Την επίδραση των ελληνιστικών ιδεών στη σύγχρονη φιλοσοφία, στην τέχνη και στη σύγχρονη επιστήμη τόνισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, κηρύσσοντας, στο Μουσείο της Ακρόπολης, την έναρξη συνεδρίου με θέμα την ελληνιστική Αλεξάνδρεια και τους 24 αιώνες ζωής της (“HELLENISTIC ALEXANDRIA: CELEBRATING 24 CENTURIES»).
Ο κ. Παυλόπουλος, αφού συνεχάρη τους συνδιοργανωτές του Συνεδρίου, δηλαδή το Ίδρυμα Μαριάννα Β. Βαρδινογιάννη, το Μουσείο της Ακρόπολης, το Κέντρο Ελληνιστικών Σπουδών της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας και το Μαριολοπούλειο-Καναγκίνειο Ίδρυμα Επιστημών Περιβάλλοντος, εξέφρασε την βεβαιότητά του, ότι μέσα από τις εργασίες του, θ’ αναδειχθούν η τεράστια σημασία των πρωτότυπων ιδεών της ελληνιστικής εποχής και ο ιδιαίτερος νεοτερισμός της ατμόσφαιρας της εποχής.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, υπενθύμισε ότι η Αλεξάνδρεια ιδρύθηκε το 331 π.Χ., από τον Αλέξανδρο τον Μέγα, σε μια παραθαλάσσια τοποθεσία της Αιγύπτου, στα δυτικά του δέλτα του Νείλου, μεταξύ της Μαρεώτιδος λίμνης και της νήσου Φάρου, στην θέση της αρχαίας αιγυπτιακής πόλης Ρακώτιδας και έμελλε να γίνει το πιο λαμπρό οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο της ελληνιστικής εποχής.
Σημείωσε, επίσης, ότι ως μεγάλο εμπορικό λιμάνι της Μεσογείου, η Αλεξάνδρεια στέγασε δύο από τα θαύματα του αρχαίου κόσμου: Τον κολοσσιαίο φάρο που χτίσθηκε, σύμφωνα με τον Λουκιανό, από τον αρχιτέκτονα Σώστρατο τον Κνίδιο, και δέσποζε στη νήσο Φάρο, όπως και την περίφημη Βιβλιοθήκη, η οποία αριθμούσε γύρω στους 500.000 κυλίνδρους. Στην Αλεξάνδρεια οι Πτολεμαίοι έδειξαν όλο τους τον πλούτο και τη μεγαλοπρέπεια, χτίζοντας, μεταξύ άλλων, τα ανάκτορα, το Μουσείο, το Σεραπείο (ναό αφιερωμένο στον ελληνοαιγυπτιακό μυστηριακό θεό Σέραπι), τον ναό της Ίσιδος, το θέατρο αλλά και το Σήμα, ένα μαυσωλείο όπου φυλασσόταν το σώμα του Αλεξάνδρου.
Συνεχίζοντας, επισήμανε, ότι υπό την δυναστεία των Πτολεμαίων, η Αλεξάνδρεια έφτασε να θεωρείται, μέσα σ’ έναν αιώνα, η μεγαλύτερη πόλη του τότε κόσμου. «Ο όγκος των εμπορικών συναλλαγών αυξήθηκε εντυπωσιακά και η πόλη έγινε κέντρο πολιτισμού και γραμμάτων στην ευρύτερη περιοχή. Η Αλεξάνδρεια αναδείχθηκε στο κυρίως κέντρο της ελληνιστικής τέχνης του 3ου – 1ου π.Χ. αι., που δημιουργήθηκε από την αφομοίωση των ελληνικών και ανατολικών στοιχείων. Από τις θετικές επιστήμες αναπτύχθηκαν η Ιατρική, η Γεωμετρία, η Γεωγραφία, η Αστρονομία, η Φυσική (ιδιαίτερα η Μηχανική) και κατά την ελληνιστική εποχή αναπτύχθηκε, για πρώτη φορά στην Αλεξάνδρεια, ως αυτόνομη επιστήμη, η Φιλολογία», σημείωσε.
Ειδική αναφορά έκανε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας και στις επισημάνσεις του Ολλανδού μαθηματικού B.L. van der Waerden στο βιβλίο του, «Η αφύπνιση της επιστήμης», σχετικά με την Αλεξανδρινή Περίοδο, επικαλούμενος το εξής απόσπασμα:
«Με τη διορατικότητα μιας μεγαλοφυΐας, αλλά επίσης με βαθιά γνώση των γεωγραφικών συνθηκών και των δυνατοτήτων μεταφοράς, ο νεαρός ήρωας Αλέξανδρος είχε επιλέξει την Αλεξάνδρεια ως το κέντρο του μελλοντικού κόσμου και είχε ξεκινήσει την οικοδόμηση της πόλης. Πολύ σύντομα, η Αλεξάνδρεια έγινε μια ανθηρή εμπορική μητρόπολη καθώς και ένα πολιτικό κέντρο πρώτης τάξεως. Οι βασιλείς Πτολεμαίος ο Σωτήρ, Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος και Πτολεμαίος ο Ευεργέτης, που διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον από το 305 ως το 221 π.Χ., δεν εγκαθίδρυσαν απλώς ένα ισχυρό βασίλειο αλλά προώθησαν τις τέχνες και τις επιστήμες με έναν τρόπο αληθινά ηγεμονικό. Ο πρώτος Πτολεμαίος ίδρυσε το Μουσείο, το οποίο συγκέντρωσε κορυφαίους ποιητές και λόγιους αμειβόμενους πλουσιοπάροχα από τους βασιλικούς θησαυρούς. Περιλάμβανε μια παγκοσμίως ξακουστή βιβλιοθήκη, στην οποία ο Πτολεμαίος ο Ευεργέτης πρόσθεσε ολόκληρες τις συλλογές των βιβλίων του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου. Όλοι όσοι καλλιεργούσαν τις επιστήμες και τα γράμματα συνέρρευσαν στην Αλεξάνδρεια: φιλόλογοι (που ονομάζονταν γραμματικοί), ιστορικοί, γεωγράφοι, μαθηματικοί, αστρονόμοι, φιλόσοφοι και ποιητές. Ένας εκλεπτυσμένος πολιτισμός βασίλευε σ’ αυτή την ελληνιστική βασιλική αυλή. Τα έργα του Ομήρου αναλύονταν και ξεκαθαρίζονταν από τις αλλοιώσεις, θεμελιώθηκε η επιστήμη της χρονολόγησης, η ποίηση αναπτύχθηκε κι εκλεπτύνθηκε. Στην αστρονομία, γίνονταν προσεκτικές παρατηρήσεις και θεμελιώθηκαν θεωρίες που ερμήνευαν τις παρατηρήσεις, όπως αυτές των επίκυκλων και των έκκεντρων κύκλων. Το αποκορύφωμα αυτής της ανάπτυξης ήταν η μεγάλη Μαθηματική Σύνταξις, η ‘Αλμαγέστη’ του Πτολεμαίου (140 μ.Χ.)· αλλά τα θεμέλια όλων αυτών των θεωριών τέθηκαν στην Αλεξανδρινή περίοδο. Οι ίδιοι άνθρωποι που έφεραν την τεράστια ανάπτυξη της αστρονομίας, ο Αρίσταρχος, ο Αρχιμήδης, ο Ερατοσθένης και ο Απολλώνιος, ήταν επίσης οι κορυφαίοι μαθηματικοί του καιρού τους και οδήγησαν τα μαθηματικά σε πρωτοφανή άνθηση. Στην αστρονομία ο Ίππαρχος (130 π.Χ.) και ο Πτολεμαίος ολοκλήρωσαν το έργο των μεγάλων Αλεξανδρινών προπατόρων τους».
Τέλος, ο κ. Παυλόπουλος αναφέρθηκε και στον αλεξανδρινής καταγωγής, κορυφαίο σύγχρονο Έλληνα μαθηματικό, Δημήτρη Χριστοδούλου, υπενθυμίζοντας, ότι σε μια διάλεξή του, με τίτλο, «Τα Μαθηματικά στην Αρχαία Αλεξάνδρεια: Ευκλείδης – Αρχιμήδης», υπογραμμίζει ότι ο τρόπος που ο Αρχιμήδης «οικοδόμησε» την Υδροστατική του άσκησε ιδιαίτερη γοητεία στην αυστηρή μαθηματική σκέψη του Χριστοδούλου και στον τρόπο που ο ίδιος εργάζεται πάνω στα Μαθηματικά της Υδροδυναμικής.
«Ο Δημήτρης Χριστοδούλου ολοκληρώνει την διάλεξή του με τ’ ακόλουθα λόγια: «Συνοψίζοντας, ο Αρχιμήδης ταξίδεψε μόνος όλη την πορεία από παρατηρήσεις και πειράματα, εμπειρικούς κανόνες, επινόηση κατάλληλων εννοιών, ανακάλυψη των βασικών αρχών και θεμελίωση θεωριών, ανάπτυξη μαθηματικών μεθόδων για την επίλυση των προβλημάτων που προκύπτουν στις θεωρίες και, τέλος, την λύση αυτών των προβλημάτων καταλήγοντας στην ποσοτική περιγραφή των φυσικών φαινομένων. Το σύνολο αποτελεί κατόρθωμα χωρίς παράλληλο στην ιστορία της ανθρωπότητας» κατέληξε ο κ. Παυλόπουλος.
Στην τελετή εγκαινίων παρέστη και ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας, Θεόδωρος Β’.