Απειλές, που άλλοτε γίνονται πράξη και άλλοτε αφήνονται να πλανώνται έως ότου ο αντίπαλος υποχωρήσει, συγκρούσεις με άμεσα θύματα και παράπλευρες απώλειες, αλλά δίχως νικητές, προσωρινοί συμβιβασμοί, ανακωχές και αναβολές, αλλά όχι ουσιαστικές συμφωνίες, συνθέτουν το σκηνικό στην παγκόσμια εμπορική σκηνή. Το στοιχείο που κυριαρχεί είναι αμφισβήτηση του πολυμερούς συστήματος που διαμορφώθηκε μεταπολεμικά, με τις ΗΠΑ στο τιμόνι και την Ευρώπη να ακολουθεί. Ενός συστήματος που προώθησε με ταχύτατους ρυθμούς τις τελευταίες δεκαετίες την παγκοσμιοποίηση και το ελεύθερο εμπόριο και που τώρα πολλοί αισθάνονται ότι ευνόησε δυσανάλογα ή δεν μπόρεσε να ανακόψει την «επέλαση» των μεγάλων αναδυόμενων δυνάμεων και κυρίως της Κίνας.
Η εμπορική τάξη πραγμάτων που γνωρίζουμε από το 1945, αν δεν «πεθαίνει», όπως φοβούνται κάποιοι, σίγουρα αλλάζει. Οι «πόλεμοι», οι δασμοί, τα τείχη είναι μόνο η αρχή μίας ευρύτερης ανακατάταξης του παγκόσμιου εμπορίου, όπως προειδοποίησε πρόσφατα η JP Morgan. Ας δούμε όμως λίγο πώς έχουν τα πράγματα.
Συνηθίζουμε να μένουμε στα όσα λέει και κάνει ο Ντόναλντ Τραμπ, γεγονός που έχει να κάνει εν πολλοίς με ένα ανοίκειο για ηγέτη ύφος, με συνεχείς εναλλαγές στις διαθέσεις και τις αποφάσεις και με παράκαμψη κάθε πρωτοκόλλου και επίσημης διαδικασίας.
Ωστόσο, αν κοιτάξουμε πέρα από τους τύπους, θα δούμε ότι στη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη υπάρχει μία ολοένα και μεγαλύτερη σύγκλιση ανάμεσα σε Ρεπουμπλικανούς και Δημοκρατικούς στην ανάγκη για πιο σκληρή στάση απέναντι στην Κίνα, αλλά και άλλους εμπορικούς εταίρους, για επαναδιαπραγμάτευση μεγάλων εμπορικών συμφωνιών, που τώρα διαπιστώνεται ότι δεν είχαν δίχτυ ασφαλείας για την εργατική και μεσαία τάξη, αλλά και για στροφή στον προστατευτισμό.
Huawei: Επιχείρηση καθησυχασμού
Επί διακυβέρνησης Τραμπ η στροφή στον οικονομικό εθνικισμό είναι απότομη, με την προώθηση του δόγματος «Η Αμερική Πρώτα», την απόσυρση των ΗΠΑ από τη συμφωνία των χωρών του Ειρηνικού TTP και την αναθεώρηση της NAFTA σε ένα νέο κείμενο, που δεν αναφέρει ούτε μία φορά τη φράση «ελεύθερο εμπόριο». Και πάνω απ’ όλα με τη μονομερή επιβολή δασμών. Ωστόσο, πολύ νωρίτερα, ήδη από το 2009, ο Μπαράκ Ομπάμα, ένθερμος υποστηρικτής της διεθνούς συνεργασίας και των πολυμερών συμφωνιών, είχε επίσης προωθήσει τη δική του «λάιτ» εκδοχή του προστατευτισμού με την πρωτοβουλία «Αγοράστε Αμερικανικά» (Buy American). Σήμερα τα δύο μεγάλα κόμματα της αμερικανικής σκηνής και τα πιο προβεβλημένα στελέχη τους μπορεί να εκκινούν από διαφορετική αφετηρία, να χρησιμοποιούν διαφορετικά επιχειρήματα και φρασεολογία, να προτείνουν άλλα «όπλα», αλλά καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: λιγότερο ελεύθερο εμπόριο, περισσότερη στήριξη των τοπικών βιομηχανιών.
Σε δηλώσεις του στη «Ναυτεμπορική» ο Νιλ Σίρινγκ, επικεφαλής οικονομολόγος της Capital Economics, σχολίασε πως «είναι εντυπωσιακό το πώς και οι δύο πλευρές του πολιτικού φάσματος στις ΗΠΑ είναι ολοένα και πιο ενωμένες όσον αφορά τη σκληρή γραμμή απέναντι στην Κίνα και στρέφονται ολοένα και περισσότερο στην κατεύθυνση του προστατευτισμού».
Πρόκειται για μία «ανησυχητική εξέλιξη», σημείωσε, ενώ αναφερόμενος ειδικότερα στη διαμάχη ΗΠΑ – Κίνας, τόνισε ότι δεν βλέπει «πώς μπορεί να υπάρξει λύση κατά τρόπο που να ικανοποιεί τόσο τα γεράκια του Λευκού Οίκου όσο και την ηγεσία του Πεκίνου». Ο Σίρινγκ όχι μόνο δεν είναι αισιόδοξος για τις εξελίξεις, αλλά κάνει λόγο στη «Ν» για «τη μεγαλύτερη απειλή για το πολυμερές εμπορικό σύστημα εδώ και 70 χρόνια».
Η τάση στην Ευρώπη
Όταν η αμερικανική κυβέρνηση ανακοίνωσε την επιβολή δασμών, η Ευρωπαϊκή Ένωση έσπευσε να καταδικάσει τις μονομερείς ενέργειες και να διακηρύξει την ανάγκη προστασίας και ενίσχυσης του πολυμερούς συστήματος διαπραγμάτευσης και επίλυσης διαφορών, όπως αυτό εκφράζεται από τον «παρωχημένο», σύμφωνα με τον Τραμπ, «Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου». Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι και η ίδια δεν φοβάται την κινεζική επέκταση. Σηκώνει έτσι τα δικά της «τείχη» προκειμένου να προστατεύσει τα συμφέροντά της. Κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση έχουμε τόσο σε πανευρωπαϊκό επίπεδο
-με ένα νέο πλαίσιο ελέγχου των ξένων επενδύσεων-, όσο και σε εθνικό επίπεδο.
Τον «δρόμο» δείχνει η Γερμανία, η μεγαλύτερη εξαγωγική δύναμη και κατά συνέπεια πιο ευάλωτη στα εμπορικά πυρά. Η γερμανική κυβέρνηση δεν μιλάει βεβαίως για δασμούς, αλλά ήδη από τα τέλη του 2018 ανακοίνωσε ότι θα μπορεί να μπλοκάρει κάθε προσπάθεια εταιρείας τρίτης χώρας (εκτός Ε.Ε. δηλαδή) να εξαγοράσει μερίδιο 10% και άνω σε γερμανική εταιρεία. Παράλληλα φέτος παρουσίασε τη νέα Εθνική Βιομηχανική Στρατηγική 2030, που προβλέπει μεγαλύτερη κρατική στήριξη στους ακόλουθους τομείς: χημικά, μηχανολογικός εξοπλισμός, ιατρικός εξοπλισμός, αεροναυπηγική, αυτοκινητοβιομηχανία και πράσινη τεχνολογία. Αυτή προβλέπει ακόμη και μερική εθνικοποίηση επιχειρήσεων προκειμένου να τις προστατέψει από ξένα κεφάλαια.
Το Βερολίνο, σε συνεργασία με το Παρίσι, προωθεί επίσης την αλλαγή των κανόνων ανταγωνισμού στην Ε.Ε. ώστε να επιτρέπεται πιο εύκολα η δημιουργία Ευρωπαίων πρωταθλητών, που θα μπορούν να αποκτούν μεγαλύτερο μερίδιο της παγκόσμιας πίτας.
Μπορεί οι Ευρωπαίοι να μην αμφισβητούν τον ΠΟΕ σε επίπεδο ρητορικής, αλλά η στροφή στις κρατικές ενισχύσεις ενδεχομένως να έρθει σε σύγκρουση με αρκετούς κανόνες του και τελικά να οδηγήσει στο ξαναγράψιμό τους.
Όπως επισημαίνει στη «Ν» ο Νιλ Σίρινγκ, η Ευρώπη από τη μία θα προσπαθήσει να διατηρήσει τις φιλελεύθερες αξίες του εμπορίου, αλλά και από την άλλη θα είναι αναγκασμένη να απαντήσει στις νέες προκλήσεις και ειδικά σε ενδεχόμενη επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ. Ουσιαστικά, οι στόχοι και οι διακηρύξεις δεν έχουν πάντα σχέση με την πραγματικότητα και τις επιλογές που προβάλλονται έστω και ως «αναγκαίο κακό».
Το παιχνίδι της Κίνας
Όταν όλος ο κόσμος στράφηκε κατά των πρακτικών του Τραμπ, ο Σι Τζινπίνγκ δεν έχασε την ευκαιρία να παρουσιάσει εαυτόν ως «θεματοφύλακα» της παγκοσμιοποίησης και του ελεύθερου εμπορίου και να δηλώσει ότι η Κίνα είναι έτοιμη να καλύψει το κενό που αφήνει η επιλογή του αμερικανικού απομονωτισμού. Δεν πείστηκαν πολλοί. Και τούτο γιατί δεν είναι μόνο οι ΗΠΑ που διαμαρτύρονται για το τεράστιο εμπορικό έλλειμμα έναντι του «δράκου». Τόσο η Ε.Ε. όσο και άλλες δυνάμεις έχουν προσφύγει ανά καιρούς κατά του Πεκίνου κατηγορώντας το για πρακτικές ντάμπινγκ (επιδότηση εταιρειών, ώστε αυτές να πωλούν σε ξένες αγορές σε τιμές κάτω του κόστους), αθέμιτο ανταγωνισμό και μεροληπτική δυσμενή μεταχείριση ξένων επιχειρήσεων στο έδαφός του, κλοπή τεχνολογίας και παράβαση πνευματικών δικαιωμάτων.
Η Κίνα δεν σέβεται τους διεθνείς εμπορικούς κανόνες. Ωστόσο, ίσως η οικονομία της έχει μεγάλη ανάγκη τη διατήρηση της διεθνούς εμπορικής τάξης πραγμάτων. Αυτή είναι που βοήθησε το Κομμουνιστικό Κόμμα να βγάλει εκατομμύρια ανθρώπους από τη φτώχεια και να δημιουργήσει μία μεγάλη μεσαία τάξη. Η μεσαία τάξη αυτή τώρα απαιτεί περισσότερα και ο Σι δεν μπορεί να τα κάνει εάν η χώρα μπει στην απομόνωση.
O νέος Δρόμος του Μεταξιού περνάει μέσα και από τον συμβιβασμό με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις.
Κοινή γνώμη και δυσφορία για τα ατομικά οφέλη
Η αμφισβήτηση του ελεύθερου εμπορίου έχει εν πολλοίς να κάνει με τη διεύρυνση των οικονομικών ανισοτήτων στο εσωτερικό των ανεπτυγμένων οικονομιών και την ευρύτερη αίσθηση ότι τα μεσαία και κατώτερα στρώματα, αν δεν έχασαν, πάντως δεν γεύθηκαν τους καρπούς του. Οι «ξεχασμένοι» έχουν κάνει αισθητή τη φωνή τους στην κάλπη τα τελευταία χρόνια.
Οι σκιές στη στάση της κοινής γνώμης είχαν γίνει ήδη ορατές από το 2014. Σε έρευνά του το Pew εκείνη τη χρονιά είχε διαπιστώσει πως ενώ στη θεωρία οι περισσότεροι πολίτες σε ανεπτυγμένες και αναδυόμενες χώρες (κατά μέσο όρο 81%) δήλωναν ότι το διεθνές εμπόριο και οι παγκόσμιοι επιχειρηματικοί δεσμοί είναι θετικά για τη χώρα τους, δεν ήταν τόσο σίγουροι για τους εάν τους ωφελούν σε προσωπικό επίπεδο.
Ιδιαίτερα έντονος ήταν ο σκεπτικισμός έως και η δυσφορία για τις επιπτώσεις σε ατομικό επίπεδο στις ΗΠΑ, σε ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, και στην Ιαπωνία. Παράλληλα σε διεθνές επίπεδο μόνο το ήμισυ των ερωτηθέντων πίστευε ότι το εμπόριο δημιουργεί θέσεις εργασίας, το 45% ότι αυξάνει τους μισθούς και μόλις το 26% ότι οδηγεί σε χαμηλότερες τιμές για τους καταναλωτές.
Διατήρηση των εντάσεων σε αμφίβολο μέλλον
Σε ερώτηση της «Ν» για το τι φέρνει το μέλλον, οι αναλυτές της Moody’s παρέπεμψαν σε πρόσφατη έκθεσή τους. Σε αυτή επισημαίνεται ότι η σχέση ανάμεσα στις δύο κορυφαίες οικονομίες του πλανήτη θα παραμείνει τεταμένη, ενώ ευρύτερα για τις εμπορικές διαμάχες αναμένουν περιορισμένης έκτασης συμφωνίες και συμβιβασμούς, που δεν θα μπορούν να γεφυρώσουν τις αποκλίσεις σε οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα.
Ακόμη και πριν από την εκλογή Τραμπ η αδυναμία των κρατών-μελών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου να ολοκληρώσουν τον γύρο της Ντόχα είχε εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα και τη βιωσιμότητα ενός οργανισμού που ήταν στο επίκεντρο της παγκόσμιας διακυβέρνησης. Πολλοί πιστεύουν ότι ο ΠΟΕ έχει πια «πεθάνει».
Ανεξάρτητα από το μέλλον του οργανισμού, αυτή τη στιγμή βρίσκονται σε ισχύ 420 περιφερειακές εμπορικές συμφωνίες ανά τον κόσμο. Δεν είναι στο σύνολό τους ελεύθερου εμπορίου, αλλά όλες περιορίζουν τα εμπόδια και ενισχύουν τη συνεργασία.
Ε.Ε. έχει συνάψει 36 εμπορικές συμφωνίες με περισσότερες από 60 χώρες. Η πιο σημαντική εξ αυτών είναι με την Ιαπωνία. Τέθηκε σε ισχύ τον φετινό Φεβρουάριο, καλύπτοντας περίπου 600 εκατομμύρια ανθρώπους και το 30% του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Από την άλλη, η TTIP, η συμφωνία ελευθέρου εμπορίου με τις ΗΠΑ, πρέπει να θεωρείται «νεκρή». Αν υπάρξει κάτι άλλο στη θέση της, θα είναι πολύ πιο περιορισμένης έκτασης.
Όσο για τις ΗΠΑ, έχουν σε ισχύ εμπορικές συμφωνίες με 20 χώρες. Στην πλειονότητά τους πρόκειται για διμερείς συμφωνίες.
Οι πολυμερείς συμφωνίες πιστεύεται ότι θα σπανίζουν στο προσεχές μέλλον. Κανείς ουσιαστικά δεν φαίνεται διατεθειμένος να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Τα τείχη, μικρά και μεγάλα, ίσως είναι η νέα κανονικότητα.
ΠΗΓΗ:Εφημερίδα Ναυτεμπορική, naftemporiki.gr