Όταν η αστυνομία δεν κατάφερε να βρει τον δολοφόνο του γιου του, ο Φρανσίσκο Ολγάδο εισχώρησε τον υπόκοσμο της περιοχής του ώστε να εντοπίσει τους υπεύθυνους. Το αποτέλεσμα ήταν να μετατραπεί σε τοπικό ήρωα.
Ήταν ξημερώματα της 22ας Νοεμβρίου 1995. Ο 26χρονος Χουάν Ολγάδο, ένα παιδί που ονειρεύονταν να παίξει επαγγελματικό ποδόσφαιρο, έκανε τη νυχτερινή βάρδια σε ένα βενζινάδικο στην ισπανική πόλη Χέρεθ, αναπληρώνοντας χαριστικά έναν φίλο από το κολέγιο, όταν εισέβαλαν ληστές.
Λίγα λεπτά αργότερα ο Χουάν κείτονταν ετοιμοθάνατος αλλά ζωντανός ακόμη μέσα σε μια λίμνη αίματος. Είχε δεχθεί περισσότερες από τριάντα μαχαιριές. Αφησε την τελευταία του πνοή στο δρόμο για το νοσοκομείο.
Για την αστυνομία, τα τραύματα υποδήλωναν τουλάχιστον δύο ή και περισσότερους εισβολείς. Με βάση τα στοιχεία, οι ληστές είχαν αγοράσει αρχικά έναν χυμό πορτοκάλι σε χάρτινη συσκευασία και ένα πακέτο τσιγάρα πριν επιτεθούν, ωστόσο η σκηνή δεν είχε καταγραφεί σε καμία κάμερα ασφαλείας ενώ δεν υπήρχε κανένας μάρτυρας.
Μετά την πρώτη αυτοψία, στη σκηνή του εγκλήματος βρέθηκαν 23 δακτυλικά αποτυπώματα, ίχνη αίματος. Γρήγορα επικράτησε χάος: νοσηλευτές, εγκληματολόγοι, τοπικοί δημοσιογράφοι, αστυνομικοί.
Κίνητρο δεν φαινόταν πουθενά. Αυτό που διακρινόταν, ήταν πως ο Χουάν, ο οποίος στα προηγούμενα 26 χρόνια της ζωής του δεν είχε μπλεξίματα με τον νόμο, βρέθηκε απλώς στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή.
Η αστυνομία γρήγορα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δολοφόνοι ήταν ναρκομανείς. Ανάλογες επιθέσεις ήταν συνηθισμένες στην περιοχή. Έξι εβδομάδες μετά, ο επικεφαλής της έρευνας είχε βρει τους πρώτους υπόπτους. Τέσσερις άνδρες με βεβαρυμένο μητρώο ποινικό μητρώο και προϊστορία με ουσίες. Όλοι τους αρνούνταν τις κατηγορίες.
Όταν ο Φρανθίσκο Ολγάδο, ο πατέρας του Χουάν, πληροφορήθηκε το θάνατο του γιου του, αντέδρασε όπως κάθε γονιός: «Δεν πίστευα ότι θα μπορούσε ποτέ να συμβεί σε εμένα». Έχοντας περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του ως τραπεζικός υπάλληλος, ο τότε 51χρονος πατέρας τριών αγοριών και μιας κόρης, γρήγορα απέκτησε εμμονή με τον εντοπισμό των δολοφόνων του παιδιού του. Τόση, που ο ισπανικός τύπος του έδωσε τον χαρακτηρισμό padre coraje («πατέρας κουράγιο»).
Την ίδια στιγμή όμως που τα ΜΜΕ τον θεωρούσαν ήρωα, η οικογένειά του διαλυόταν και λίγο αργότερα τον εγκατέλειπε.
Η διαλεύκανση της υπόθεσης οδηγούνταν μέρα με τη μέρα στην καταστροφή, το βενζινάδικο, από σκηνή εγκλήματος, είχε γίνει σκηνικό χάους, με αποτέλεσμα να αλλοιωθούν τα πρώτα ευρήματα.
Μην παίρνοντας απαντήσεις από την αστυνομία, αποφάσισε να δράσει μόνος του υποσχόμενος στον τάφο του νεκρού παιδιού του ότι θα φτάσει την υπόθεση στο τέλος, «ανεξαρτήτως συνεπειών».
Μέχρι τις αρχές του 1997, δύο χρόνια μετά το φόνο, ο Ολγάδο ζούσε διπλή ζωή. Το πρωί ξυπνούσε στις 6 για να πάει στο γραφείο του στη Σεβίλλη, 60 μίλια μακριά. Στη διαδρομή με το λεωφορείο κοιμόταν, δούλευε μέχρι το απόγευμα και επέστρεφε πάλι με το λεωφορείο σπίτι του για να αλλάξει ρούχα. Τότε, αρκετές ημέρες την εβδομάδα, ξεκινούσε την περιπλάνησή του στην Rompechapines, μια κάποτε εύρωστη περιοχή της Χέρεθ που πλέον είχε εξελιχθεί σε κέντρο διακίνησης ναρκωτικών, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αλιεύσει πληροφορίες που θα τον βοηθούσαν να διαλευκάνει τη δολοφονία του γιου του. Μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες τριγυρνούσε σε μπαρ, υπόγεια, μπουρδέλα και εγκαταλελειμμένα σπίτια αναζητώντας απαντήσεις.
Με τον καιρό, η έρευνά του γινόταν όλο και πιο οργανωμένη. Αγόρασε ένα μαγνητόφωνο και άρχισε να συνομιλεί με όσο και «υψηλά ιστάμενους» στην αλυσίδα των ναρκομανών. Κάποια στιγμή, ένας έμπορος που προσπάθησε να πλησιάσει, τον απείλησε να του φυτέψει μια τρύπα στο στήθος αν δεν σταματούσε να του κάνει ερωτήσεις.
Τα Σαββατοκύριακα, αντί να περνάει χρόνο με την οικογένειά του, ο Ολγάδο ασχολούνταν με τις μαγνητοφωνήσεις του. Τα αποτελέσματα τον απογοήτευαν.
Μετά από μήνες ερευνών, σαν να του ήρθε επιφοίτηση: στον υπόκοσμο της Χέρεθ, άνθρωποι έμοιαζαν να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται συνεχώς. Γιατί δεν μπορούσε να κάνει κι αυτός το ίδιο;
Το Μάρτιο του 1998 τον βρήκε να κυκλοφορεί με δερμάτινο μπουφάν, σκούρα μεγάλα γυαλιά και μια περούκα που τον έκανε να μοιάζει με χαρακτήρα Lego. Συστηνόταν ως Pepe και έπιανε συζητήσεις με ναρκομανείς, προσφέροντας 50.000 πεσέτες ως αντάλλαγμα για εκείνον που θα έβρισκε τον δήθεν χαμένο του σκύλο, Ρούφο.
Αποφάσισε να επικεντρωθεί στους τέσσερις υπόπτους στους οποίους είχε καταλήξει η αστυνομία. Θεωρούσε πως η αστυνομία είχε βρει τους σωστούς ανθρώπους, αλλά δεν την εμπιστευόταν ότι μπορούσε να βρει τις αποδείξεις που θα τους καταδίκαζαν.
Καταλάβαινε ωστόσο ότι δεν μπορούσε να ακολουθήσει και τους τέσσερις ταυτόχρονα. Έτσι επικεντρώθηκε στον πρώτο, έναν άνδρα με το επώνυμο Ασένσιο. Τον συνάντησε σε μια κλινική χορήγησης μεθαδόνης, να στέκεται στην ουρά. Τα χέρια του έτρεμαν από τη στέρηση. Πλησιάζοντάς τον και προσφέροντάς του ναρκωτικά, γρήγορα κέρδισε την εμπιστοσύνη του και έγιναν φίλοι.
Τότε ήταν που παράτησε τη δουλειά του στην τράπεζα, αφού δεν μπορούσε να συνδυάσει άλλο την έρευνα με την πρωινή δουλειά. Η σχέση του με τη γυναίκα του, η οποία ήταν ήδη εύθραυστη πριν το θάνατο του γιου του, άρχισε να γίνεται όλο και χειρότερη. Αν και στην αρχή στήριζε την έρευνά του, η εμμονή του συζύγου της την κούρασε. Ήθελε να προχωρήσει, όπως μπορούσε, τη ζωή της. Στο πλευρό της τάχθηκαν και τα άλλα παιδιά της οικογένειας.
Εκτός όμως από την οικογένειά του, σε κίνδυνο βρισκόταν και η ζωή του Ολγάδο. Κάποια μέρα ο Ασέντιο του είπε ότι θα σκότωνε τον πατέρα του Χουάν Ολγάδο. Είχε ακούσει ότι έκανε έρευνες για να βρει τους δολοφόνους του γιου του και ήθελε «να προλάβει τον γέρο».
Είχε μείνει εμβρόντητος. Και τότε πρότεινε να τον σκοτώσουν μαζί.
Παρά τα πολλά λάθη στην αστυνομική έρευνα για την εξιχνίαση του εγκλήματος, κάποια στιγμή κατάφεραν να στοιχειοθετήσουν την υπόθεση φέρνοντας σε δίκη τους τέσσερις κατηγορούμενους – ανάμεσά τους και ο Ασέντιο.
Μετά από δύο δίκες κατά τις οποίες οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν αθώοι, το Μάρτιο του 2009 η υπόθεση μπήκε στο αρχείο λόγω έλλειψης νέων στοιχείων. Τον Οκτώβριο του 2015 ο 75χρονος Ολγάδο έφτανε στη Μαδρίτη με τα πόδια, κουτσαίνοντας ελαφρώς και φορώντας ένα λευκό t-shirt με το πορτρέτο του νεκρού γιου του. Είχε περπατήσει 600 χιλιόμετρα προκειμένου να δει τον υπουργό Δικαιοσύνης. Ο υπουργός συγκινήθηκε από το δράμα του και του είπε ότι αν και δεν μπορούσε να ξανανοίξει την υπόθεση, του υποσχέθηκε ωστόσο να την ξανακοιτάξει.
Μέσα σε λίγες ημέρες υπήρξε φως: ένα δακτυλικό αποτύπωμα στον χυμό που είχε βρεθεί στο βενζινάδικο και το οποίο μέχρι τότε δεν είχε θεωρηθεί ως στοιχείο καθώς τότε δεν πληρούσε τα κριτήρια της έρευνας, ταυτοποιήθηκε ότι ανήκε στον Αγουστίν Μοράλες, έναν γνωστό ναρκομανή και παραβάτη της περιοχής, ο οποίος ζούσε κοντά στο βενζινάδικο. Ο Μοράλες είχε πεθάνει στη φυλακή το 2006.
Τότε οι Αρχές διέταξαν την επανεξέταση των υπόλοιπων δειγμάτων που είχαν βρεθεί. Και πάλι όμως χωρίς αποτέλεσμα.
Πηγαίνοντας καθημερινά στον τάφο του παιδιού του, ο Ολγάδο αναζητά ακόμη έναν τρόπο για να συνεχίσει να ψάχνει, ακόμη κι αν χρειαστεί να περπατήσει μέχρι το ευρωπαϊκό δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο Στρασβούργο: «Κάποιος άλλος τρόπος πρέπει να υπάρχει. Και θα τον βρω», λέει.