Ήδη από το 2018 έχουν ψηφιστεί και εφαρμόζονται μέτρα ελάφρυνσης ύψους περίπου 950 εκ ευρώ με την μείωση του ΕΝΦΙΑ των εισφορών σε ελεύθερους επαγγελματίες και επιστήμονες ενώ και η μη μείωση των συντάξεων έχει και ένα έμμεσο θετικό αποτέλεσμα. Πριν λίγες μέρες ψηφίστηκε και εφαρμόστηκε η καταβολή της 13ης σύνταξης με καθαρό κόστος 830 εκ ευρώ και οι μειώσεις ΦΠΑ σε τρόφιμα, λογαριασμούς ηλεκτρικού και φυσικού αερίου και εστίαση, με κόστος περίπου 280 εκ ευρώ. Αν στο τελευταίο πακέτο μέτρων των 1,1 δις προστεθούν και τα μέτρα με κόστος 950 εκ ευρώ που εφαρμόζονται από την 2018 έχουμε μια συνολική ένεση ρευστότητας 2,1 δις ευρώ στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών.
Με δεδομένο ότι οι ελαφρύνσεις στοχεύουν στις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις τα χρήματα αυτά δεν θα γίνουν αποταμίευση αλλά θα διατεθούν ενισχύοντας την ιδιωτική κατανάλωση που είχε καταρρεύσει τα προηγούμενα χρόνια λόγω των διαδοχικών μέτρων περιοριστικών μέτρων.
Η αύξηση της κατανάλωσης δεν είναι αυτοσκοπός αφού θα έχει πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα, αφού θα αυξήσει την απασχόληση σε επιχειρήσεις οι οποίες βλέποντας τον χαμηλό τζίρο και τα συνεχή περιοριστικά μέτρα δεν ρίσκαραν προσλήψεις. Νέες προσλήψεις σε συνδυασμό και με την αύξηση του κατώτερου μισθού στα 650 ευρώ από την αρχή του χρόνου θα αυξήσουν ακόμη περισσότερο την κατανάλωση.
Τελικός στόχος είναι να διαψευστούν οι προβλέψεις που υπάρχουν για την ανάπτυξη φέτος και τελικά η οικονομία να αναπτυχθεί με ρυθμό 2,5% του ΑΕΠ ( αντί 2,3% του ΑΕΠ) με οδηγό την ιδιωτική κατανάλωση η οποία ως γνωστό δεν επηρεάζεται από την επιβράδυνση της Ευρωζώνης ούτε από τον εμπορικό πόλεμο ΗΠΑ – Κίνας ούτε βέβαια από το Brexit.
Το οικονομικό επιτελείο θεωρεί απαισιόδοξες τις προβλέψεις για επιβράδυνση των εξαγωγών ή της κίνησης του Τουρισμού θεωρώντας ότι στην χειρότερη περίπτωση θα έχουμε λίγο μικρότερη αύξηση αλλά σε καμία περίπτωση στασιμότητα.
Κρυφός άσος για την Κυβέρνηση είναι η απόδοση από τις ρυθμίσεις των 120 δόσεων σε εφορίες και σε ταμεία. Συνολικά από τις δύο ρυθμίσεις αναμένεται με βάση εξαιρετικά συντηρητικές εκτιμήσεις τα δημόσια έσοδα ότι θα αυξηθούν κατά περίπου 350 εκ ευρώ (200 εκ από την ρύθμιση στην εφορία και 150 εκ από την ρύθμιση στα ταμεία).
Με δεδομένο ότι η ρύθμιση θα λειτουργήσει για λιγότερο από έξι μήνες το 2019 – αφού δεν θα ενταχθούν όλοι σε ρυθμίσεις από τις πρώτες μέρες – για το 2020 οι ρυθμίσεις μπορούν να εισφέρουν στα δημόσια έσοδα παραπάνω από 700 εκ ευρώ δίνοντας άλλη μια ώθηση στο διαθέσιμο δημοσιονομικό χώρο τουλάχιστον μέχρι και το 2022.
Μια ταχύτερη μείωση της ανεργίας και μια επιτάχυνση του ΑΕΠ μέσα στο 2019 θα αλλάξει τα δεδομένα και για το 2020.
Το Σεπτέμβριο που θα ξεκινήσει η ουσιαστική διαπραγμάτευση θα υπάρχουν διαθέσιμα τα στοιχεία για το ΑΕΠ του πρώτου και του δευτέρου τριμήνου και οι εκτιμήσεις για την απόδοση των ρυθμίσεων και την συνολική πορεία των εσόδων. Η εκτίμηση που θα γίνει θα αναθεωρήσει προς τα πάνω και τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας αλλά και τις προβλέψεις για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Αν γίνει αποδεκτό και το αίτημα της Ελληνικής Κυβέρνησης για την μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 3,%% του ΑΕΠ στο 2,5% του ΑΕΠ (το οποίο υποστηρίζει παρασκηνιακά η Κομισιόν) τότε θα υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος για την διατήρηση του αφορολόγητου στα σημερινά επίπεδα το 2020 αφού το δημοσιονομικό κόστος των 1,9 δις ευρώ θα έχει καλυφθεί με την εγγύηση που θα έχει δώσει η Ελλάδα μέσω της «προεξόφλησης» των πρωτογενών πλεονασμάτων.
ΠΗΓΗ: news247.gr