείς εξασφαλίσεις, ώστε να μπορούν να αναχρηματοδοτηθούν πλήρως από τον μηχανισμό αναχρηματοδότησης της ΕΚΤ και όχι μόνο από τον έκτακτο, και ακριβότερο, μηχανισμό (ELA)”.
Αναφερόμενος στο φλέγον ζήτημα των τραπεζών και των κόκκινων δανείων είπε:
-“Από την αρχή του έτους υπάρχει πρόοδος στον τομέα των προβληματικών δανείων των τραπεζών. Συγκεκριμένα, με στοιχεία Ιουνίου 2017, το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ), περιλαμβανομένων των εκτός ισολογισμού στοιχείων, μειώθηκε κατά 3,2% συγκριτικά με το τέλος Δεκεμβρίου 2016, αγγίζοντας τα 102,9 δισεκ. ευρώ ή το 44,9% των συνολικών ανοιγμάτων. Η μείωση των ΜΕΑ που προήλθε από εισπράξεις, ρευστοποιήσεις και πωλήσεις ήταν περιορισμένη. Αντίθετα οι εκτεταμένες διαγραφές δανείων αποτέλεσαν το σημαντικότερο μέσο μείωσης των ΜΕΑ. Οι διαγραφές δανείων ανήλθαν σε 3,3 δισεκ. ευρώ για το πρώτο μισό του 2017”.
Σημείωσε ακόμη ότι “οι τράπεζες διαθέτουν επίσης επαρκείς προβλέψεις, εξασφαλίσεις και κεφάλαια, που υπερκαλύπτουν την αξία των δανείων αυτών, ενώ η οικονομία ανακάμπτει. Επομένως, αναμένεται, και πρέπει, να ενταθούν οι προσπάθειες των τραπεζών ώστε να επιταχυνθεί ο ρυθμός μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, δεδομένου μάλιστα ότι οι στόχοι για το 2018 και το 2019 είναι πιο φιλόδοξοι από τους φετινούς. Ιδιαίτερη έμφαση αναμένεται να δοθεί στην αναδιάρθρωση επιχειρήσεων, στην ενίσχυση με ρευστότητα των βιώσιμων, αλλά και τη ρευστοποίηση μη βιώσιμων μονάδων. Κάτι τέτοιο θα έχει ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση πόρων, που θα μπορούν να στηρίξουν τις νέες και υφιστάμενες υγιείς επενδυτικές και επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, που είναι απαραίτητες για την εμπέδωση της αναπτυξιακής δυναμικής. Γενικώς, οι τράπεζες έχουν πετύχει σημαντικές βελτιώσεις τόσο στην εταιρική διακυβέρνηση όσο και στους δείκτες ρευστότητας και φερεγγυότητας τα τελευταία χρόνια, και ουδεμία απολύτως ανησυχία δικαιολογείται για την πορεία τους”.