Το φθινόπωρο του 2014 -λίγο πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015- ο Νίκος Κοτζιάς κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Πατάκη ένα βιβλίο 208 σελίδων υπό τον τίτλο “Πατριωτισμός και Αριστερά”. Λίγο νωρίτερα (3 Σεπτεμβρίου), σε μια αντιπαράθεσή τους στη Βουλή, ο Άδωνις Γεωργιάδης προκάλεσε τον Θόδωρο Δρίτσα να απαντήσει εάν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι υπέρ ή κατά της εξόδου της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
“Να μείνουμε ή να φύγουμε; Θέλω μια καθαρή θέση από εσάς”, είπε με το σύνηθες ύφος του ο βουλευτής της Ν.Δ. ” Να φύγουμε. Το λέει το Συνέδριό μας με επίσημη απόφαση”, ήταν η απάντηση του ηγετικού στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ.
Όπως ήταν αναμενόμενο, η δήλωση προβλήθηκε εντονότατα από τα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ καθώς ενίσχυε το “αφήγημα” που διακινούσε η Ν.Δ ότι ο επελαύνων προς την εξουσία ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν τίποτε λιγότερο από ένα “λόμπι της δραχμής” (κυκλοφορούσε και στην εκδοχή της …”συμμορίας”) που θα έβγαζε τη χώρα από την Ευρωζώνη και τις ευρωατλαντικές δομές και θα την μετέτρεπε σε μια βαλκανική απομίμηση των latin καθεστώτων της Αργεντινής και της Βενεζουέλας του Τσάβες.
Την ευκαιρία άδραξε, φυσικά, και ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος βρισκόταν στο Κάρντιφ για τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ (διόλου τυχαία, άλλωστε, ως προς την συγκυρία, η επιμονή του Άδωνι Γεωργιάδη να εκμαιεύσει την “ομολογία” του Θόδωρου Δρίτσα). Η δήλωση Σαμαρά εκείνη την ημέρα διαθέτει μια σχεδόν …μεταφυσική συσχέτιση με όσα διαμείφθηκαν αυτές τις μέρες στη Βουλή σχετικά με την Συμφωνία των Πρεσπών.
«Ο κ. Τσίπρας θέλει να φέρει την χώρα στον τρίτο κόσμο την ώρα που άλλες χώρες όπως η ΠΓΔΜ επιδιώκουν να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ», είχε πει στους δημοσιογράφους στο περιθώριο της συνόδου του Βορειοατλαντικού Συμφώνου στο λιμάνι της Ουαλίας!
Πενήντα τρεις μήνες μετά (9/14-1/19) ο Αλέξης Τσίπρας -δια της κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών στη Βουλή- ανοίγει την πόρτα στην ΠΓΔΜ (Βόρεια Μακεδονία) για να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ, ενώ ο πρώην πρωθυπουργός επιχείρησε να την κλείσει με μία “φλογερή” και έμπλεη συναισθηματισμού (αλλά και ισχυρή δόση αναθεωρητισμού) ομιλία, την οποία καταχειροκρότησε όρθια για αρκετά λεπτά σύμπασα η κοινοβουλευτική ομάδα της Ν.Δ.
Είναι προφανές πως όταν η Ιστορία έχει κέφια συνθέτει εξαιρετικές πολιτικές φάρσες…
Το παραπάνω περιστατικό, ωστόσο, δεν αφορά τόσο τον Αντώνη Σαμαρά και τα παιχνίδια της Ιστορίας. Αφορά, κυρίως, το γεγονός ότι η Συμφωνία των Πρεσπών δεν είναι ιστορική μόνο επειδή επιλύει μια μεγάλη διπλωματική και γεωπολιτική εκκρεμότητα. Εκκρεμότητα που διήρκεσε τόσο πολύ ως αποτέλεσμα της αδιαλλαξίας της ΠΓΔΜ, της εσωστρέφειας του ελληνικού πολιτικού συστήματος το οποίο εγκλωβίστηκε στα στερεότυπα του 1992 και δεν αναμετρήθηκε ποτέ με το πολιτικό κόστος, αλλά και της “εκπαίδευσης” των δύο λαών στον αρνητισμό και την φοβία.
Είναι ιστορική και για έναν πρόσθετο λόγο που δεν έχει αναδειχθεί ιδιαίτερα.
Από το βιβλιαράκι του Νίκου Κοτζιά περί “Πατριωτισμού και Αριστεράς” και τις δηλώσεις του Θόδωρου Δρίτσα περί εξόδου της χώρας από το ΝΑΤΟ, μέχρι την ολοκλήρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών πέρασαν μόλις κάτι περισσότερο από τέσσερα χρόνια. Και μέσα σε αυτό το σχετικά σύντομο διάστημα ο ΣΥΡΙΖΑ μετακινήθηκε εντυπωσιακά από την κουλτούρα του αφελούς διεθνισμού ενός μικρού κόμματος ( Ειρήνη και Συναδέλφωση) στο στρατηγικό αφήγημα της ακόμα εντονότερης σύνδεσης της Ελλάδας με τη Δύση.
Ο Αλέξης Τσίπρας δεν πείσθηκε, φυσικά, να αντιμετωπίσει την τριακονταετή εκκρεμότητα του Μακεδονικού μόνο και μόνο για να συνδράμει στην ένταξη της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ.
Αυτό ήταν κάτι που προφανώς επιδίωκαν Ε.Ε και ΗΠΑ για τους δικούς τους γεωστρατηγικούς λόγους και, επιπλέον, το ήθελε διακαώς η κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ και η κοινή γνώμη στη γειτονική χώρα, ως όχημα για την μετάβαση από την βαλκανική αστάθεια στην ευρωπαϊκή σταθερότητα.
[ Υποσημείωση: Και επειδή ακριβώς το ήθελαν και το επιδίωκαν διεθνής παράγοντας και Σκόπια, η ένταξη της γειτονικής χώρας στο ΝΑΤΟ θα γινόταν εν ευθέτω χρόνω είτε υπήρχε, είτε δεν υπήρχε η Συμφωνία των Πρεσπών. Με την συγκλονιστική διαφορά, όμως, ότι εάν η ΠΓΔΜ έμπαινε στο ΝΑΤΟ χωρίς να έχει επιλυθεί το ονοματολογικό η Ελλάδα θα έχανε ένα ισχυρό πλεονέκτημα για να υπάρξει η οποιαδήποτε συμφωνία. ]
Ο Αλέξης Τσίπρας, λοιπόν, ήθελε να βρει λύση στο Μακεδονικό και γιατί το πίστευε (ως παλαιό αποτύπωμα στο υποσυνείδητο της ανανεωτικής Αριστεράς) αλλά και διότι εκτίμησε σωστά πως αυτό θα αναβάθμιζε σημαντικά τον γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας.
Πέραν αυτού, όμως, οι Πρέσπες πρέπει να γίνουν αντιληπτές και ως μία μεγάλη ευκαιρία “χειραφέτησης” του ΣΥΡΙΖΑ στο στρατηγικό δυτικό αφήγημα της χώρας. Το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ, το Ισραήλ, η αντίληψη του ζωτικού συμφέροντος (κατά το “τα έθνη δεν έχουν σταθερούς φίλους ή εχθρούς. Έχουν μόνο σταθερά συμφέροντα” του Βρετανού πρωθυπουργού του 19ου αιώνα Λόρδου Πάλμερστον) ως διέξοδος από τα στερεότυπα περί “σφαιρών επιρροής”, η διπλωματία του ρεαλισμού δεν είναι έννοιες εχθρικές ή ασύμβατες με τον γονιδιακό διεθνισμό της Αριστεράς αλλά ένα νέο πεδίο αναζητήσεων και συγκλίσεων.
Επί του Μακεδονικού, άλλωστε, πραγματοποιήθηκε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνύπαρξη της ανανεωτικής Αριστεράς με την μετριοπάθεια και τον ρεαλισμό της σοσιαλδημοκρατίας και του ήπιου φιλελευθερισμού. Όχι, φυσικά, υπό τις επίσημες κομματικές εκδοχές τους, αλλά εκτός των “γραμμών”.
Εάν, λοιπόν, το καλοκαίρι του 2015 (με την υπογραφή του 3ου μνημονίου, το δημοψήφισμα και τη διάσπαση) ο ΣΥΡΙΖΑ εδραίωσε με ακλόνητο, πλέον, τρόπο την ευρωπαϊκή του ταυτότητα, οι Πρέσπες, με όσα προηγήθηκαν και όσα θα ακολουθήσουν, καθιστούν τον Αλέξη Τσίπρα συνεπέστερο εκφραστή του δυτικού αφηγήματος από εκείνους που το εκπροσώπησαν όλα τα προηγούμενα χρόνια μετά την Μεταπολίτευση.
Ακόμα κι αν ορισμένοι το θεωρήσουν οβιδιακή μεταμόρφωση (κυρίως εκείνοι που βολεύτηκαν μέχρι τώρα στην εκδοχή του Τσίπρα- Μαδούρο) σημασία έχει πως είναι χρήσιμο για τη χώρα.