Στον άνθρωπο Ανδρέα, τον πατέρα και πολιτικό αναφέρθηκε στην ομιλία του ο Γιώργος Παπανδρέου με αφορμή την συμπλήρωση 100 χρόνων από την γέννησή του.
Ειδικότερα, ο πρώην πρωθυπουργός από την Αχαΐα και στην ειδική εκδήλωση “Ανδρέας Παπανδρέου – 100 χρόνια, ο αγώνας για μια Ελλάδα με ανοιχτούς ορίζοντες” σημείωσε ότι αν ήταν σήμερα εδώ ο Ανδρέας, θα έλεγε δύο πράγματα. “Το πρώτο: «Οι κλειστές και φοβικές κοινωνίες, είναι καταδικασμένες να μαραζώσουν, να εγκλωβιστούν και να εκφυλιστούν. Ας πιστέψουμε πάλι στους εαυτούς μας. Στις δυνατότητές μας. Στις αστείρευτες δυνάμεις του λαού μας». Το δεύτερο: «Καλά και πώς περιμένετε να αλλάξουν τα πράγματα; Από τον καναπέ; Το σερφάρισμα στο κινητό; Τις φωτογραφίες στο Ίνσταγκραμ; Αν δεν γίνουμε εμείς ξανά οι φορείς της αλλαγής; Ας πάρουμε παράδειγμα στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, στη μήτρα της παγκοσμιοποίησης, τι ωραία κινήματα αναπτύσσονται, από τις γυναίκες, από μαθητές που μάχονται ενάντια στην οπλοφορία, από νέους για τα δικαιώματα, για το περιβάλλον, ενάντια στην ανισότητα. Ας ψάξουμε, να κατανοήσουμε τι θα φέρουν οι μεγάλες αλλαγές που έρχονται με την τεχνολογική επανάσταση, τη ρομποτική, την τεχνητή νοημοσύνη. Μπορούμε αντί να τις ξορκίζουμε να τις αξιοποιήσουμε προς όφελος του λαού. Να αναδείξουμε ό,τι καλύτερο έχει ο Ελληνισμός».
Μάλιστα συμπλήρωσε ότι “αν θέλουμε να εμπνευστούμε από την προσωπικότητά του, σημασία δεν έχει να επαναλαμβάνουμε τις ιστορικές φράσεις που όλοι θυμούνται, αλλά να ανοίξουμε τα μάτια και τα αυτιά μας, να ανοίξουμε την πόρτα, να αντιμετωπίσουμε χωρίς φόβο τις προκλήσεις του καιρού μας, αλλά και του μέλλοντός μας και να δώσουμε τον αγώνα. Μια φράση χρησιμοποιούσε στο μαρξιστικό περιοδικό που εξέδιδε ως μαθητής στο ξεκίνημά του. Ήταν μια αγαπημένη φράση από τον Κωστή Παλαμά: «Δουλέψτε τον ξανά τον κόσμο στη φωτιά».
Μάλιστα στο ξεκίνημα της ομιλίας του θυμήθηκε με νοσταλγία τον πατέρα του, λέγοντας: “Μου έρχονται στο νου εικόνες από τα μεγάλα ταξίδια που κάναμε όταν είμαστε παιδιά με το αυτοκίνητο. Αναπολώ τις ατέλειωτες συζητήσεις γύρω από το οικογενειακό τραπέζι. Παραδόξως, ανάμεσα στις καλύτερες αναμνήσεις μου είναι οι δύσκολες και περιπετειώδεις φάσεις που ζήσαμε την περίοδο της αντίστασης στη Χούντα, γιατί μπορούσαμε να ονειρευτούμε μια διαφορετική Ελλάδα. Τότε, κυνηγημένοι, βρεθήκαμε στη Σουηδία να ζούμε σε πρωτόγονες συνθήκες σε ένα μικρό νησί. Χωρίς καν ηλεκτρικό. Κόβαμε ξύλα για να μαγειρέψουμε ή για να ζεστάνουμε λίγο νερό για να πλυθούμε.
Ξέρω ότι, χωρίς αυτόν, μαζί βέβαια και τη μητέρα μου Μαργαρίτα, δεν θα είχα αυτήν την περιέργεια για το τι συμβαίνει στον κόσμο, δεν θα είχα νιώσει την έλξη της πολιτικής προσφοράς και δράσης. Δεν θα είχα την ίδια κατανόηση της πολύπλοκης και σύνθετης πραγματικότητας που μας περιβάλλει. Σίγουρα, από αυτόν προέρχεται και το ενδιαφέρον μου για τα πρωτοποριακά ρεύματα, τις νέες ανακαλύψεις, ακόμα και τη νέα τεχνολογία” και πρόσθεσε: “Για μένα, ως πολιτικό, που διαπλάστηκε μέσα από τους αγώνες για τη δημοκρατία που έδωσαν ο Γεώργιος και ο Ανδρέας Παπανδρέου, ως πολιτικό που αποφάσισε να ακολουθήσει αυτόν τον δύσκολο δρόμο της σύγκρουσης με ό,τι και όσους απειλούν την ελευθερία και τα δικαιώματά μας, η μέρα αυτή φέρνει στο νου μου και κάτι άλλο, που έχει σχέση με την ιστορία.
Με τη Μεταπολίτευση, ο Ανδρέας Παπανδρέου, ιδρύοντας το ΠΑΣΟΚ, δημιούργησε τις προϋποθέσεις για τη μεγάλη κεντροαριστερά στην Ελλάδα, ενώνοντας πολλά από τα μικρά κόμματα και τις κινήσεις που την εκπροσωπούσαν μέχρι τότε. Με αυτήν την έννοια, είναι ο πατέρας της ελληνικής προοδευτικής παράταξης και είμαστε όλοι παιδιά του. Γι’ αυτό ίσως βλέπουμε σήμερα από διάφορα μετερίζια, αυτήν την αγωνία για το ποιος τον εκπροσωπεί καλύτερα, ποιος τον εκφράζει πιστότερα, ποιος είναι πιο αντάξιος της πολιτικής του κληρονομιάς. Για μένα όμως αυτά, έχουν λίγη σημασία. Γιατί αδιαμφισβήτητα, ο Ανδρέας είναι ένας πολιτικός που κατέκτησε με τους αγώνες του μια ιδιαίτερη, μια σημαντική θέση στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Και η εμβέλειά του, ήταν παγκόσμια. Από εκεί και πέρα, ανήκει σε όλους. Όσο ζούσε, είχε φανατικούς οπαδούς και εχθρούς. Δεν ήταν αδιάφορος σε κανένα. Γι’ αυτό και σήμερα, με το ίδιο πάθος φωτίζονται διαφορετικές στιγμές και πτυχές από τη ζωή, τη σκέψη και τη δράση του – τις περισσότερες φορές, κοιτάζοντας ο καθένας από τη δική του σκοπιά”.
Ο Γιώργος Παπανδρέου αναφέρθηκε και στα στοιχεία εκείνα που έκαναν τον Ανδρέα Παπανδρέου ιδιαίτερο. “Είναι σαν να τον βλέπω μπροστά μου, δήθεν έκπληκτος, να σχολιάζει τις τάχα αυθεντικές ερμηνείες των όσων έχει πει και των όσων έχει κάνει: «τι μου λες!».
Αν σκεφτούμε όμως, τι έκανε τόσο ιδιαίτερο τον Ανδρέα, θα έλεγα τρία πράγματα:
– Καταρχήν, η ικανότητα πολιτικής ενόρασης. Δηλαδή, μιας ενστικτώδους αντίληψης των πραγμάτων, που του επέτρεπε να βλέπει μακριά και να διαμορφώνει αντί να ακολουθεί την κοινή γνώμη.
– Δεύτερον, το σφαιρικό όραμα. Το όραμά του για τον σοσιαλισμό αγκάλιαζε όλον τον πλανήτη, πριν φτάσει στην Ελλάδα. Αυτό που σήμερα ονομάζουμε παγκοσμιοποίηση, το είχε καταλάβει έγκαιρα, ίσως και λόγω της αριστερής, τροτσκιστικής παιδείας, που είχε στα νιάτα του. Καταλάβαινε, ότι τα μεγάλα προβλήματα δεν έχουν πατρίδα, γι’ αυτό αγωνιζόταν για έναν κόσμο χωρίς πυρηνικά, αγωνιούσε για την καταστροφή του περιβάλλοντος, πίστευε στην ειρηνική επίλυση των συγκρούσεων.
Είναι χαρακτηριστικό ένα κείμενο που έγραψε στη Β´ Γυμνασίου, στο περιοδικό «ο Φίλος των Ζώων» και το θύμησε ο Νίκος Λαγκαδινός:
«Η γάτα και ο ποντικός
Έχετε δει ποτέ γάτα και ποντικό συμφιλιωμένους; Την γάτα με τον σκύλο μάλιστα. Μα με τον ποντικό ποτέ δεν το φαντάστηκα. Και όμως είδα προ ημερών μια φωτογραφία στο «Έθνος» που μου φάνηκε σαν θαύμα. Ήταν μια μεγαλόσωμη γάτα και αγκάλιαζε με μια εξαιρετική τρυφερότητα ένα ποντικό. Αυτὸ το γεγονός δεν θάπρεπε να μείνει απαρατήρητο. Το να μονοιάζουν δύο ζώα με άσπονδο και πατροπαράδοτο μίσος, θα πει πως είναι δυνατόν να ειρηνεύσουν και οι λαοί. Γιατί εμάς οπωσδήποτε μας διακρίνει η λογική” και κατέληξε λέγοντας: “-Τρίτον, η έγνοια του, η ταύτισή του με τους πιο αδύναμους.
Η ταύτιση με τους πιο αδύναμους ήταν κομβικό σημείο της σκέψης του. Είτε επρόκειτο για ανθρώπους, είτε επρόκειτο για λαούς. Γι’ αυτό και όταν διαμόρφωσε την πολιτική του πλατφόρμα, είχε ως πρώτο μέλημα πώς θα μειώσει τις ανισότητες που υπήρχαν στην Ελληνική κοινωνία, δημιουργώντας αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, δικαίωμα για όλους σε παιδεία και κοινωνική πρόνοια, ισότητα των δυο φύλων. Στήριξε τους περιθωριοποιημένους, έκανε πράξη την εθνική συμφιλίωση, αναγνώρισε την αξία των μικρομεσαίων. Το συναίσθημα αυτό ενάντια στην αδικία τον έσπρωχνε, μέσα στο πνεύμα της εποχής του, να στηρίξει τα απελευθερωτικά κινήματα των λαών, τα δικαιώματα των Παλαιστινίων, τη διεθνή αλληλεγγύη.
Και είναι αξιοσημείωτο, ότι αυτός ο μεγάλος ιδεολόγος ήταν ταυτόχρονα αποτελεσματικός ρεαλιστής. Γι’ αυτό και μπόρεσε να υλοποιήσει πολλά από όσα ήθελε, αξιοποιώντας την ικανότητά του να βλέπει τη μεγάλη εικόνα και να αξιοποιεί κάθε συγκυρία προς το συμφέρον της χώρας. Όταν χρειάστηκε, είπε «βυθίστε το Χόρα» και μετά μίλησε για ειρήνη και συνεργασία με τον Οζάλ. Μπροστά στους κινδύνους που έφερε η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, επέβαλε το εμπάργκο στα Σκόπια και κατόπιν προώθησε την ενδιάμεση συμφωνία με την πρώην Γιουκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Ξεκίνησε με επιφυλάξεις για την ΕΟΚ, αλλά σε δεύτερη φάση έκανε την Ελλάδα ένα από τα πιο δυναμικά κράτη-μέλη και πέτυχε σημαντικά οφέλη, όπως το 1985, όταν με πρότασή του υιοθετήθηκαν τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα.
Ο Ανδρέας ήθελε μια Ελλάδα με ανοιχτούς ορίζοντες και για να έρθω πιο συγκεκριμένα στο θέμα της σημερινής συζήτησης, νομίζω ότι αυτή είναι μια σημαντική παρακαταθήκη για τις νεότερες γενιές.
Τους νέους, τους εμπιστεύτηκε, τους άνοιξε το δρόμο προς την εξουσία, για την αλλαγή της, όχι για τη νομή της.
Κάποιοι, μπορεί να τον πρόδωσαν, μπορεί να πρόδωσαν τις αρχές και τις αξίες μας, μπορεί ακόμη και να βρώμισαν τα χέρια τους, αλλά τίποτα από αυτά δεν είναι ικανό να ακυρώσει ένα μεγάλο έργο, μια μεγάλη προσφορά στους Έλληνες και τον τόπο.
Σήμερα βέβαια, και ως συνέπεια των επιπτώσεων της κρίσης υπάρχει μια αυξημένη τάση εσωστρέφειας, παθητικότητας, μοιρολατρίας.
Πολλοί αμφιβάλουν ότι μπορούμε, ότι θα καταφέρουμε πάλι να σταθούμε όρθιοι, με τις δικές μας δυνάμεις”.