Τις τελευταίες ημέρες γίνεται ξανά λόγος για δημοσκόπους που μαγειρεύουν νούμερα και «ψαλιδίζουν» διαφορές από φόβο μήπως το εκλογικό αποτέλεσμα τελικά τους διαψεύσει. Και αυτή η άποψη βασίζεται σε δύο θεωρίες. Η μια παρουσιάζει τις δημοσκοπικές εταιρίες εξαρτημένες από συμφέροντα, ενώ ή άλλη εστιάζει στις μεθοδολογικές ανεπάρκειες των εταιριών μέτρησης της κοινής γνώμης.
Του Άγγελου Σεριάτου
Και οι δύο θεωρίες ενέχουν όψεις αλήθειας αλλά στην πραγματικότητα το μεγάλο και ορατό «πρόβλημα» για την πλειοψηφία των εταιριών μέτρησης της κοινής γνώμης σχετίζεται με την μεθοδολογία, η οποία με τη σειρά της συνδέεται άρρηκτα με την πολιτική ρευστότητα και την υποχώρηση των αυστηρά κομματικών ταυτίσεων σε Ελλάδα και Ευρώπη, καθώς και με νέου τύπου «συστηματικά λάθη» που έχουν εμφανιστεί λόγω της οικονομικής και πολιτικής κρίσης αλλά και της τεχνολογικής μετάβασης.
Και το βασικότερο «συστηματικό λάθος» σχετίζεται με γεγονός ότι πρακτικά δεν έχει το σύνολο του πληθυσμού ίσες πιθανότητες να συμπεριληφθεί στο δείγμα μιας μέτρησης, που αποτελεί αρχή της δειγματοληψίας, καθώς ορισμένοι πολίτες δεν έχουν/χρησιμοποιούν σταθερό τηλέφωνο, ενώ άλλοι απλώς δεν απαντάνε στις δημοσκοπήσεις, καθώς δεν τις εμπιστεύονται, με αποτέλεσμα κρίσιμες μερίδες πληθυσμού με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά να μην συμπεριλαμβάνονται στα δείγματα.
Α επιστημονική εμπειρία στον κλάδο.
Τόλμησε να δημοσιοποιήσει ανοιχτά τα ευρήματα της, ενώ παρακολουθούσε ότι αυτά έρχονται σε αντίθεση με το γενικότερο ρεύμα. Τόλμησε εν τέλει και επιβραβεύθηκε από την πραγματικότητα, καθώς προσέγγισε όσο καμία άλλη εταιρία το τελικό αποτέλεσμα, παρουσιάζοντας δύο ημέρες πριν από τις εκλογές την διαφορά μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Δημοκρατίας στο 3% υπέρ του πρώτου (χωρίς αναγωγή αναποφάσιστων), διαφορά που με σχετική ακρίβεια ανίχνευσαν και το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και η GPO.
Η πραγματική δε αποτυχία για τις περισσότερες εταιρίες δημοσκοπήσεων ήταν αυτή της πρόβλεψης του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015, όπου καμία εταιρία δεν κατάφερε να εκτιμήσει την διαφορά του «όχι» και του «ναι» (διαφορά περίπου 22,5% υπέρ του «όχι»), με τις περισσότερες μάλιστα εταιρίες να παρουσιάζουν μια εικόνα ντέρμπυ ή οριακής επικράτησης του «ναι». Και πάλι η Prorata δεν δίστασε να παρουσιάσει αυτό που πράγματι ανίχνευε, δηλαδή μια άνετη επικράτηση του «όχι» έναντι του «ναι».
Πιο συγκεκριμένα, σε μια προσπάθεια ανανέωσης των μεθοδολογικών της εργαλείων (με ταυτόχρονη μέτρηση της διακύμανσης των συναισθημάτων των πολιτών) η εταιρία, δημοσίευσε την διαφορά του «όχι» πριν από την εφαρμογή των capital controls στο 27% και την αδιευκρίνιστη ψήφο στο 13%, ενώ κατά την μέτρηση που διενεργήθηκε μετά την εφαρμογή των τραπεζικών ελέγχων, εκτίμησε την διαφορά περίπου στο 10%, με το ύψος της αδιευκρίνιστης ψήφου στο 17%.
Αφήνοντας στην άκρη τις εταιρίες, οι οποίες πιθανότατα «ψαλιδίζουν» νούμερα και αποκρύπτουν μεταβολές λόγω πολιτικών και οικονομικών εξαρτήσεων, η βασική αιτία για την ύπαρξη του «δημοσκοπικού προβλήματος» είναι η λεγόμενη η υποχώρηση των αυστηρά μονοκομματικών ταυτίσεων, που ευνοεί ραγδαίες μεταβολές στην πρόθεση ψήφου αλλά και διόγκωση της λεγόμενης αδιευκρίνιστης ψήφου. Ας πιάσουμε όμως το νήμα της τρέχουσας ελληνικής πραγματικότητας, επιχειρώντας να εξηγηθεί η παραπάνω διαπίστωση της πολιτικής επιστήμης.
Η δημοσκοπική διαφορά ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ ήταν για μεγάλο διάστημα κατά πολύ μεγαλύτερη από την εικόνα που μας δίνουν οι μετρήσεις σήμερα και σε αυτό συμφωνούν ουσιαστικά όλες οι μετρήσεις.
Είναι προφανές ότι το άνοιγμα του Μακεδονικού και η κατοπινή συμφωνία των Πρεσπών αύξησε την διαφορά μεταξύ των δύο κομμάτων αλλά παράλληλα ευνόησε και την δημιουργία μιας τομής, πάνω στην οποία η κυβέρνηση έχτισε σταδιακά, συγκροτώντας τον λεγόμενο προοδευτικό πόλο, κεφαλαιοποιώντας και τα κέρδη από τις νομοθετικές ρυθμίσεις του προηγούμενου διαστήματος, που άπτονται της δικαιωματικής ατζέντας. Και προς αυτό τον σκοπό, ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε μια νέα σειρά μέτρων με κοινωνικό πρόσημο, τακτική η οποία λειτούργησε ως ένα βαθμό, καθώς η κυβέρνηση αποκόμισε μικρά αλλά υπαρκτά δημοσκοπικά οφέλη το προηγούμενο διάστημα.
Τι ήταν αυτό λοιπόν που έκανε την –μεγάλη- διαφορά και όλες οι δημοσκοπικές εταιρίες ξαφνικά εμφανίζουν την «ψαλίδα» μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων εντυπωσιακά μικρότερη το τελευταίο διάστημα;
Η πολυεπίπεδη επικοινωνιακή και θεσμική ρελάνς του ΣΥΡΙΖΑ κατά τις τελευταίες ημέρες (μείωση ΦΠΑ, 13η σύνταξη, επαναφορά inclusive left populism ως εργαλείο, ομιλίες σε πλατείες κ.α) σε συνδυασμό με τις τραγικές επικοινωνιακές αστοχίες της ΝΔ και του αρχηγού της (δηλώσεις περί 7ήμερης εργασίας, photoshop σε ομιλία στα Χανιά κ.α) ήταν τα δύο εκείνα στοιχεία που οδήγησαν σε μια εντυπωσιακή μείωση της διαφοράς (4,9%).
Μια μείωση της λεγόμενης «ψαλίδας», την οποία ανίχνευσε η Prorata στην τελευταία της μέτρηση και η οποία σαφώς επιτρέπει εκτιμήσεις περί εκλογικού «ντέρμπυ», αν συνυπολογιστεί και το ύψος της αδιευκρίνιστης ψήφου (14,8%), η οποία έχει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (κεντροαριστερή κυρίως τοποθέτηση αυτών των εν δυνάμει ψηφοφόρων) αλλά και τα «συστηματικά λάθη» που αποκλείουν από τα δείγματα των εταιριών μερίδες πληθυσμού, με χαρακτηριστικά που συνδέονται -μεταξύ άλλων- με ακραία φτώχεια και κοινωνικό αποκλεισμό.
Στην πραγματικότητα λοιπόν πρέπει να συζητήσουμε σοβαρά επιτέλους όχι μόνο το θεσμικό πλαίσιο για τον περιορισμό των εξαρτήσεων στον χώρο των μετρήσεων αλλά και την ανάγκη αναπροσαρμογής της μεθοδολογίας των δημοσκοπήσεων, βελτιώνοντας τις πιθανότητες συμπερίληψης μεγαλύτερων τμημάτων του πληθυσμού στα δείγματα μας. Προς αυτή την κατεύθυνση υπάρχουν εταιρίες στον χώρο που όντως κάνουν αξιόλογες προσπάθειες με σημαντικά αποτελέσματα.
Πρέπει όμως να αρχίσουμε να αντιλαμβανόμαστε και δύο ακόμα στοιχεία:
Το πρώτο είναι ότι οι δημοσκοπήσεις και η επιστήμη πίσω από αυτές έχουν συγκεκριμένα όρια (ποιος άραγε δίνει σημασία στο εύρος της εκάστοτε τιμής, το οποίο πρακτικά επιτρέπει για δείγματα 1000 ατόμων μια απόκλιση της τάξης του +/- 3% από το δοθέν ποσοστό για κάθε κόμμα ξεχωριστά;).
Και το δεύτερο είναι ότι η πολιτική ρευστότητα, η υποχώρηση των αυστηρά κομματικών ταυτίσεων μεγάλων και κρίσιμων τμημάτων του πληθυσμού αλλά και η δύναμη της σύγχρονης πολιτικής επικοινωνίας, επιτρέπουν πλέον εντυπωσιακές μεταβολές στην πρόθεση ψήφου, ιδίως πλησιάζοντας προς τις εκλογές. Και πρέπει -καλώς ή κακώς- να ζήσουμε μ’ αυτό.
*MSc Political Communication, University of Amsterdam Υπεύθυνος Πολιτικής Ανάλυσης και Σύμβουλος Πολιτικής Επικοινωνίας Prorata