Μετά την απορριπτική απάντηση του αρµοδίου τοµεάρχη της Πειραιώς στην επιστολή του υπουργού ∆ικαιοσύνης, Μιχάλη Καλογήρου, για αναζήτηση συναινετικής λύσης, στο θέµα της επιλογής της ηγεσίας των δικαστών η κυβέρνηση θεωρείται κάτι περισσότερο από βέβαιο ότι θα προχωρήσει στην επιλογή της ηγεσίας της ∆ικαιοσύνης µε βάση τις προβλέψεις του άρθρου 90 του Συντάγµατος. Συνδέει δε τη στάση της Πειραιώς µε τις ανοιχτές δικαστικές υποθέσεις στελεχών της. Ως εκ τούτου τις επόµενες ηµέρες -ίσως και σήµερα- αναµένεται να συγκληθεί το Υπουργικό Συµβούλιο, µε αντικείµενο τις κρίσεις των ανώτατων δικαστικών λειτουργών στη βάση της προεπιλογής που έχει γίνει από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής.
Το Μαξίµου προχώρησε σε αυτόν τον πολιτικό ελιγµό επιχειρώντας να πετάξει το µπαλάκι της ευθύνης στη Νέα ∆ηµοκρατία, όπως αποκάλυψε άλλωστε σε χθεσινό του αποκλειστικό ρεπορτάζ το «Εθνος».
Το θέµα µπήκε στο τραπέζι της συζήτησης στη συνεδρίαση της Πολιτικής Γραµµατείας του ΣΥΡΙΖΑ και χθες το πρωί ο πρωθυπουργός έδωσε οδηγία στον υπουργό ∆ικαιοσύνης να αποστείλει την επιστολή προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ώστε να αποφευχθεί µία πολιτική σύγκρουση για έναν ευαίσθητο χώρο όπως αυτός της ∆ικαιοσύνης την ώρα που ατύπως η χώρα βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο.
Μετά την άρνηση της αξιωµατικής αντιπολίτευσης να συναινέσει, κυβερνητικοί παράγοντες ανέφεραν πως η Ν∆ δείχνει µε τη στάση της ότι έχει άγχος να χειραγωγήσει τη ∆ικαιοσύνη, γι’ αυτό και δεν αποδέχτηκε την πρόταση της κυβέρνησης να εξευρεθεί µία συναινετική λύση για κοινά αποδεκτούς υποψηφίους. Θυµίζουν επίσης ότι το κόµµα της αξιωµατικής αντιπολίτευσης έβαλε το συγκεκριµένο ζήτηµα ακριβώς την επόµενη µέρα των ευρωεκλογών χωρίς καν να γνωρίζει τι ακριβώς θα έπραττε η κυβέρνηση.
Mε ανακοίνωσή του το Μαξίµου αναφέρει: «Η κυβέρνηση, παρά το γεγονός ότι έχει τη συνταγµατική αρµοδιότητα αλλά και τη νοµική υποχρέωση να προχωρήσει στον ορισµό της ηγεσίας της ∆ικαιοσύνης, µετά και την προεπιλογή της ∆ιάσκεψης των Προέδρων της Βουλής, κάλεσε τη Ν∆ στο τραπέζι του διαλόγου για να βρεθεί συναινετική λύση. Η άρνηση της Ν∆ στη συναινετική πρόταση της κυβέρνησης επιβεβαιώνει πως ουδόλως την ενδιαφέρει η τήρηση της συνταγµατικής νοµιµότητας. Οι µάσκες έπεσαν για τη Ν∆. ∆εν θέλουν τη συναινετική επιλογή, δεν θέλουν την τήρηση του νόµου και του Συντάγµατος. Γιατί άραγε; Ποιος έχει λόγο να αρνείται τη συναινετική επιλογή; Και τι σχέση µπορεί να έχει αυτή η σπουδή της Ν∆ µε τις ανοιχτές δικαστικές υποθέσεις στελεχών της;».
Η κυβέρνηση πατάει πάνω στο Σύνταγµα, που προβλέπει ότι οι δικαστές που προάγονται στην ηγεσία των ανώτατων δικαστηρίων επιλέγονται από το Υπουργικό Συµβούλιο. Εν προκειµένω, εφόσον επιλεγούν οι νέοι ανώτατοι δικαστές, είναι ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας που θα πρέπει να υπογράψει το Προεδρικό ∆ιάταγµα την 1η Ιουλίου. Επισηµαίνεται ότι έπειτα από δηµοσιεύµατα που εµφανίζουν τον Προκόπη Παυλόπουλο να εµπλέκεται στη συζήτηση για τις κρίσεις στη ∆ικαιοσύνη, κύκλοι της Προεδρίας σηµείωναν ότι δεν υπήρξε καµία παρέµβαση στο θέµα της επιλογής των δικαστών.
Το άρθρο 90 του Συντάγµατος δεν αναφέρει κάτι σχετικά µε τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί. Ωστόσο επισηµαίνει ότι όλα αυτά γίνονται όπως ορίζει ο νόµος. Επ’ αυτού, σηµειώνουν αρµόδιες πηγές, ο σχετικός νόµος είναι ο Κώδικας Οργάνωσης ∆ικαστηρίων και Κατάστασης ∆ικαστικών Λειτουργών και για την ακρίβεια το άρθρο 49 βάσει του νόµου Καστανίδη (3841/2010). Ο επίµαχος νόµος προβλέπει εισήγηση του υπουργού ∆ικαιοσύνης, ακολούθως απόφαση Υπουργικού Συµβουλίου για την προεπιλογή ορισµένου αριθµού δικαστικών για κάθε θέση, και έπειτα τη γνώµη της ∆ιάσκεψης των Προέδρων. Με την ολοκλήρωση της διαδικασίας αυτής γίνεται νέα εισήγηση και λαµβάνεται νέα απόφαση του Υπουργικού Συµβουλίου για την οριστική επιλογή σε κάθε θέση.
Στις προθεσµίες που θέτει ο νόµος αποτυπώνεται η βούληση του νοµοθέτη να ολοκληρωθούν εγκαίρως οι διαδικασίες ώστε να µη µείνει ακέφαλη η ηγεσία της ∆ικαιοσύνης µετά τις 30 Ιουνίου. ∆ικαστικές πηγές αναφέρουν πως ρήτρα που περιέχεται στον νόµο λέει: «Η γνώµη της ∆ιάσκεψης των Προέδρων µπορεί να παραλειφθεί αν δεν είναι δυνατή η σύγκλησή της λόγω διάλυσης της Βουλής (κάτι που δεν υφίσταται τώρα) ή για οποιονδήποτε άλλο νόµιµο λόγο». Επί της ουσίας δηλαδή ο νοµοθέτης αποδέχεται την πιθανότητα να κινηθεί η διαδικασία ακόµη και µετά τη διάλυση της Βουλής και άρα κατά µείζονα λόγο µετά την απλή προαναγγελία εκλογών, κυρίως δε όταν ήδη έχει δοθεί η γνώµη της ∆ιάσκεψης των Προέδρων.
ΠΗΓΗ: ethnos.gr