«Αν συζητάγαμε στα σοβαρά και αν η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ δεν είχαν αλλάξει τη θέση που εκφράζανε, η συμφωνία θα περνούσε με τεράστια πλειοψηφία», τόνισε ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής, Δημήτρης Βίτσας, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM».
«Νομίζω, όμως, ότι υπάρχουν μέσα στην ελληνική Βουλή οι άνθρωποι που καταλαβαίνουν ποιο είναι το συμφέρον της χώρας και θεωρώ πως όχι μόνο θα πάρει την πλειοψηφία αλλά μεγαλύτερη πλειοψηφία απ’ αυτήν που πήρε η ψήφος εμπιστοσύνης», σημείωσε ο κ. Βίτσας.
Ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής καταλόγισε στο μεγαλύτερο μέρος της αντιπολίτευσης προσπάθεια «να μη συζητήσουμε σοβαρά γι’ αυτά τα ζητήματα που αφορούν τη Συμφωνία των Πρεσπών και το μέλλον της Ελλάδας και των Βαλκανίων αλλά να μείνουμε σε κορώνες, που κατά κύριο λόγο έχουν εθνικιστικό χαρακτήρα».
«Ρέπουν προς μια λογική -και η Νέα Δημοκρατία- ότι η Μακεδονία είναι μία και είναι ελληνική, δηλαδή η βάση της μεγάλης αλυτρωτικής ιδέας που υπήρχε τον προηγούμενο και τον παραπροηγούμενο αιώνα, ενώ αυτό που έχουμε ανάγκη είναι να συζητήσουμε πάρα πολύ σοβαρά και για το παρελθόν και για το παρόν και για το μέλλον, οπότε θα έλεγα ότι έχει μεγάλη σημασία να μάθει ο κόσμος και πού έγιναν λάθη το προηγούμενο διάστημα και τι σημαίνει η συμφωνία και τι δρόμους ανοίγει», υπογράμμισε ο κ. Βίτσας.
Σημείωσε, δε, ότι αφού ψηφιστεί η Συμφωνία των Πρεσπών θα φανεί ότι «είναι επωφελής και για την Ελλάδα και για τη Βόρεια Μακεδονία και για όλα τα κράτη των Βαλκανίων».
«Έγινε κάτι που δεν έχει συμβεί προηγούμενα, μια χώρα να αλλάζει το συνταγματικό της όνομα και να αλλάζει και το Σύνταγμά της. Αυτό δείχνει την αμοιβαία προσπάθεια ώστε να βρεθεί μια λύση, που συνήθως λέγεται ότι μας ταλανίζει 27 χρόνια. Εγώ θα σας πάω στο 1945, 1948, όπου για πρώτη φορά ονομάστηκε αυτή η περιοχή “Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας” και στο 1963 που ονομάστηκε “Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας”, όπου τότε δεν εγέρθηκαν από τις τότε κυβερνήσεις τέτοιου είδους υπερβολικές ενστάσεις, όπως έγινε το 1992 αλλά και που εξακολουθούν ορισμένες δυνάμεις να ενίστανται και μάλιστα με πολύ υψηλούς τόνους και κραυγές και σήμερα», τόνισε ο υπουργός.
Κληθείς να σχολιάσει τα όσα είπε ο πρόεδρος των ΑΝΕΛ Πάνος Καμμένος, χθες, στη συνεδρίαση της Επιτροπής Εξωτερικών και Άμυνας της ελληνικής Bουλής, ο κ. Βίτσας είπε: «Κατ’ αρχήν η προσπάθεια για να γίνει αυτή η συμφωνία είχε περιγραφεί πλήρως στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, στην οποία συμμετείχε ο Πάνος Καμμένος με σεβασμό στην ιδιαίτερη θέση που είχε και η οποία είναι μια θέση που δεν συμβάλει για να λυθεί το πρόβλημα και εν πολλοίς είναι εθνικιστική θέση. Δεν είχαμε κάποια κυβέρνηση, όπως ήταν παλαιότερα οι κυβερνήσεις εθνικής συμφιλίωσης. Δεν απέτυχε η εθνική συμφιλίωση στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Η προσπάθεια που κάναμε τότε ήταν να βγούμε από τα μνημόνια. Η εθνική συμφιλίωση είναι ένα συνεχές πράγμα, το οποίο όμως έχει ξεκινήσει και υπηρετεί τη δημοκρατία εδώ και πάρα πολλά χρόνια και κινδυνεύει με μία έννοια ή το βάζουν μπροστά ορισμένες δυνάμεις αυτή τη στιγμή, αλλά από τη δική τους πλευρά, για να επιτύχουν πολιτικούς ή πολιτικάντικους στόχους. Από την πλευρά του Πάνου Καμμένου πολιτικούς στόχους, από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας πολιτικάντικους στόχους».
Ο κ. Βίτσας απηύθυνε κι ένα «ευρύτερο κάλεσμα» τόσο προς τις πολιτικές δυνμάμεις όσο και -κυρίως- στις κοινωνικές δυνάμεις για μια προοδευτική συνεργασία που θα διατυπώνει την πρόταση για την Ελλάδα της επόμενης μέρας. «Αυτό που πρέπει να δούμε είναι ότι η χρονική περίοδος των μνημονίων από τη μια πλευρά και η έξοδος από τα μνημόνια αναδιατάσσουν τις πολιτικές δυνάμεις στη χώρα, αναδιατάσσουν το κοινό αίσθημα σε σχέση με τις πολιτικές δυνάμεις και αυτό που χρειάζεται η χώρα αυτή τη στιγμή είναι μια προοδευτική συνεργασία, ένας προοδευτικός αστερισμός, ο οποίος θα διατυπώσει και θα διατυπώνει την πρόταση για την επόμενη μέρα στην Ελλάδα σε σχέση με την πρόταση της συντηρητικής παράταξης», είπε χαρακτηριστικά.
«Είναι ένα ευρύτερο κάλεσμα που απευθύνεται προς δύο κατευθύνσεις», σημείωσε και εξήγησε: «Η μία είναι οι άλλες πολιτικές δυνάμεις. Δεν φαίνεται το ΠΑΣΟΚ να στέργει προς μια τέτοια κατεύθυνση αλλά υπάρχουν και άνθρωποι, οι οποίοι λειτουργούν πολιτικά. Αλλά το πρώτο και το κύριο είναι οι κοινωνικές δυνάμεις στις οποίες απευθύνεται(το κάλεσμα). Και βέβαια βάση αυτoύ του εγχειρήματος, χωρίς όμως ηγεμονισμούς, δεν μπορεί παρά να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ».