“Στη δικογραφία κάτω από τον τίτλο «προκύπτουσες ενδείξεις» ουδένα στοιχείο υπάρχει το οποίο να με συσχετίζει με ενοχή“, υπογράμμισε ο πρώην υπουργός Υγείας Ανδρέας Λυκουρέντζος, ο οποίος διατύπωσε την οργή του για το ότι επανέρχεται στο βήμα της Βουλής για να μιλήσει για μια δικογραφία.
Ο κ. Λυκουρέντζος δήλωσε από την αρχή της ομιλίας του ότι επιθυμεί να αξιοποιήσει τη διάταξη 86 παρ. 6 του Συντάγματος για τη σύσταση Ειδικής Επιτροπής, ώστε να αποκαλυφθεί ειδικώς για εκείνον η αλήθεια και ανέφερε συγκεκριμένα: «Δεν με αφορούν οι εκτιμήσεις περί παραγραφής, με αφορά η αποκάλυψη της αλήθειας. Δεν πρόκειται να δεχθώ μακρόσυρτο διασυρμό της τιμής και της υπόληψής μου».
Ο κ. Λυκουρέντζος, ο οποίος διετέλεσε υπουργός Υγείας από τον Ιούνιο του 2012 έως τον Ιούνιο του 2013, εξήγησε ενώπιον της Ολομέλειας ότι δεν ανήκε σε εκείνον η αρμοδιότητα της γενικής διεύθυνσης Υγείας και συνεπώς ο σχεδιασμός της φαρμακευτικής πολιτικής ή έκδοση των κατά καιρούς δελτίων φαρμάκων και προς επίρρωση των λεγομένων του κατέθεσε το σχετικό ΦΕΚ, στα πρακτικά. «Δεν υπέγραψα ποτέ τίποτα και δεν έχω καμία σχέση με καμία εταιρεία και κανένα στέλεχος φαρμακευτικής. Οι αποφάσεις μου όλες είναι στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης. Υπέγραφα τις αποφάσεις σε συνεργασία με τα διευθυντικά στελέχη και αρνήθηκα υπογραφή σε πολλές περιπτώσεις» είπε.
Κάνοντας λόγο για «ευτελή ψευδομαρτυρία» εναντίον του, ο πρώην υπουργός, σημείωσε ότι στη δικογραφία χιλιάδων σελίδων, «εμένα δεν με κατηγορεί το FBI, δεν υπάρχει κανένα αντικειμενικό στοιχείο, το ρήμα “υποθέτω” υπάρχει».
«Ο ισχυρισμός του προστατευόμενου μάρτυρα, σαν να ήμουν ιατρικός επισκέπτης, είναι ότι προωθούσα προϊόντα συγκεκριμένης εταιρείας. Προφανώς ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι άξιος απαντήσεως, ξεφεύγει κάθε περιπτώσεως σοβαρότητας» συνέχισε και πρόσθεσε: «Όχι μόνο δεν συμβαίνει αυτό, αλλά αντιθέτως ακριβώς παρακολουθούσαμε με αγωνία κάθε εξέλιξη, ώστε να εμποδίσουμε την αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης, διότι απέναντι στην τρόικα για την επίτευξη της δανειακής συμφωνίας, υπόλογος δεν ήταν ο αν. υπουργός, αλλά η ίδια η κυβέρνηση. Και οι πολιτικές ηγεσίες των κυβερνήσεων 2012 – 2015 μείωσαν θεαματικά όχι μόνο τη δημόσια φαρμακευτική δαπάνη, αλλά και τη δαπάνη στις προμήθειες των νοσοκομείων στα οριζόμενα επίπεδα. Όταν αποχώρησα από υπουργός, ο μνημονιακός στόχος ήταν 1 δισ, εγώ παρέδωσα δαπάνες 935 εκ. ήμουν 65 εκ. κάτω από τον στόχο» τόνισε ο κ. Λυκουρέντζος.
Ακόμη, υπενθύμισε ότι επί των ημερών του κλήθηκε ο επικεφαλής της Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος, Μανώλης Σφακιανάκης, ώστε να εξιχνιαστεί ο λόγος για τον οποίο κατεγράφησαν κατά τη θερινή περίοδο (Ιούλιος – Αύγουστος) 11 εκ. συνταγές και να εντοπιστούν οι υπαίτιοι.
Τότε, συνέχισε ο κ. Λυκουρέντζος, ο επί πολλά έτη συνδικαλιστής των φαρμακοποιών, Κ. Λουράντος, υπερασπίστηκε τους συναδέλφους του, αλλά τόνισε ότι αν η συνταγογράφηση προέρχεται από γιατρούς είναι πολύ σοβαρό το θέμα, ευτελίζοντας έτσι τον ισχυρισμό ότι κάθε υπουργός μπορεί να προωθεί προϊόντα εταιρείας. «Είναι ο ίδιος που σε ώρες σύγκρουσης με την κυβέρνηση, έλεγε να γίνουν τα φαρμακεία εκλογικά κέντρα του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν στεκόταν φυσικά φιλικά απέναντι μας» πρόσθεσε.
Εξάλλου, ο κ. Λυκουρέντζος επικαλέστηκε κατά την ίδια περίοδο ανακοίνωση του Συλλόγου Φαρμακευτικών επιχειρήσεων, που την υπέγραφαν ο κ. Φρουζής της Novartis και η υπόλοιπη ηγεσία των πολυεθνικών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, ανακοίνωση στην οποία μέμφεται την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας, ότι καθυστερεί την αδειοδότηση και τιμολόγηση νέων φαρμάκων, πάρα την ευρωπαϊκή οδηγία. «Είναι η επιστολή που αποκαλύπτει την άρνησή μας να εισέλθουν πανάκριβα φάρμακα στην αγορά και να εκτιναχθεί η φαρμακευτική δαπάνη. Μερικοί από αυτούς μας έστειλαν και το μήνυμα, μέσω δημοσιευμάτων, ότι κινδυνεύουμε να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες του νόμου λόγω της δήθεν αναλγησίας μας απέναντι στην υγεία των ασθενών. Σήμερα οι ίδιοι είναι με την πλευρά εκείνων που προσπαθούν να μας σπιλώσουν ότι δήθεν προωθούσαμε εταιρικά συμφέροντα» είπε ο κ. Λυκουρέντζος.
Ως προς το δεύτερο σκέλος που τον αφορά ότι «ενδιαφερόταν για την επίσπευση πληρωμών συγκεκριμένης εταιρείας», ο πρώην υπουργός Υγείας έκανε λόγο για «παντελώς αβάσιμη και ψευδή αναφορά» και παρατήρησε: «Δεν το έκανα φυσικά, αλλά και να το επεδίωκε κάποιος, θα ήταν αδύνατο να το επιτύχει». Εξηγώντας ο κ. Λυκουρέντζος επισήμανε όπως αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί, πρώτον διότι ο ανελέητος ανταγωνισμός μεταξύ εταιρειών δεν επέτρεπε οποιαδήποτε μεροληπτική αντιμετώπιση, «ο ΕΟΠΥΥ εξέδωσε τα εντάλματα πληρωμών κι όχι ο εκάστοτε υπουργός» και δεύτερον διότι ήταν στη διάθεσή του ΕΟΠΥΥ όλα τα εντάλματα πληρωμών ύψος 3,5 δισ. κι άρα δεν υπήρχαν χρήματα «ειδικά για κάποιους ευνοούμενους και προνομιούχους».
Τέλος, ο κ. Λυκουρέντζος κατέθεσε τις επιστολές του διοικητή του ΕΟΠΥΥ, Ελευθέριου Παπαγεωργόπουλου, ως «εξαιρετικά διαφωτιστές» για τα όσα ο ίδιος ανέφερε σχετικώς με αυτό το θέμα, ενώ κατέθεσε και επιστολές του ιδίου στις οποίες τον ευχαριστεί και τον συγχαίρει, διότι ο ρόλος του ως υπουργού υπήρξε καθοριστικός για την αναβάθμιση της δημόσιας υγείας και στις οποίες αναφέρεται στη γενναιότητα και εντιμότητά του ως «χαρακτηριστικά σπάνιου ήθους στην πολιτική ζωή».