Στις “οικογενειακές φωτογραφίες” των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών ο Πέδρο Σάντσεθ στέκεται δίπλα στον Αλέξη Τσίπρα (ως επίτιμος αλλά σταθερός προσκεκλημένος του PES) και κοντά στην Φώφη Γεννηματά. Δικαίως, λοιπόν, η νίκη του στις ισπανικές εκλογές γίνεται αντικείμενο συζήτησης και, φυσικά, αντιπαράθεσης στην εγχώρια πολιτική σκηνή. Αμφότεροι -Τσίπρας και Γεννηματά- δικαιούνται να δηλώνουν ικανοποιημένοι. Όχι, όμως, και να επιχαίρουν. Οι “ερμηνείες” του αποτελέσματος των ισπανικών εκλογών θα μπορούσαν να αποτελούν πεδίο μιας γόνιμης συζήτησης για την εγχώρια αριστερά και κεντροαριστερά. Το πιθανότερο είναι πως αυτό δεν θα συμβεί παρά μόνο μετά τις επόμενες εθνικές εκλογές και κάτω από εντελώς διαφορετικούς όρους. Η Ισπανία είναι τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά.
Αξίζει, όμως, να επισημάνει κανείς ορισμένα πρώτα συμπεράσματα:
Ο Πέδρο Σάντσεθ προσέλκυσε περίπου 2 εκατ. επιπλέον ψηφοφόρους. Θα μπορούσε να ισχυριστεί πως ήταν ψηφοφόροι των σοσιαλιστών που τους έχασε μεταξύ 2015 και 2016 (όπως επισημαίνουν Ισπανοί αναλυτές), ως απόρροια της ανοχής του PSOE έναντι του Λαϊκού Κόμματος του Μαριάνο Ραχόϊ και της προσκόλλησης σε φιλελεύθερες συντηρητικές πολιτικές. Το σύνδρομο της γερμανικής -και εν γένει ευρωπαϊκής- σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή, που προκάλεσε την κατάρρευσή της στα χρόνια της οικονομικής κρίσης. Η “αναγέννηση” του Σάντσεθ μπορεί να προκαλεί ευφορία στο ΚΙΝ.ΑΛ αλλά μόνο υπό την αυστηρή προϋπόθεση πως μπορεί να υιοθετήσει την “στροφή προς τα αριστερά” του Ισπανού πολιτικού. Προσώρας κάτι τέτοιο δεν φαίνεται εφικτό να συμβεί.
Ο πιθανότατα νέος Ισπανός πρωθυπουργός απορρίπτει τη συνεργασία με τους Giudadanos του Ριβέρα, μια εκδοχή της φιλελεύθερης Ν.Δ και του Ποταμιού και στρέφεται προς τους ηττημένους Podemos του Ιγκλέσιας και τους Καταλανούς αυτονομιστές. Επιχειρεί, έτσι, να επιβεβαιώσει πως η αριστερή στροφή του είναι ειλικρινείς και ότι οι συμμαχίες και κυβερνητικές συνεργασίες θα προσδιοριστούν σε αυτόν ακριβώς τον χώρο. Προσώρας στο ΚΙΝ.ΑΛ τέτοιες σκέψεις όχι μόνο δεν υπάρχουν αλλά είναι σαφές πως μεγάλη μερίδα της κομματικής γραφειοκρατίας και η πλειονότητα της κοινοβουλευτικής του ομάδας στρέφει το βλέμμα προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Το “κάν’ το όπως ο Σάντσεθ”, δεν ισχύει ούτε σε αυτή την περίπτωση, και μια συνύπαρξη της Φώφης Γεννηματά με τον Αλέξη Τσίπρα, όπως αυτή του Ισπανού σοσιαλιστή με τον Πάμπλο Ιγκλέσιας μοιάζει όνειρο θερινής νυκτός.
Από την άλλη η “αιμορραγία” των Podemos και η απώλεια περισσοτέρων από 30 βουλευτών από τις προηγούμενες εκλογές αποτελεί “κακό νέο” για μερίδα του ΣΥΡΙΖΑ αλλά μάλλον “καλό νέο” για τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα. Ο Ιγκλέσιας είχε δεσμευθεί ότι θα κινήσει ακόμα και θέμα ηγεσίας εάν το ποσοστό του έπεφτε κάτω από το 15%, ωστόσο μάλλον δεν έχει κανένα λόγο να το πράξει καθώς θα βρεθεί πιθανότατα σε μια συγκυβέρνηση με τους Σοσιαλιστές. Και η εξουσία πάντοτε αφήνει στην άκρη την αυτοκριτική. Εκείνο το τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ που δεν καλοβλέπει το άνοιγμα του πρωθυπουργού προς την κεντροαριστερά και την σοσιαλδημοκρατία -με το εγχείρημα της Προοδευτικής Συμμαχίας- οφείλει να εξηγήσει που οφείλεται η κατάρρευση των Podemos. Αντιθέτως ενισχύεται η στρατηγική του Αλέξη Τσίπρα για δεύρυνση του ΣΥΡΙΖΑ προς το κέντρο του πολιτικού φάσματος και η επιμονή του να βρίσκεται όλα αυτά τα χρόνια κοντά στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Όσο είχε ανάγκη η Φώφη Γεννηματά τη στροφή προς τα αριστερά, που εν τέλει δεν έκανε, αλλο τόσο είχε ανάγκη ο Αλέξης Τσίπρας την στροφή προς την κεντροαριστερά. Η διαφορά είναι πως ο δεύτερος την έκανε και μάλλον την επιταχύνει.
Το γεγονός, τέλος, ότι κατέρρευσε το Λαϊκό Κόμμα της Ισπανίας δεν μπορεί να εκληφθεί από κανέναν ως μήνυμα προς τη Ν.Δ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Το διεφθαρμένο ισπανικό συντηρητικό κόμμα βρίσκεται εδώ και καιρό σε αποδρομή και σε αδυναμία ανανέωσης. Μήνυμα, ωστόσο, αποτελούν δύο πράγματα: πρώτον, οι ισπανοί ψηφοφόροι δεν καταδίκασαν μόνο το ζοφερό παρελθόν του Λαϊκού Κόμματος (ίσως το πιο διεφθαρμένο δεξιό κόμμα στην Ευρώπη) αλλά τις ίδιες τις υπερσυντηρητικές πολιτικές της πτωχοποίησης και της ανεργίας. Δεύτερον, το γεγονός ότι το ακροδεξιό Vox θα βρεθεί στα έδρανα της ισπανικής Βουλής, για πρώτη φορά σαράντα χρόνια μετά τον Φράνκο, δείχνει πως καμμία στροφή προς τα δεξιά δεν μπορεί να σώσει κανέναν όταν υπάρχουν εκείνοι που προβάλλονται ως αυθεντικοί ακροδεξιοί.
Σ.Κ