Ποινή φυλάκισης δυόμισι χρόνων επέβαλε το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας στον Ανδρέα Ηλιάδη, καθώς και πρόστιμο 120.000 ευρώ στην Τράπεζα Κύπρου, στο πλαίσιο της πρώτης ποινικής υπόθεσης σε βάρος της Τράπεζας Κύπρου και πρώην υψηλόβαθμων στελεχών της.
Όπως δημοσιεύει ο politis.com.cy η Τράπεζα Κύπρου ως νομική οντότητα και ο Ανδρέας Ηλιάδης, τότε διευθύνων σύμβουλος του συγκροτήματος, κρίθηκαν ένοχοι στις 14 Δεκεμβρίου 2017 για την κατηγορία της χειραγώγησης της αγοράς μέσω παραπλανητικών δηλώσεων για κεφαλαιουχικό έλλειμμα της τράπεζας στην ετήσια Γενική Συνέλευσή της στις 19 Ιουνίου 2012.
Αναλύοντας το σκεπτικό του Δικαστηρίου σήμερα, η Πρόεδρος του Κακουργιοδικείου Λένα Δημητριάδου ανέφερε ότι αν ο κ. Ηλιάδης ήθελε να ενημερώσει τους μετόχους και το επενδυτικό κοινό μπορούσε πολύ απλά να εξηγήσει την πραγματική κατάσταση, να αναφέρει τις δυσκολίες που υπήρχαν και τους αστάθμητους παράγοντες. Κάτι παρόμοιο έπραξε, πρόσθεσε η Δικαστής, την επόμενη ημέρα το πρωί, γράφοντας επιστολή στο Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.
Είναι προφανές πως δεν συμφωνούμε με καμία εισήγηση που έκανε ο δικηγόρος υπεράσπισης του κ. Ηλιάδη πως χωρίς ψύχραιμη σκέψη, «έφυέ του» η άστοχη απάντηση.
Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το Δικαστήριο είναι ότι ο τότε Διευθύνων Σύμβουλος του συγκροτήματος «δεν ήθελε εκείνη τη χρονική στιγμή να δώσει την αληθή εικόνα», αλλά ότι αντιθέτως ήθελε να καθησυχάσει τους πάντες.
Το Δικαστήριο αναφέρθηκε σε αγγλική νομολογία για την επιβολή ποινών σε παρόμοιες υποθέσεις και σημείωσε ότι από υψηλόβαθμα στελέχη τραπεζών και χρηματοοικονομικών οργανισμών «αναμένονται υψηλά επίπεδα ακεραιότητας, τήρηση υψηλών προτύπων αμεροληψίας και διαφάνειας και κυρίως εντιμότητας».
Οι μέτοχοι και οι επενδυτές, όπως αναφέρθηκε, είχαν το απόλυτο δικαίωμα να ενημερωθούν εντίμως για την κατάσταση πραγμάτων που επικρατούσε στην Τράπεζα.
Η σοβαρότητα του αδικήματος έγκειται ακριβώς στη στέρηση αυτού του δικαιώματος ελαφρά την καρδία, τόνισε το Δικαστήριο.
Το Δικαστήριο αρχικά στάθηκε στο αδίκημα της χειραγώγησης και στο γεγονός ότι αποτελεί εκτροπή της διαδικασίας διαμόρφωσης της τιμής των μετοχών, καθώς και στη σημασία που αποδίδεται στην ομαλή λειτουργία των αγορών ως προϋπόθεση για οικονομική ανάπτυξη και ευημερία.
Σημείωσε ότι αποδίδεται τεράστια σημασία, στη διασφάλιση της ακεραιότητας των αγορών χρηματοπιστωτικών μέσων και στη διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού προς τις αγορές, καθώς και στη διασφάλιση συνθηκών πλήρους διαφάνειας.
«Ατυχές και λυπηρό», αποκάλεσε το Δικαστήριο το γεγονός, όπως ανέφερε η Πρόεδρος του ότι τα μέσα μαζικής ενημέρωσης παρουσίασαν την υπόθεση, ως υπόθεση που αφορούσε την καταστροφή της κυπριακής οικονομίας και τους κατηγορούμενους ως υπαίτιους.
Υπενθυμίζεται ότι στις 14 Δεκεμβρίου 2017 το Κακουργιοδικείο έκρινε αθώους όλους τους κατηγορούμενους σε άλλες τέσσερις κατηγορίες. Κατηγορούμενοι στην υπόθεση ήταν επίσης τα πρώην υψηλόβαθμα στελέχη της Τράπεζας Κύπρου, Θεόδωρος Αριστοδήμου, Αντρέας Αρτέμης, Γιάννης Κυπρή και Γιάννης Πεχλιβανίδης, οι οποίοι αθωώθηκαν από το δικαστήριο.