Είναι αλήθεια πως στην υστεροφημία των πολιτικών ηγετών η Ιστορία καταγράφει τα μεγάλα. Εκείνα τα θετικά ή αρνητικά σημαντικά γεγονότα, που συνδυάζονται με αποφάσεις ή παραλείψεις, και τα οποία διαδραματίζουν ρόλο στη διαμόρφωση μιας πολιτικής “διαχρονικότητας”.
Σεραφείμ Π. Κοτρώτσος
Αν η Ιστορία, όμως, “θυμάται” τα μεγάλα, αρκετά συχνά είναι τα μικρά και θεωρητικώς ασήμαντα μπροστά στο εύρος των εξελίξεων που επηρεάζουν την εικόνα. Προσθέτουν, δε, καμιά φορά, κάποιες “γκρίζες” στραβο-πινελιές που χαλάνε τις πολιτικές προσωπογραφίες και φέρνουν σε αμηχανία τον ιστορικό του μέλλοντος.
Μπορεί να καταβάλλει κανείς κόπο και πολιτικό κεφάλαιο για να οικοδομήσει μια μεγάλη τομή στις εξελίξεις, όπως για παράδειγμα, στις μέρες μας, η έξοδος της χώρας από τα μνημόνια μετά από μια εξοντωτική πορεία οκτώ ετών -για την οποία, προφανέστατα, άλλοι φέρουν την ευθύνη-, ή η επούλωση του 25ετούς τραύματος του “Μακεδονικού”, και να κλυδωνίζεται αυτή η προσπάθεια εξαιτίας της αμέλειας για ένα “επίδομα ενοικίου” ή από τις παραλείψεις στην αντιμετώπιση κρουσμάτων ανομίας.
Σ’ αυτές τις συμπληγάδες, ανάμεσα στην επιδίωξη να αντιμετωπισθούν τα μεγάλα και στο πολιτικό και επικοινωνιακό άχθος που επιφέρουν τα μικρά, βρίσκεται τις τελευταίες ημέρες η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός. Τι από τα δύο θα επικρατήσει, τελικά, έχει να κάνει πρωτίστως με τον ίδιο αλλά -κι αυτό δεν πρέπει να υποτιμάται- και από τον τρόπο με τον οποίο θα κατορθώσει να στρέψει πραγματικά το ενδιαφέρον στον ίδιο τον πίνακα και να κρύψει ή να σβήσει τα λάθη του πινέλου.
Ο Αλέξης Τσίπρας έχει λάβει εδώ και καιρό μια στρατηγική απόφαση και όσοι συνομιλούν μαζί του το γνωρίζουν. Να εξαντλήσει το σύνολο του ζωτικού πολιτικού χρόνου που του προσφέρει η συγκυρία. Ήτοι, να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές όχι νωρίτερα από τον Μάϊο του 2019, όταν η διπλή κάλπη (βουλευτικές και ευρωεκλογές) θα του προσφέρουν το βολικότερο εκείνο πολιτικό περιβάλλον να αναπτύξει τα μεγάλα διλήμματα της μετα-μνημονιακής περιόδου και ταυτόχρονα να απορροφήσει το κόστος και τις συνέπειες της πολιτικής που ακολούθησε (κατ’ ανάγκη ή ως επιλογή) μετά το 2015.
Οι δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν, έως ένα βαθμό, την επιδίωξη αυτή. Έστω και αργά, η “ψαλίδα” μεταξύ της Ν.Δ και του ΣΥΡΙΖΑ κλείνει και οι δημοσκόποι δεν αποκλείουν ακόμα και την πιθανότητα ανατροπών σε σύγκριση με το κλίμα του εκλογικού “περιπάτου” που είχε δημιουργηθεί μέχρι πρότινος υπέρ της Ν.Δ του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Χωρίς “βοήθειες”
Η αλήθεια είναι πως ο Αλέξης Τσίπρας έχει ελάχιστες “βοήθειες” στο εσωτερικό της χώρας.
Το Σκοπιανό είναι για παράδειγμα ένα θέμα που προσφέρεται για συγκλίσεις των πολιτικών δυνάμεων, ασχέτως της διπλωματικής έκβασης που θα έχει, τελικά, δεδομένης και της αδυναμίας που φαίνεται να διακατέχει την κυβέρνηση Ζάεφ. Αντ’ αυτού, η αξιωματική αντιπολίτευση παραδόθηκε με ευκολία στη θεωρία της “μη λύσης”, ενώ ένα σημαντικό τμήμα της ξιφουλκεί υπέρ της ουτοπικής θεωρίας για μια ονομασία της ΠΓΔΜ που δεν θα περιέχει ούτε ίχνος του όρου Μακεδονία.
Αλλά και το όμορο “Κίνημα Αλλαγής”, παρά τις ρητές θέσεις του Γιώργου Παπανδρέου, του Σταύρου Θεοδωράκη, του Γιώργου Καμίνη, του Γιάννη Ραγκούση, του Νίκου Μπίστη, του Σπύρου Δανέλλη και άλλων υπέρ της σύνθετης ονομασίας, επιμένει να κινείται σε μία πολιτική δήθεν ίσων αποστάσεων που καταλήγει, στο τέλος, υπονομευτική της εθνικής προσπάθειας.
Κάτι παρόμοιο παρατηρείται και σχετικά με το σκάνδαλο της Novartis. Ενώ για τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την Φώφη Γεννηματά θα έπρεπε να αποτελεί μια χρυσή ευκαιρία να κόψουν τον ομφάλιο λώρο με το “αμαρτωλό” παρελθόν των κομμάτων τους και να προβάλλουν τον μεταρρυθμιστικό ρόλο και λόγο τους, προτιμούν αμφότεροι να αγκιστρωθούν σε πρόσωπα και καταστάσεις που εκκινούν από το σκοτεινό πολιτικό παρελθόν μόνο και μόνο επειδή θεωρούν πως έτσι προφυλάσσουν την ενότητα των χώρων τους.
Είναι αν μη τι άλλο παράδοξο να ορίζουν (έμμεσα ή άμεσα) την πολιτική γεωγραφία του σήμερα πρόσωπα που φέρουν τεράστιες ευθύνες για τη φαύλη διαχείριση των τελευταίων δεκαετιών. Κι’ όμως συμβαίνει.
Τα νέα διλήμματα
Πόσο γενναιόδωρη ή πόσο τιμωρητική θα είναι τελικά η Ιστορία με τους πρωταγωνιστές της σημερινής πολιτικής κατάστασης θα κριθεί αργότερα, Μέχρι τότε ο πρωθυπουργός θα συνεχίσει να αναμετράται με τις αδυναμίες της κυβέρνησής του, τους δισταγμούς και τις λεπτές ισορροπίες, ακόμα και με τις αντιλήψεις περί αριστερού προσήμου, το οποίο αναμφισβήτητα υπάρχει αλλά δεν μπορεί και δεν πρέπει να αναστέλλει τις προοπτικές.
Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η υπόθεση της επένδυσης στο Ελληνικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ του 4% ήταν σφόδρα εναντίον μιας τέτοιας επιλογής. Ακόμα και σήμερα σημαντικά τμήματα του κομματικού προσωπικού του θα ήθελαν να δουν την επένδυση να ναυαγεί. Πραγματιστής, όμως, πλέον, ο Αλέξης Τσίπρας και μια ομάδα τεχνοκρατών της Αριστεράς που τον περιβάλλουν (Δραγασάκης, Τσακαλώτος, Χουλιαράκης, Παππάς, Πιτσιόρλας, Χαρίτσης κ.α) γνωρίζουν πολύ καλά πόσο σημαντικό πολιτικά και επικοινωνιακά είναι να πάνε σε εκλογές τον Μάϊο του 2019 με τις μπουλντόζες της κοινοπραξίας εντός του παλαιού αεροδρομίου και με το έργο σε πλήρη εξέλιξη.
Κατά ανάλογο τρόπο μπορεί η αντίληψη περί καταστολής πόρρω να απέχει από την λογική της Αριστεράς, στο Μαξίμου, ωστόσο, έχουν αποδεχθεί πως απαιτείται στιβαρή διαχείριση στις εφόδους του Ρουβίκωνα ή άλλων ομάδων που δημιουργούν λανθασμένες εντυπώσεις. Αλλά, ακόμα πιο στιβαρή διαχείριση απαιτείται στην αντιμετώπιση ομάδων ενός ακροδεξιού παρακράτους που επιχειρεί να δημιουργήσει συνθήκες κοινωνικού πολέμου και αποσταθεροποίησης.
Από εδώ και στο εξής δεν συγχωρούνται, ωστόσο, σοβαρά λάθη διαχείρισης. Περιστατικά τύπου “επίδομα ενοικίου” θα διογκώνονται εκ των πραγμάτων από την αντιπολίτευση και τα μέσα ενημέρωσης που την στηρίζουν. Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι να καταγγέλλεται μόνο η αντιπολίτευση που τα αναγάγει σε μείζονα αλλά να αποφεύγονται αυτά τα κρίσιμα σφάλματα.
Ο μετα-μνημονιακός χάρτης
Αναμφίβολα ο Αλέξης Τσίπρας έχει κάνει λάθη. Είναι ακόμα βέβαιο πως η κοινωνία πιέζεται από τις οικονομικές πολιτικές του τρίτου μνημονίου και ένα μεγάλο τμήμα της βρίσκεται υπό τη δαμόκλειο σπάθη της φτώχειας ή των χρεών που έχει σωρεύσει προς τις τράπεζες και το Δημόσιο.
Όμως με αυτά θα πορευτεί. Ξέρει τι πρέπει να διορθώσει, τι πρέπει να αλλάξει και, κυρίως, ποιος είναι ο μονόδρομος που οδηγεί στο τέλος αυτής της ζοφερής μνημονιακής περιόδου. Αυτός ο μονόδρομος δεν οδηγεί προφανώς στη Γη της Επαγγελίας. Θα δημιουργήσει, όμως, κάποιες προοπτικές επανεκκίνησης. Να ιεραρχηθούν σωστά οι προτεραιότητες της χώρας, να δρομολογηθεί μια δικαιότερη κατανομή των βαρών και να αυξηθούν λίγο οι βαθμοί ελευθερίας στην χάραξη του μετα-μνημονιακού χάρτη.
Κι εκεί, τα διλήμματα θα τεθούν πιο καθαρά, τόσο από την κυβέρνηση, όσο και από την αντιπολίτευση. Θα φανούν, δε, οι δυνατότητες νέων πολιτικών συγκλίσεων. Και οι πολίτες θα κάνουν τις επιλογές τους.