Η διεκδίκηση αναδρομικών από πρώην βουλευτές έχει ξεκινήσει κατά τις αρχές της οικονομικής κρίσης και συνεχίστηκε όλα τα επόμενα χρόνια, αν και ορισμένοι -ελάχιστοι- υπό την κοινωνική κατακραυγή αναγκάστηκαν να αποσύρουν τις διεκδικήσεις τους έναντι του Δημοσίου.
Οι πρώτες αγωγές που έχουν καταθέσει οι πρώην βουλευτές συζητήθηκαν στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, ενώ ήδη η συζήτηση μερικών αγωγών αναβλήθηκε για τον Φεβρουάριο του 2012. Μικρός αριθμός αγωγών εκκρεμούσαν εκείνη την εποχή και στο Διοικητικό Εφετείο Αθηνών, ενώ πολύ μεγαλύτερος αριθμός έχουν «παγώσει» στο Ελεγκτικό Συνέδριο.
Ωστόσο, δεν μπορεί να προσδιοριστεί το ακριβές ποσό που ζητούν οι πρώην βουλευτές μέσω των Διοικητικών Δικαστηρίων, καθώς οι διεκδικήσεις κυμαίνονται ανάλογα με τα χρόνια που διετέλεσε ο καθένας βουλευτής.
Στην περίπτωση όπου κάποιος βουλευτής που διατήρησε το αξίωμά του 37 μήνες διεκδικεί διαφορές βουλευτικής αποζημίωσης ύψους 240.196 ευρώ συν τους νόμιμους τόκους. Επιπλέον, όλοι σχεδόν διεκδικούν από το ελληνικό δημόσιο και χρηματική ικανοποίηση ύψους 10.000 ευρώ για την ηθική βλάβη που υπέστησαν, από τη μη αναπροσαρμογή των αποδοχών τους.
Υπενθυμίζεται ότι το 2006 με απόφαση του Μισθοδικείου (πρόεδρος ο τότε πρόεδρος του Αρείου Πάγου Ρωμ. Κεδίκογλου) οι αποδοχές των προέδρων των τριών μεγάλων δικαστηρίων της χώρας (Αρείου Πάγου, Συμβουλίου της Επικρατείας και Ελεγκτικού Συνεδρίου εξομοιώθηκαν με τις αποδοχές του προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων που ανέρχονταν τότε περίπου στα 9.500 ευρώ (και από 1.5.2000 αυξήθηκαν οι αποδοχές του προέδρου στα 10.271 ευρώ και του αντιπροέδρου στα 7.190 ευρώ).
Επί του θέματος εξέδωσαν ανακοινώσεις ο ΣΥΡΙΖΑ και η Ν.Δ και ζητούν να αποσυρθούν οι απαιτήσεις των πρώην βουλευτών.
Νόμος Κατρούγκαλου
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του “Ελεύθερου Τύπου”, το σχέδιο για τα αναδρομικά των βουλευτών αναφέρεται σε επιστροφή των μισθολογικών και συνταξιοδοτικών διαφορών που προκύπτουν για τους βουλευτές από την εξομοίωση των αποδοχών με αυτές του προέδρου του ανώτατου δικαστηρίου, με εξαμηνιαίες δόσεις για όσους έχουν λαμβάνειν από 50.000 ευρώ και άνω.
Η συνολική διάρκεια επιστροφής των αναδρομικών με τις εξαμηνιαίες δόσεις μπορεί να εκτείνεται ως και τα 5 έτη. Κατά μια δεύτερη προσέγγιση εξετάζεται να καταβάλλεται το ποσό των αναδρομικών σε ποσοστιαία αναλογία επί της συνολικού δικαιούμενου ποσού, δηλαδή τον πρώτο χρόνο να δοθεί το 20% των αναδρομικών, το δεύτερο χρόνο άλλο ένα 20% κ.ο.κ., ώστε μέσα σε μια 5ετία να έχουν δοθεί όλα τα αναδρομικά. Η σχετική εισήγηση έχει ήδη δοθεί και μένει πλέον να βγει και το σχέδιο της Υπουργικής Απόφασης που προβλέπει ο νόμος.
Ελεύθερος Τύπος
Οπως αναφέρει το το επίμαχο άρθρο 23, του Ν. 4387/2016 και στην παράγραφο 4 (πεδία β και γ):
* 4-β. «Με απόφαση του υπουργού Οικονομικών καθορίζονται ο τρόπος, ο χρόνος και η διαδικασία καταβολής των αναδρομικών ποσών σύνταξης που δικαιούνται συνταξιούχοι του Δημοσίου κατά το Ν.Δ. 99/1974 (Α’ 295), καθώς και οι κληρονόμοι τους, λόγω της αναπροσαρμογής των συντάξεών τους με βάση τις διατάξεις του άρθρου 57 του Ν. 3691/2008 (Α’ 166), σε εκτέλεση τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων.
* 4-γ. Αναδρομικά ποσά συντάξεων τα οποία καταβάλλονται σε εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων συμψηφίζονται με τυχόν ποσά που οφείλει ο δικαιούχος στο Δημόσιο».
Ο νόμος πάνω στον οποίο βασίστηκαν οι προσφυγές των συνταξιούχων βουλευτών είναι ο Ν. 3691/2008 και το άρθρο 57. Με το άρθρο αυτό η τότε κυβέρνηση και ο τότε υπουργός Οικονομικών αύξησαν τις αποδοχές όλων των δικαστικών. Από του αρεοπαγίτη μέχρι του ειρηνοδίκη και του προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Πλην όμως, στο άρθρο αυτό η τότε κυβέρνηση της Ν.Δ. προέβλεψε ρητά στην παράγραφο 12 ότι «οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται σε όσους εξομοιώνονται μισθολογικά με δικαστικούς λειτουργούς ή με μέλη του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους». Η δικλίδα αυτή μπήκε για να μην εξομοιωθούν οι μισθοί και κατ’ επέκταση οι συντάξεις βουλευτών με τους μισθούς και τις συντάξεις των δικαστικών που έφταναν σε σύνολο περίπου στις 8.500 ευρώ και 6.500 ευρώ αντίστοιχα πριν από τις περικοπές των Μνημονίων.
Το άρθρο αυτό όμως προσβλήθηκε μετέπειτα στο Ελεγκτικό Συνέδριο που έκρινε ότι κατ’ αναλογία οι ίδιες αποδοχές θα πρέπει να ισχύουν και για τους βουλευτές, ως λειτουργούς του κράτους.
Στη συνέχεια και βάσει της απόφασης αυτής, έγιναν ατομικές προσφυγές και ήδη από το 2015 άρχισαν να βγαίνουν οι τελεσίδικες ατομικές αποφάσεις (πρωτόδικες και εφετειακές) που δικαίωσαν μέχρι στιγμής 100 με 120 περιπτώσεις πρώην βουλευτών με αναδρομικά δεκάδων και εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛ. από τη στιγμή που ενέταξε στο νόμο Κατρούγκαλου τη διάταξη του άρθρου 23 παράγραφος 4 για την επιστροφή των αναδρομικών είναι υποχρεωμένη να την εφαρμόσει διότι αφορά συνταξιοδοτική διάταξη του Δημοσίου που κατά την πάγια νομολογία και τη θέση του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι υποχρεωτικά εκτελεστή, όταν βγαίνουν οι δικαστικές αποφάσεις!
Μάλιστα, για κάθε μήνα που δεν εφαρμόζεται η απόφαση των αναδρομικών η τριμελής επιτροπή του Ελεγκτικού Συνεδρίου μπορεί να επιβάλλει πρόστιμο 3.000 ευρώ στο Δημόσιο, εφόσον το ζητήσει αυτός που δικαιώνεται! Δηλαδή για 100 αποφάσεις που δικαιώνουν βουλευτές με αναδρομικά το Δημόσιο θα τρώει πρόστιμο 300.000 ευρώ για κάθε μήνα που δεν τους επιστρέφει τα λεφτά, ενώ τα στελέχη που έχουν την ευθύνη της επικύρωσης των αναδρομικών αλλά δεν το πράττουν, λόγω δημοσιονομικού εκτροχιασμού, κινδυνεύουν με αγωγές από τους δικαιωθέντες βουλευτές.
Η μόνη διέξοδος για την κυβέρνηση είναι να καθορίσει τον τρόπο που θα επιστρέψει τα λεφτά στους συνταξιούχους βουλευτές, όπως είπαν στην εφημερίδα αρμόδια υπηρεσιακά στελέχη. Εκτός και αν οι πρώην «εθνοπατέρες» παραιτηθούν των αξιώσεών τους
Ποιοι είναι
Σύμφωνα με παλαότερα δημοσιεύματα που δεν έχουν διαψευσθεί αλλά και με την επιφύλαξη κάποιοι να έχουν αποσύρει τις προσφυγές τους (ή να μην είναι εν ζωή) οι πρώην βουλευτές που διεκδικούν αναδρομικά από το Δημόσιο είναι:
Βουλευτές ΠΑΣΟΚ
Οι 52 πρώην και συνταξιούχοι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ που κατέθεσαν αγωγές και διεκδικούν αναδρομικά διαφορές αποδοχών είναι: Αλ. Ακριβάκης, Ιωάν. Ανθόπουλος, Ελένη Ανουσάκη, Παν. Αντωνακόπουλος, Γεωργ. Ανωμερίτης, Μαρία Αρσένη, Ιωαν. Βαθειάς, Ιωάν. Βαίνας, Βασ. Βασιλακάκης, Ηλ. Βλαχόπουλος, Χρ. Βοσνάκης, Αλέξ. Βούλγαρης, Δημ. Γεωργακόπουλος, Ιωάν. Γιαννακόπουλος, Μόσχος Γικόνογλου, Γκαλήπ Γκαλήπ, Μ.Ζορμπά, Χρήστος Θεοδώρου, Ιωαν. Θωμόπουλος, Θεόδ. Κατσανέβας, Ελεονώρα – Νόρα Κατσέλη – Καλογεροπούλου, Ιωάν. Καψής, Θεόδ. Κολιοπάνος, Ευτ. Κοντομάρης, Βασ. Κοντογιαννόπουλος (1974 – 1993 ΝΔ και 1996 – 2000 ΠΑΣΟΚ), Σωκρ. Κοσμίδης, Θεόδ. Κοτσώνης, Δημ. Κουλουριάνος (ευρωβουλευτής), Φλώρος Κωνσταντίνου, Εμμ. Λουκάκης, Αναστ. Μαντέλης, Αλεξ. Μπαλτάς, Αθαν. Μπάτσος, Φραγκ. Παπαδέλλης, Ελισάβετ Παπαζώη, Ηλ. Παπαηλίας, Βασ. Παπανικόλας, Χρ. Σμυρλής – Λιακατάς, Ιωάνν. Σουλαδάκης, Σωτ. Στολίδης, Ιωάνν. Τσακλίδης, Παντ. Τσερτικίδης, Βασ. Τσιλίκας, Αποστ. Τσοχατζόπουλος, Παν. Φωτιάδης, Αλεξ. Χρυσανθακόπουλος και Αναστ. Χωρέμης.
Βουλευτές ΝΔ
Από την πλευρά της ΝΔ οι 62 πρώην βουλευτές που κατέθεσαν αγωγές είναι: Νικ. Αγγελόπουλος, Παν. Αδρακτάς, Απ. Ανδρεουλάκος, Ιωαν. Βαληνάκης, Δημ. Γαλαμάτης, Σταυρ. Δαϊλάκης, Γεωργ. Δεικτάκης, Θεοφ. Δημοσχάκης, Πέτρ. Δούκας, Ελεύθ. Ζαγορίτης, Σοφία Καλαντζάκου, Ηλ. Καλλιώρας, Γεώργ. Καλός, Κρινιώ Κανελλοπούλου, Αναστ. Καραμάριος, Αντ. Καρπούζας, Θεόδ. Κασίμης, Νικ. Κατσαρός, Θεόδ. Κατσίκης, Σταυρ. Κελέτσης, Κεφαλογιάννης, Αθηνά Κόρκα – Κώνστα, Βασ. Κορκολόπουλος, Ιωάν. Κοσμίδης, (ευρωβουλευτής), Ανδρ. Κουτσούμπας, Γεώργ. Κωνσταντόπουλος, Θεόφ. Λεονταρίδης, Μιχ. Λιάπης, Αναστ. Λιάσκος, Λεων. Λυμπερακίδης, ‘Αρια Μανούσου – Μπινοπούλου, Πέτρ. Μαντούβαλος, Παν. Μελάς, Αντων. Μπέζας, Μιχ. Μπεκίρης, Νικ. Νικολόπουλος, Γεώργ. Ορφανός, Βασ. Παππάς, Αριστ. Παυλίδης, Ιωάνν. Πλακιωτάκης, Αδάμ Ρεγκούζας, Γεώργ. Σαλαγκούδης, Δημ. Σαμπαζιώτης, Παν. Σκανδαλάκης, Θεοδ. Σολδάτος, Σπ. Σπηλιωτόπουλος, Αριστ. Σταθάκης, Νικ. Σταυρογιάννης, Αποστ. Σταύρου, Πέτρ. Τατούλης, Ιορδ. Τζαμτζής, Νικ. Τσιαρτσιώνης, Κων. Τσιπλάκης, Αριστ. Τσιπλάκος, Σάββας Τσιτουρίδης, Γεώργ. Τσούρνος, Παρθένα Φουντουκίδου – Θεοδωρίδου, Αντ. Φούσας, Χρ. Φώλιας, Ηλ. Φωτιάδης και Ευγέν. Χαϊτίδης.