Σύμφωνα με τελευταία δημοσκόπηση στη Γερμανία, μόνο το 26% των συμπατριωτών του γνωρίζει τον Μάνφρεντ Βέμπερ, αν και ο τελευταίος είναι ο επίσημος υποψήφιος του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και διεκδικεί την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Η αλήθεια είναι πως η μετάβαση στην Κομισιόν από έναν παγκοσμίου βεληνεκούς πολιτικό όπως ο Λουξεμβούργιος Ζαν Κλον Γιουνκέρ στον Βαυαρό υπερσυντηρητικό Χριστιανοκοινωνιστή, εφόσον συμβεί, θα είναι ένα κρίσιμο “κρας τεστ” για το κύρος της γραφειοκρατίας των Βρυξελλών σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη περίοδο για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Ο Μάνφρεντ Βέμπερ, βεβαίως, μπορεί να μην είναι αναγνωρίσιμος και δημοφιλής στη χώρα του, στην Ελλάδα, την Πολωνία, την Ουγγαρία και κάποιες άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης είναι αναμφίβολα πολύ περισσότερο γνωστός. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, για παράδειγμα, επενδύει πολιτικά στην πιθανότητα εκλογής του στην προεδρία της Κομισιόν και εξηγεί πως ο συνδυασμός μιας κυβέρνησης της Ν.Δ με τον Βαυαρό πολιτικό στις Βρυξέλλες θα του επιτρέψει να διεκδικήσει χαλάρωση των στόχων σχετικά με το πρωτογενές πλεόνασμα.
Ουδείς μπορεί να αξιολογήσει, αυτή την ώρα, πόσο αποτελεσματική θα αποδειχθεί αυτή η πολιτική επένδυση του κ. Μητσοτάκη. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που ένας Ευρωπαίος πολιτικός μεταβάλλεται από “πρόβατο” σε “λύκο” και, αναμφίβολα, ο κ. Βέμπερ θα πρέπει να πάρει την άδεια της γερμανικής κυβέρνησης και ειδικά του ισχυρού υπουργού Οικονομικών Όλαφ Σολτς (αλλά και του προέδρου της Γερμανικής Βουλής Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε) πριν υποστηρίξει ένα τέτοιο αίτημα, ακόμα κι αν προέλθει από τον …πολιτικό του φίλο και αρχηγό της Ν.Δ.
Άλλωστε, ο υποψήφιος του ΕΛΚ φαίνεται να έχει υποσχεθεί πολλά σε πολλούς ( πρόσφατα στην Πολωνία την κατάργηση του Nord Stream 2) για να καλύψει την διαφορά “ευρωπαϊκού κύρους” που φαίνεται να τον χωρίζει από τον Ολλανδό υποψήφιο των Σοσιαλδημοκρατών Φρανς Τίμερμανς. Ο τελευταίος είναι μάλλον βέβαιο πως στον δεύτερο γύρο θα συγκεντρώσει την στήριξη και των Πρασίνων, και της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, πιθανώς και των Φιλελευθέρων.
Είναι δε κατηγορηματικός ότι δεν πρόκειται να συμπράξει σε μια εκλογή του υποψηφίου του ΕΛΚ. Η γερμανική FAZ τον ρώτησε πριν από λίγο καιρό εάν υπάρχει πιθανότητα να επαναληφθεί η άτυπη συμφωνία του Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ με τον Μάρτιν Σουλτς (2014). Η απάντηση του Τίμερμανς έχει μεγάλο ενδιαφέρον:
“Δεν έχουμε μια τέτοια συμφωνία. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με τον κ. Βέμπερ. Εκείνη την εποχή, ο κ. Γιούνκερ είχε δηλώσει σαφώς ότι ποτέ δεν θα συμφωνούσε με την άκρα δεξιά. Ο Βέμπερ δεν το κάνει αυτό. Με τους νέους ηγέτες του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, δεν βλέπω σχεδόν κανένα ενδοιασμό για συνεργασία με την άκρα δεξιά. Ψάχνουν για μια εναλλακτική λύση από τα δεξιά. Όσο ο Βέμπερ δεν λέει σαφώς ότι δεν θα συνεργαστεί με τους δεξιούς εξτρεμιστές, δεν έχω τίποτα να συζητήσω μαζί του. Και σας ρωτώ: Πότε το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα τελικά θα ξυπνήσει; Ο Ορμπαν καταγγέλλει με αφίσες τον Γιούνκερ, ενώ προηγουμένως είχε ήδη δύο φορές ισχυριστεί σε ομιλίες του ότι εξαγοράστηκε ως Επίτροπος της ΕΕ από τον Τζορτζ Σόρος. Και τι είπε τότε το ΕΛΚ και ο Βέμπερ; Τίποτα. Και τι λένε όταν ο Όρμπαν επιτίθεται στον Τύπο; Τίποτα. Και τι έπραξαν όταν εξέδωσε νόμους για το άσυλο που είναι αντίθετοι με τη Συνθήκη; Η Επιτροπή έχει κινήσει διαδικασία εναντίον του. Αλλά δεν έχω ακούσει τίποτα από την Ομάδα του ΕΛΚ”.
Οι διαχωριστικές γραμμές είναι σαφείς και δεν είναι τυχαίο, παρότι δεν ομολογείται ακόμα δημοσίως, πως και ο Αλέξης Τσίπρας δείχνει την προτίμησή του στον Ολλανδό σοσιαλδημοκράτη. Αυτό είναι αναμφίβολα ένα μήνυμα του τι θα πράξει η Ευρωπαϊκή Αριστερά.
“Αν αναζητήσω συνεργασίες, θα το κάνω βεβαίως και με την ομάδα της Ενωτικής Αριστεράς, στην οποία ανήκει το κόμμα του κ. Τσίπρα. Δεν βλέπω γιατί να μην έχω μια εποικοδομητική συνεργασία με την Ενωτική Αριστερά», είχε δηλώσει, άλλωστε, στα τέλη Φεβρουαρίου ο ίδιος ο κ. Τίμερμανς.
Το ερώτημα, βεβαίως, είναι τι συμφέρει την Ελλάδα. Για παράδειγμα, είναι ακριβές πως η Αθήνα μπορεί να διεκδικήσει μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα με τον Μάνφρεντ Βέμπερ στις Βρυξέλλες απ΄ ότι με τον Φρανς Τίμερμανς; Πόθε προκύπτει η βεβαιότητα του κ. Μητσοτάκη;
«Προτεραιότητά μου είναι να βοηθήσουμε την Ελλάδα να αναπτυχθεί περαιτέρω οικονομικά», διαβεβαιώνει από την πλευρά του ο Ολλανδός υποψήφιος, θυμίζοντας παράλληλα ότι «ο κ. Βέμπερ και η πολιτική του οικογένεια μας έχουν επιτεθεί σφόδρα για το ότι βοηθήσαμε την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια ώστε να βγει από την κρίση».
Γιατί, λοιπόν, η Ν.Δ πρέπει να ποντάρει όλα τα χρήματα στον Βέμπερ; Και τι θα πράξει μια κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη εάν στις Βρυξέλλες βρεθεί ο σοσιαλδημοκράτης αντίπαλος του Βαυαρού πολιτικού;
Ο Μάνφρεντ Βέμπερ, από την άλλη, δεν είναι βέβαιο πως θα ασκήσει πολιτική συμβατή με τα ελληνικά συμφέροντα. Εάν εξαιρεθεί η μάλλον θετική στάση του για την Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία επιμελώς απέκρυψε η Ν.Δ στην επίσημη ανακοίνωσή της σχετικά με όσα είπε κατά την επίσημη έναρξη της προεκλογικής εκστρατείας του στο Ζάππειο, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα έπρεπε να είναι προβληματισμένο για το τι θα μπορούσε να σημάνει μια εκλογή Βέμπερ.
Ο Βαυαρός πολιτικός, για παράδειγμα, έχει δηλώσει με πολύ ηχηρό τρόπο ότι εάν αναλάβει την προεδρία της Κομισιόν θα διακόψει αμέσως τις ενταξιακές διαδικασίες της Τουρκίας στην Ε.Ε. Ακόμα κι αν τόσο η Ευρώπη, όσο και η Τουρκία, δεν πιστεύουν πως θα μπορούσε ο εξ Ανατολών μας γείτονας να γίνει ποτέ πλήρες μέλος, συμφέρει την Αθήνα μια βίαιη διακοπή των σχέσεων; Είναι γνωστό πως η στρατηγική της Αθήνας εδώ και περίπου δύο δεκαετίες εδράζεται στην υποστήριξη της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας. Μια στρατηγική εμπνεύσεως και του Κώστα Σημίτη αλλά και του Κώστα Καραμανλή, την οποία επίμονα έχουν διακηρύξει όλοι οι πρωθυπουργοί και υπουργοί Εξωτερικών.
Διακοπή των ενταξιακών διαπραγματεύσεων που προτείνει ο κ. Βέμπερ σημαίνει δίχως άλλο την διαπραγμάτευση μιας ενισχυμένης “ειδικής σχέσης”, κάτι που επιδιώκουν η Γερμανία και η Ολλανδία και η οποία μετά το Brexit αποκτά ακροατήριο στην Ε.Ε. Ο κίνδυνος είναι ορατός: μια τέτοια σχέση μπορεί να αφαιρέσει ένα στρατηγικό πλεονέκτημα από την Ελλάδα και να μεταβάλλει το “πρότζεκτ Τουρκία” σε μια διαδικασία οικονομικών συναλλαγών, ίσως χωρίς “προαπαιτούμενα” προσαρμογής στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τους διεθνείς κανόνες. Η θέση Βέμπερ είναι πιθανό να ανοίξει τον ασκό του Αιόλου και αυτό σχεδόν ουδείς (πλην του Γιώργου Κουμουτσάκου που έχει επισημάνει τους σχετικούς κινδύνους) φαίνεται πως το λαμβάνει υπόψη του στη Ν.Δ.
Ο Αλέξης Τσίπρας είναι, από την άλλη, πλευρά υπερβολικός όταν αποκαλεί τον Μάνφρεντ Βέμπερ “ανθέλληνα” (και υπονομεύει ενδεχομένως την διαπραγματευτική ικανότητα μιας δικής του κυβέρνησης στην περίπτωση που ο Βαυαρός εγκατασταθεί στις Βρυξέλλες), ωστόσο είναι γνωστό πως ο τελευταίος έχει λάβει θέσεις κατά της χώρας μας σε αρκετές περιπτώσεις.
Υπήρξε οπαδός του Grexit, συντασσόμενος με τον Β. Σόϊμπλε, οπαδός του εξοστρακισμού μας από τη Συνθήκη Σένγκεν λόγω προσφυγικού, θιασώτης των “κλειστών συνόρων” και της μετατροπής της Ελλάδας σε “νησί προσφύγων”, όπως ζητούσε και ο Βίκτορ Όρμπαν, ενώ είναι κατά των συμφερόντων των Ελλήνων αγροτών οι απόψεις του για την ΚΑΠ.
Εν κατακλείδι, όπως έλεγε ο Ελευθέριος Βενιζέλος, στη διεθνή πολιτική δεν υπάρχουν φιλίες αλλά συμφέροντα.
Γι αυτό είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύει κανείς πως με τον Βέμπερ στην Κομισιόν ανοίγουν διάπλατα οι δρόμοι για μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα ή για οτιδήποτε άλλο. Ο γεωπολιτικός ρόλος της Ελλάδας στα Βαλκάνια (άρα….υλοποίηση της Συμφωνίας των Πρεσπών) και τη Ν.Α Μεσόγειο, η σχέση με τις ΗΠΑ, η προώθηση των ενεργειακών σχεδίων στην περιοχή, η ανάπτυξη της οικονομίας και η προσέλκυση επενδύσεων, και η εν γένει διαπραγματευτική ικανότητα της χώρας μας θα εξαρτηθούν σε μεγάλο βαθμό από την ίδια την Ελλάδα και το στρατηγικό σχέδιο κάθε ελληνικής κυβέρνησης.
Δεν θα μας σώσει ο Βέμπερ. Ίσως, δε, αποδειχθεί πως με τον Βαυαρό πολιτικό στις Βρυξέλλες…”Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ θα λέμε και θα κλαίμε”…