Ως έτος προκλήσεων για την ελληνική οικονομία χαρακτήρισε το 2019 ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας παρουσιάζοντας σήμερα στη Γενική Συνέλευση των μετόχων της τραπέζης την Έκθεση Διοικητή για το 2018.
Σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα το 2019 σηματοδοτεί την απαρχή μιας νέας πορείας της ελληνικής οικονομίας, καθώς μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του τελευταίου τριετούς προγράμματος οικονομικής προσαρμογής τον Αύγουστο του 2018, την αποσαφήνιση του καθεστώτος ενισχυμένης εποπτείας στη μετά το πρόγραμμα περίοδο και την υπαγωγή της Ελλάδος στο βελτιωμένο θεσμικό πλαίσιο για την οικονομική διακυβέρνηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στη ζώνη του ευρώ, η ελληνική οικονομία καλείται να λειτουργήσει σε ένα νέο πλαίσιο οικονομικής πολιτικής.
«Το 2019 αποτελεί έτος προκλήσεων. Στο διεθνές περιβάλλον, η επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου λόγω του εντεινόμενου εμπορικού προστατευτισμού αναμένεται να επιβραδύνει το ρυθμό ανόδου των ελληνικών εξαγωγών. Στο εγχώριο περιβάλλον, η αυξημένη αβεβαιότητα για την πορεία των μεταρρυθμίσεων μετά το τέλος του προγράμματος και οι περιορισμοί από την πλευρά της χρηματοδότησης επηρεάζουν αρνητικά τις επενδύσεις. Επιπρόσθετα, η υψηλή φορολόγηση τα τελευταία χρόνια, αν και ανέκοψε την ανοδική πορεία του δημόσιου χρέους, συγκρατεί την αναπτυξιακή δυναμική της οικονομίας, μειώνει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων, περιορίζει τη βελτίωση της καταναλωτικής και επενδυτικής εμπιστοσύνης και δημιουργεί φορολογική κόπωση, με συρρίκνωση της φορολογικής βάσης και εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας των πολιτών. Οι παραπάνω παράγοντες αναμένεται να δράσουν ανασταλτικά στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας», αναφέρεται στην έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος που παρουσίασε ο κ. Στουρνάρας.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 1,9% το 2019. Οι εξαγωγές και η ιδιωτική κατανάλωση παραμένουν οι βασικοί αναπτυξιακοί μοχλοί της οικονομίας το τρέχον έτος.
Η επιστροφή στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές το Φεβρουάριο του 2019 με την επιτυχή έκδοση πενταετούς ομολόγου αποτελεί ένδειξη βελτίωσης της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου και είναι ένα πρώτο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση ώστε η χώρα να επανέλθει στην κανονικότητα.
Εξάλλου, η επιτυχής έκδοση δεκαετούς ομολόγου το Μάρτιο του 2019, για πρώτη φορά μετά την έναρξη της κρίσης δημόσιου χρέους το 2010, αποτελεί ένα αποφασιστικό βήμα στην προσπάθεια για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των διεθνών αγορών. Ωστόσο, τα ελληνικά ομόλογα, παρά την πρόσφατη αναβάθμισή τους, δεν έχουν ακόμη αποκτήσει αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας. Οι αποδόσεις τους, μολονότι έχουν αποκλιμακωθεί σε επίπεδα κάτω του 4%, παραμένουν υψηλές και ευμετάβλητες, εμφανίζοντας υψηλό βαθμό ευαισθησίας σε πιθανές αναταράξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές, επηρεαζόμενες εν μέρει και από την αβεβαιότητα σχετικά με τη διατήρηση της μεταρρυθμιστικής κατεύθυνσης της οικονομικής πολιτικής.
Τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο του 2018, σε συνδυασμό με την αυξημένη εκταμίευση από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM) για το σχηματισμό του ταμειακού αποθέματος ασφαλείας, έχουν βελτιώσει σημαντικά τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους μεσοπρόθεσμα. Εντούτοις, καθώς οι τίτλοι του Ελληνικού Δημοσίου παραμένουν κάτω από την επενδυτική βαθμίδα και ελλείψει πρόσβασης σε προληπτική γραμμή στήριξης, η Ελλάδα παρέμεινε εκτός του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕKT), το οποίο θα συνέβαλλε στην ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας και στην περαιτέρω βελτίωση του αξιόχρεου των ελληνικών τίτλων.
«Είναι χαρακτηριστικό ότι το περιθώριο απόδοσης (spread) των ελληνικών δεκαετών ομολόγων παραμένει χαμηλότερο, αλλά λίγο κάτω από τις 400 μονάδες βάσης, παρά τη συνεχιζόμενη αποκλιμάκωση των αποδόσεών τους», σημειώνεται σχετικά.
Κατά την ΤτΕ, τα χαμηλά επίπεδα των επενδύσεων, η ανεπαρκής εγχώρια αποταμίευση, το υψηλό ―αν και μειούμενο― απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η μεγάλη απώλεια υλικού και ανθρώπινου κεφαλαίου κατά τα χρόνια της ύφεσης, καθώς και οι διαγραφόμενες χαμηλές προσδοκίες για την πορεία του δυνητικού προϊόντος μεσομακροπρόθεσμα λόγω των ισχνών δημογραφικών εξελίξεων και της βραδείας ενσωμάτωσης των νέων τεχνολογιών στην παραγωγική διαδικασία, είναι παράγοντες που δρουν ανασταλτικά στην αναπτυξιακή δυναμική.
Παράλληλα, οι προοπτικές της οικονομίας παραμένουν σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένες από την εμπιστοσύνη των ξένων επενδυτών και τις εισροές διεθνών κεφαλαίων στη χώρα. Η ελληνική οικονομία κατέγραψε ρυθμούς ανάπτυξης 1,5% το 2017 και 1,9% το 2018. Εντούτοις, προκειμένου να καλυφθούν οι μεγάλες απώλειες που υπέστη σε όρους προϊόντος και απασχόλησης κατά τη μακρά περίοδο της ύφεσης, απαιτούνται ταχύτεροι ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης.
Στο σημείο αυτό η κεντρική τράπεζα προειδοποιεί για τους δημοσιονομικούς κινδύνους. Όπως σημειώνει, η ενδεχόμενη καθολική εφαρμογή των αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες έκριναν αντισυνταγματικές προγενέστερες περικοπές των συντάξεων και την κατάργηση των δώρων των συνταξιούχων, αποτελεί το σημαντικότερο δημοσιονομικό κίνδυνο στο άμεσο μέλλον. «Καθώς μάλιστα η χώρα εισέρχεται στον εκλογικό κύκλο, ενισχύεται ο κίνδυνος επιβράδυνσης της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας και δημοσιονομικής χαλάρωσης, με αποτέλεσμα να επιτείνεται η οικονομική αβεβαιότητα. Ελλοχεύει συνεπώς ο κίνδυνος ανατροπής της σημαντικής προόδου που έχει συντελεστεί μέχρι σήμερα», σημειώνεται στην έκθεση.
Για την αποτροπή αυτού του κινδύνου και την επιτυχή ολοκλήρωση της μετάβασης σε ένα βιώσιμο πρότυπο ανάπτυξης, με κύρια χαρακτηριστικά την εξωστρέφεια, την επιχειρηματικότητα, τις επενδύσεις, τη γνώση και την κοινωνική συνοχή και, παράλληλα, με σεβασμό προς τις κοινωνικές ευαισθησίες και το φυσικό περιβάλλον, η ΤτΕ υποστηρίζει πως κύριες προϋποθέσεις είναι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας και την προσέλκυση επενδύσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας, η διασφάλιση της δημοσιονομικής σταθερότητας και η ισχυροποίηση των θεσμών. Εκτιμά δε πως τα οφέλη θα είναι σημαντικά, καθώς θα υπάρξει ταχεία μείωση του ποσοστού ανεργίας, αναστροφή του κύματος εξερχόμενης μετανάστευσης, αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας, αύξηση της αμοιβής εργασίας και των εισοδημάτων…
Πηγή: cnn.gr