Εδώ και τουλάχιστον δέκα χρόνια η Ιταλία χαρακτηρίζεται “ο ασθενής της Ευρώπης”. Η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της ευρωζώνης παραμένει εύθραυστη και εγκυμονεί κινδύνους για τη δημοσιονομική σταθερότητα της ΕΕ στο σύνολό της. Μόλις πρόσφατα η ιταλική κυβέρνηση αναθεώρησε επί τα χείρω τις προβλέψεις για την ανάπτυξη από 1% σε 0,2%, ενώ η Eurostat εκτιμά ότι η παλαιότερη τάση μείωσης του δημοσίου χρέους έχει αντιστραφεί, με αποτέλεσμα το χρέος να αυξάνεται κατά 1% μέσα στο 2018 και να φτάνει πλέον το 132,2% του ιταλικού ΑΕΠ. Σε απόλυτα μεγέθη το ιταλικό χρέος είναι ήδη το μεγαλύτερο στην ευρωζώνη και αναμένεται να αυξηθεί περαιτέρω.
Άλλωστε αυτή τη στιγμή η Ιταλία είναι η μόνη χώρα της ΕΕ σε ύφεση. Αλλά ποια είναι τα αίτια αυτής της κακοδαιμονίας; “Οι εξαγωγές μας παραμένουν σε υψηλά επίπεδα, αλλά αυτό είναι το μόνο θετικό στοιχείο του ΑΕΠ και από μόνο του δεν μπορεί να επωμιστεί το βάρος της οικονομικής ανάπτυξης”, λέει ο Κάρλο Αλμπέρτο Καρνεβάλε Μαφέ, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Μποκόνι του Μιλάνου. “Εάν κάποιος θέλει να κατανοήσει τα αίτια της σημερινής στασιμότητας, θα πρέπει να ανατρέξει στο παρελθόν”, εκτιμά από την πλευρά του ο Αντρέα Καπουσέλα, συγγραφέας του βιβλίου “Η πολιτική οικονομία της ιταλικής παρακμής”.
Λάθη δεκαετιών συσσωρεύονται
Σύμφωνα με τον Καπουσέλα μία μόνιμη κακοδαιμονία των τελευταίων δεκαετιών είναι η κακή λειτουργία των θεσμών και ιδιαίτερα η ελλειπής λειτουργία του κράτους δικαίου, αλλά και η ανεπαρκής απόδοση ατομικής ευθύνης- φαινόμενα που δυσχεραίνουν την παραγωγικότητα, την καινοτομία, κατά συνέπεια και την ανάπτυξη. Μετά τον Β’ Παγκοσμιο Πόλεμο, λέει ο Καπουσέλα στην DW, το “οικονομικό θαύμα” της Ιταλίας στηρίχθηκε κυρίως στην εισαγωγή σύγχρονου μηχανολογικού εξοπλισμού από το εξωτερικό, ιδιαίτερα από της ΗΠΑ. Σε αυτό το στάδιο οι υπολειτουργούντες θεσμοί του ιταλικού κράτους δεν είχαν ρόλο, άρα δεν εμπόδιζαν την οικονομική αναπτυξη. Τα πράγματα άλλαξαν στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, όταν η Ιταλία μετεξελίχθηκε σε μία βιομηχανική δύναμη, αγγίζοντας ωστόσο τα όρια του δυναμικού της οσον αφορά τις παραγωγικές δυνατότητές της.
Σε αυτή την κρίσιμη καμπή η Ιταλία θα χρειαζόταν ισχυρούς θεσμούς, οι οποίοι θα απογείωναν την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα. “Αλλά αυτό ακριβώς εξέλειπε την εποχή εκείνη”, λέει ο Καπουσέλα. “Αντ’ αυτού ακολουθήσαμε μία επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, την οποία χρηματοδοτήσαμε μέσω του δημοσίου χρέους. Έτσι κρατήσαμε την οικονομική ανάπτυξη σε υψηλά επίπεδα, αλλά την ίδια στιγμή κρύψαμε κάτω απ’ το χαλί προβλήματα όπως η έλλειψη καινοτομίας”. Με την καθιέρωση του ευρώ το 1992 το παλαιό μοντέλο ανάπτυξης περιέπεσε σε αχρηστία και η οικονομική ανάπτυξη δεν μπορούσε να βασιστεί παρά μόνο σε άνοδο της παραγωγικότητας. “Εκεί η επιβράδυνση έγινε πλέον εμφανής” λέει ο Καπουσέλα, για να προσθέσει ότι η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 επέφερε ένα ακόμη σοβαρό πλήγμα στην ιταλική οικονομία. Αποτέλεσμα όλων αυτών: η Ιταλία είναι σήμερα η μόνη ευρωπαϊκή χώρα με βιοτικό επίπεδο στα επίπεδα του …1995. “Είναι σαν να έχουμε χάσει έναν αιώνα…”, λέει ο Καπουσέλα.
Καμία αλλαγή στον ορίζοντα
Ο ίδιος πιστεύει ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει από τα χρόνια της κρίσης. Η πρόσφατη διαμάχη με τις Βρυξέλλες για το έλλειμμα του ιταλικού προϋπολογισμού γεφυρώθηκε με συμβιβασμό κατευνάζει όλους τους εμπλεκόμενους και προβλέπει ότι το έλλειμμα δεν θα είναι 2,4% του ΑΕΠ, όπως αρχικά είχε ανακοινώσει η Ρώμη, αλλά 2,04%. Το κρίσιμο ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι το ύψος του προϋπολογισμού, αλλά η κατανομή δαπανών στον προϋπολογισμό. Τόσο ο Αντρέα Καπουσέλα, όσο και ο Κάρλο Αλμπέρτο Καρνεβάλε- Μαφέ συμφωνούν ότι αυτή η κατανομή δεν γίνεται με υγιή κριτήρια. “Το ζήτημα δεν είναι ότι η κυβέρνηση δεν επιτυγχάνει υψηλά ποσοστά ανάπτυξης, το ζήτημα είναι ότι δεν αντιμετωπίζει τα βαθύτερα αίτια των προβλημάτων”, λέει ο Καπουσελα. “Και αυτά είναι: βραχυπρόθεσμα η έλλειψη αποτελεσματικότητας στις δημόσιες δαπάνες και μακροπρόθεσμα οι ανεπαρκείς θεσμοί του ιταλικού κράτους”.
Από την πλευρά του ο Κανεβάλε-Μαφέ υπενθυμίζει ότι “με τη νέα συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση οι δαπάνες για τις συντάξεις αυξήθηκαν κατά δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ και η Ιταλία όχι μόνο δεν επιταχύνει, αλλά αντίθετα μειώνει την οικονομική ανάπτυξη. Παράλληλα περιορίζει την απασχόληση και προκαλεί νέες επιβαρύνσεις για τις επόμενες γενιές…”
Πηγή: DW