Νομοθετική πρωτοβουλία για την κατάργηση της μείωσης του αφορολογήτου από την 1/1/2020 θα αναλάβει η κυβέρνηση την επόμενη εβδομάδα στη Βουλή, ανήγγειλε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και κάλεσε τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκο Μητσοτάκη να πάει στη Βουλή και να ψηφίσει τη σχετική τροπολογία, όπως και τους ποινικούς κώδικες.
Αναλυτικότερα, ο Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωσε μέσω της ΕΡΤ ότι την επόμενη Παρασκευή, τελευταία ημέρα πριν από τη διάλυση της Βουλής, θα εισαχθεί ρύθμιση για την άρση της μείωσης του αφορολόγητου και κάλεσε τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την αντιπολίτευση να προσέλθουν στο Κοινοβούλιο για να υπερψηφίσουν το μέτρο αυτό.
Απαντώντας σε ερώτηση για την κατάργηση της μείωσης του αφορολογήτου ο Αλέξης Τσίπρας είπε ότι οι θεσμοί και οι εταίροι γνωρίζουν την απόφαση της κυβέρνησης και είναι συμφωνημένο.
Η τροπολογία αυτή, με την οποία θα ακυρωθεί η ήδη ψηφισμένη ρύθμιση για τη μείωση του αφορολόγητου ορίου από την 1η Ιανουαρίου 2019, είναι από τα σημαντικότερα θέματα στον προγραμματισμό της κυβέρνησης, ενόψει της τελευταίας εβδομάδας λειτουργίας της Βουλής, πριν διαλυθεί ενόψει των εκλογών.
Από την πλευρά της Ε.Ε. έχει ήδη τεθεί ως αναγκαία προϋπόθεση να υπάρχει ο απαραίτητος δημοσιονομικός χώρος.
Ο δημοσιονομικός χώρος για το αφορολόγητο
Σύμφωνα άλλωστε με ρεπορτάζ του News 24/7, το Σεπτέμβριο που θα ξεκινήσει η ουσιαστική διαπραγμάτευση θα υπάρχουν διαθέσιμα τα στοιχεία για το ΑΕΠ του πρώτου και του δευτέρου τριμήνου και οι εκτιμήσεις για την απόδοση των ρυθμίσεων και την συνολική πορεία των εσόδων.
Η εκτίμηση που θα γίνει θα αναθεωρήσει προς τα πάνω και τον ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας αλλά και τις προβλέψεις για το πρωτογενές πλεόνασμα.
Αν γίνει αποδεκτό και το αίτημα της Ελληνικής Κυβέρνησης για την μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 3,%% του ΑΕΠ στο 2,5% του ΑΕΠ (το οποίο υποστηρίζει παρασκηνιακά η Κομισιόν) τότε θα υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος για την διατήρηση του αφορολόγητου στα σημερινά επίπεδα το 2020 αφού το δημοσιονομικό κόστος των 1,9 δις ευρώ θα έχει καλυφθεί με την εγγύηση που θα έχει δώσει η Ελλάδα μέσω της “προεξόφλησης” των πρωτογενών πλεονασμάτων.