Στην σύγχρονη πολιτική μας ιστορία όποτε προέκυψε η “ανάγκη” για μια σύγκρουση δύο κόσμων αναδείχθηκαν και οι άνθρωποι που που θα την εκπροσωπούσαν. Υπαρκτές ή λιγότερο υπαρκτές προσωπικότητες, διανοούμενοι και πρώην αναχωρητές, συγγραφείς, καλλιτέχνες, άνθρωποι ενός κάποιου “πνεύματος”.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Συνήθως πρόκειται για πρόσωπα με άποψη γνωστή και διακηρυγμένη, ενίοτε με “στράτευση”, που, όμως, καλούνται για να προσδιορίσουν τους νέους διαχωρισμούς και να λάβουν θέση για να εκφράσουν ένα συγκυριακό “μανιχαϊσμό”. Εμείς με το “καλό”, εσείς με το “κακό” είναι το μήνυμα που επιχειρείται να φθάσει στα εκλογικά ακροατήρια, να συσπειρώσει κοινωνικές ομάδες και να εξυπηρετήσει τα πολιτικά “αφηγήματα”.
Τα μίντια που πρόσκεινται στη Ν.Δ επιχαίρουν με πηχυαίους τίτλους για την εμφάνιση 64 προσωπικοτήτων που σπεύδουν, λίγο πριν την εκλογική αναμέτρηση, να τοποθετηθούν σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι προοδευτικό. Όπως διαβάζει κανείς στο σκληρά αντιπολιτευτικό protagon.gr, “οι 64 καταγγέλλουν «την αποδιάρθρωση κάθε αναγεννητικής προσπάθειας στην εκπαίδευση» και επιρρίπτουν στο κυβερνών κόμμα την ευθύνη «για το διχαστικό πολιτικό κλίμα», τις παρεμβάσεις ελέγχου της Δικαιοσύνης ακόμη και με ποινικές διώξεις των πολιτικών της αντιπάλων, όπως και την προσπάθεια «χειραγώγησης των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης». Σεβαστή η άποψή τους, πρόδηλες και οι σκοπιμότητες. Ουδέν κακόν αμιγές καλού, θα έλεγε κανείς.
Η μιντιακή προσέγγιση θέλει τους “64” να “αποδομούν” τον ΣΥΡΙΖΑ και να συνεισφέρουν στήριξη στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Αναμφίβολα αυτός είναι ο λόγος που το έπραξαν.
Κι ένας μη ομολογούμενος αλλά επίσης αναμφίβολα προφανής:
Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ συσπειρώνει τους 80 και βάλε της “Γέφυρας” και της Προοδευτικής Συμμαχίας, κάποιοι πρέπει (επικοινωνιακά) να αναιρέσουν την αντίληψη αυτή. Όταν ο Αλέξης Τσίπρας κατοχυρώνει -μέσα από τις στροφές, τα λάθη και αναδιπλώσεις του- την ευρωπαϊκή αποδοχή ως κάτι “προοδευτικό” (ικανό για πολλούς να μπολιάσει την μαραμένη ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία που εισπράττει τα επίχειρα της μακρόχρονης υιοθεσίας του νεοφιλελευθερισμού), κάποιοι πρέπει να βρεθούν για να αναιρέσουν αυτή τη στρατηγική.
Κάπως έτσι έσπευσαν ο Θάνος Βερέμης, ο Χρήστος Χωμενίδης, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, ο Στάθης Καλύβας, ο Πάνος Τσακλόγλου και άλλοι να μετατρέψουν το adagio του φιλελευθερισμού σε fortissimo κατά της κυβέρνησης.
Έχει, ωστόσο, ενδιαφέρον. Ο Βερέμης, για παράδειγμα, εκστρατεύει κατά του Τσίπρα, ωστόσο συμφώνησε απολύτως με τη Συμφωνία των Πρεσπών και με τις πολιτικές για τα ανθρώπινα δικαιώματα.Πόρρω δε απέχει από τις ιαχές περί προδοσίας και την εμπορία του πατριωτισμού, αφού, εάν λάβει κανείς υπόψη του τις ενδιαφέρουσες θέσεις του για τα ελληνοτουρκικά και γενικότερα την εξωτερική πολιτική, μάλλον θα προκαλούσε φλύκταινες αντίδρασης στο σκληρά δεξιό τμήμα της Ν.Δ. Άρα “αποδομεί” την κυβέρνηση σε κάποια, συγκλίνει μαζί της σε κάποια άλλα. Ο Στάθης Καλύβας πνέει μένεα εναντίον του Τσίπρα, έχει, ωστόσο, να διαλεχθεί ανταγωνιστικά με τον καθηγητή Νίκο Μαραντζίδη (μαζί έχουν συγγράψει βιβλίο, άλλωστε) που βρίσκει τον πρωθυπουργό γοητευτικά προσεγγίζοντα εδώ και καιρό την σοσιαλδημοκρατία. Ο Τσακλόγλου είναι γνωστό ότι υπήρξε συνεργάτης του Ευάγγελου Βενιζέλου, φίλος του Γιάννη Στουρνάρα και μέλος της διαπραγματευτικής ομάδας του δευτέρου μνημονίου επί κυβέρνησης Σαμαρά. Ουδεμία έκπληξη, λοιπόν.
Για τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη ουδεμία μομφή. Γνωστή η λατρεία του για τον Κυριάκο Μητσοτάκη, θα είχε, ωστόσο, ενδιαφέρον να τον δούμε σε κάποια θεατρική παράσταση ως “δίδυμο” με τον συνάδελφό του και υποψήφιο ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Γεωργούλη.
Καθένας πορεύεται, λοιπόν, με ότι έχει και μπορεί.
Προς τι ο ενθουσιασμός; Κι ακόμα περισσότερο γιατί κάποιοι σπεύδουν να διχάσουν την εγχώρια διανόηση και να την κατατάξουν σε στρατόπεδα; Άνθρωποι με αγωνίες, ανησυχίες, ακόμα και εμμονές, είναι και έχουν δικαίωμα να τις εκδηλώνουν.
Ποιος αποφασίζει, για παράδειγμα, ότι είναι “καλύτερος” ο Βερέμης από τη Ρεπούση, ο Καλύβας από τον Μαραντζίδη, ο Ράμφος από τον Μουζέλη, ο Χωμενίδης από τον Λιάκο ή τον Βαλντέν, ο Νεκτάριος από τον Ρομπόλη, ο Μούγερ από τους ήπιους -και επ’ ουδενί Συριζαίους- Μίχαλο και Κορκίδη και πάει λέγοντας;
Αστεία πράγματα σε σοβαρές και κρίσιμες εποχές…
Υ.Γ Εν κατακλείδι, θα είχε, όντως, ενδιαφέρον εάν ο Ράμφος γοητευόταν από τον Τσίπρα και ο Μουζέλης από τον Μητσοτάκη. Κατά τα λοιπά, οι μυημένοι γνωρίζουν την αξία ενός εκάστου, όπως και τις σκοπιμότητες…