Τις διαδρομές των εκατομμυρίων γερμανικών μάρκων που ξεκίνησαν από τη μητρική Siemens και κατέληξαν στα στελέχη της στη Ελλάδα με μοναδικό σκοπό την δωροδοκία υπαλλήλων για να επιτευχθεί η σύμβαση 8002/97 για την ψηφιοποίηση του ΟΤΕ, περιέγραψε αναλυτικά η εισαγγελέας Ελένη Σκεπαρνιά. Ζήτησε από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων να καταδικαστούν 11 από τους 16 κατηγορούμενους για το αποκαλούμενο σκάνδαλο των «μαύρων ταμείων» του γερμανικού κολοσσού, ενώ κατά την επόμενη συνεδρίαση, αναμένεται να συνεχιστεί η πρότασή της για τους υπόλοιπους -περίπου 40- κατηγορούμενους.
Συγκεκριμένα, ζήτησε την ενοχή για 11 άτομα (ανάμεσά τους και γερμανικά στελέχη της μητρικής εταιρίας) αναφορικά κατά περίσταση με τα αδικήματα της δωροδοκίας κατ’εξακολούθηση με τις επιβαρυντικές διατάξεις περί καταχραστών του Δημοσίου (νόμος 1608/50) και του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος. Παράλληλα, πρότεινε την πλήρη απαλλαγή συνολικά πέντε κατηγορούμενων. Από αυτούς, η εισαγγελέας ζήτησε αθώωση λόγω αμφιβολιών για τέσσερις που φέρονται να υπήρξαν ενδιάμεσοι στη διαδικασία των παράνομων πληρωμών από τον κύκλο του Μιχάλη Χριστοφοράκου, ενώ για το Γερμανό διευθύνοντα σύμβουλο της μητρικής Siemens, Χάινριχ Φον Πίρερ, «είδε» έλλειψη δόλου.
Ειδικότερα -κατά την εισήγησή της επί της ενοχής ή μη των εμπλεκομένων- η Ελένη Σκεπαρνιά επεσήμανε τα εξής:
1. Μιχάλης Χριστοφοράκος, πρόεδρος δ.σ. Siemens Hellas: Ένοχος για δωροδοκία κατ’εξακολούθηση και κατά συναυτουργία όπως κατηγορείται, με τις επιβαρυντικές διατάξεις περί καταχραστών του Δημοσίου και ένοχος για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
Από ημερολόγια της γραμματέως ,του Αικατερίνης Τσακάλου, προκύπτει η εμπλοκή του στις δωροδοκίες καθώς γνώριζε και ενέκρινε πληρωμές. Μάλιστα, η εισαγγελέας ανέφερε πως με τον επίσης κατηγορούμενο, Πρόδρομο Μαυρίδη «είχαν κατανείμει τους ρόλους: Ο Μαυρίδης χρημάτιζε με το 8% επί του συνολικού κόστους της σύμβασης την κατώτερη βαθμίδα του ΟΤΕ και ο Χριστοφοράκος με το 2% την ανώτερη βαθμίδα και άλλες επαφές του».
Αναφορικά με την ένσταση δεδικασμένου από το Ειρηνοδικείο Μονάχου, η εισαγγελέας υποστήριξε πως πρέπει να απορριφθεί καθώς το ελληνικό κατηγορητήριο αναφέρεται σε άλλα ποσά και περιστατικά.
2. Χρήστος Καραβέλας, πρώην διευθύνων σύμβουλος της Siemens Hellas, που φυγοδικεί την τελευταία δεκαετία: Ένοχος όπως κατηγορείται για δωροδοκία και για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
Σύμφωνα με την εισαγγελέας, ο καταζητούμενος Χρ. Καραβέλας είχε προετοίμαζε επιμελώς την φυγή του για ένα χρόνο, καθώς είχε αδειάσει τραπεζικούς λογαριασμούς και είχε βάλει συνδικαιούχους σε αυτούς, ενώ είχε υπογράψει εξαρχής το έγγραφο προσανατολισμού για την κατανομή των δωροδοκιών στον ΟΤΕ.
3. Ηλίας Γεωργίου, πρώην γενικός διευθυντής της Διεύθυνσης Τηλεπικοινωνιών της Siemens Ηellas: Ενοχος για τη δωροδοκια με επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου 1608/50, αθώος λόγω παραγραφής η πράξη του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος.
Η εισαγγελέας έκανε αναφορές στις διαδρομές των χρημάτων μέσω των τραπεζικών λογαριασμών, επισημαίνοντας πως ο Ηλ. Γεωργίου μαζί με τον Χρ. Καραβέλα ήταν τα δύο πρόσωπα από τη Siemens Hellas που δημιούργησαν το κείμενο και τους όρους της συμφωνίας, άλλα και αυτοί που συμφώνησαν για την πληρωμή δωροδοκιών σε ποσοστό 8%. Χαρακτήρισε αναμφισβήτητη τη σύμπραξης του, προσθέτοντας: «Ήταν αυτός που είχε τον πρώτο λόγο στις διαπραγματεύσεις πάντα με την ενημέρωση και την εποπτεία του Μιχ. Χριστοφοράκου».
4. Πρόδρομος Μαυρίδης, πρώην γενικός διευθυντής της Siemens Hellas: Ένοχος για δωροδοκία με επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου 1608/50 και για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος.
Ήταν -κατά την Ελένη Σκεπαρνιά- το δεύτερο πιο σημαντικό στέλεχος μετά το Μιχ. Χριστοφοράκο και συνεχιστής του έργου των Χρ. Καραβέλα και Ηλ. Γεωργιου. «Συνολικά επαναπάτρισε 20 εκατομμύρια ευρώ από τα κονδύλια της Siemens, με σκοπό να χρησιμοποιήσει μέρος αυτών για δωροδοκίες» ανέφερε και συνέχισε: «από αυτά τα 14 εκατομμύρια το 2006 μεταφέρονται σε προσωπικό λογαριασμό του, ενώ η τελική κατάληξη του ποσού αγνοείται ακόμα και σήμερα». Τη διετία 1999-2000 φέρονται να διακινήθηκαν προς αυτόν συνολικά 30 εκατομμύρια γερμανικά μάρκα, ενώ ο ισχυρισμός του ότι η εμπλοκή του «στήθηκε» από την εταιρία για να τον απολύσουν χωρίς να του δοθεί αποζημίωση, « δεν είναι καθόλου πειστικός, αφού έτσι επιβαρύνεται η θέση της εταιρίας ενόψει της αποκάλυψης των δωροδοκιών».
5. Χάινριχ Φον Πίρερ, διευθύνων σύμβουλος και επικεφαλής του Εποπτικού Συμβουλίου της μητρικής Siemens: Αθώος για τις δύο κατηγορίες, ελλείψει δόλου.
Σύμφωνα με την εισαγγελέα, δεν προέκυψε ότι γνώριζε την τέλεση συγκεκριμένων πράξεων για καταβολή ποσών σε υπάλληλους του ΟΤΕ και στον υπουργό Τάσο Μαντέλη, ενώ δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ότι κάποιο στέλεχος της γερμανικής Siemens ζήτησε έγκριση ή τον ενημέρωσε για τη δωροδοκία.
6. Ρόλαντ Κοχ, CEO στον τομέα Τηλεπικοινωνιών της μητρικής Siemens: Ένοχος για δωροδοκία κατ’εξακολούθηση και από κοινού και επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου και απαλλαγή για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος, λόγω παραγραφής.
Είχε, σύμφωνα με την πρόταση, τον έλεγχο και την εποπτεία στις δωροδοκίες μαζί με τον με Μίκαελ Ζίκατσεκ, αφού ενέκρινε και αυτός χρήματα που εμβάστηκαν στην Ελλάδα. Συνολικά το διάστημα που ήταν επικεφαλής, φέρεται να διακινήθηκε το συνολικό ποσό των 53 εκατομμύρια ευρώ.
7. Τόμας Γκάνσβιντ, CEO Τηλεπικοινωνιών της μητρικής Siemens: Ένοχος για δωροδοκία κατ’εξακολούθηση και από κοινού και επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου και για ξεπλυμα βρώμικου χρήματος.
Ενώ ήταν CEO, εμφανίζεται συνολικά να διακινήθηκαν 14 εκατομμύρια ευρώ για τη διενέργεια δωροδοκιών για παράνομα ωφελήματα σε στελέχη του ΟΤΕ. Η γνώση και σύμπραξη του προκύπτουν από αποδεικτικά στοιχεία, είπε η εισαγγελέας και πρόσθεσε πως ο ίδιος «δεν ήλεγχε και δεν παρενέβαινε στις υποθέσεις διαφθοράς γιατί ήθελε την πρόοδο αυτών», ενώ «είχε τον έλεγχο και την εποπτεία των καταβολών και ενέκρινε τη μεταφορά των ποσών που προορίζονταν για τη δωροδοκία υπαλλήλων του ΟΤΕ.
8. Μίκαελ Κουτσενρόιτερ, επικεφαλής του τομέα τηλεπικοινωνιών στη μητρική Siemens: Ένοχος για δωροδοκία κατ’εξακολούθηση και από κοινού και επιβαρυντικές περιστάσεις του νόμου περί καταχραστών του Δημοσίου και για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος. Κατά την εισαγγελική πρόταση, συνολικά διακινήθηκαν από τον ίδιο 22,7 εκατομμυρίων ευρώ, ποσό το οποίο μετακυλήθηκε στο τίμημα της προγραμματικής συμφωνίας. Ο κατηγορούμενος ενώπιον της γερμανικής Δικαιοσύνης περιέγραψε με λεπτομέρειες στο παρελθόν το σύστημα πληρωμών και παραδέχθηκε πως ενημέρωνε τους ανωτέρους του σχετικά. Ωστόσο, σύμφωνα με την Ελένη Σκεπαρνιά, στην απολογία του ενώπιον του δικαστηρίου «ανασκεύασε πολλά σημεία, αλλά έπεσε σε αντιφάσεις, αφού μεταξύ άλλων είπε πως οι δωροδοκίες ήταν απλά διακριτικές εμπιστευτικές πληρωμές, που άλλες φορές ήταν παράνομες και άλλες νόμιμες».