Ένα φουτουριστικό σόου στο διάσημο καμπαρέ του Παρισιού, το Crazy Horse, που ξεκίνησε πριν από λίγες ημέρες, προκαλεί ενδιαφέρον για την ιδιαιτερότητά του: η περφόρμερ δεν είναι απλά μια ωραία γυναίκα. Είναι μια ωραία γυναίκα με προσθετικό πόδι.
Βρετανίδα μοντέλο, γεννημένη στην Λετονία επί σοβιετικής κυριαρχίας η Βικτόρια Μοντέστα (Μοντέστα είναι το καλλιτεχνικό της όνομα) αποφάσισε στα 20 της, για “ιατρικούς και ψυχολογικούς λόγους”–για “να βελτιωθεί η κινητικότητά της και να διασφαλιστεί η μελλοντική της υγεία”– να υποβληθεί σε ακρωτηριασμό από το γόνατο και κάτω, του ενός ποδιού της το οποίο απέκτησε μια δυσμορφία κατά τη γέννησή της.
Στην πρεμιέρα του σόου της η Μοντέστα, πλαισιωμένη από ημίγυμνες χορεύτριες, παρουσίασε την νέα της παράσταση με τίτλο “Πρωτότυπο”, αλλάζοντας κοστούμια, μίνι φορέματα αλλά και προσθετικό πόδι–από ένα μαυρόασπρο κωνικό μέχρι ένα διακοσμημένο με μικρούς κρυστάλλους.
Στο κοινό βρίσκονταν πολλοί διάσημοι, ηθοποιοί, σχεδιαστές μόδας και άλλοι καλλιτέχνες. Ανάμεσά τους και η Πάμελα Άντερσον που είχε και η ίδια εμφανιστεί στο Crazy Horse το 2008.
Σε συνέντευξή της που έδωσε στο AFP πριν από την πρεμιέρα η Μοντέστα, αναφερόμενη στην απόφασή της να ακρωτηριάσει το πόδι της, είπε: “Το σώμα μας είναι το μοναδικό πράγμα που μας ανήκει πραγματικά…ήταν ζήτημα επιβίωσης που έκανε τη ζωή μου πιο γεμάτη και χαρούμενη”.
Αναφορικά με το σόου που παρουσιάζει στο Crazy Horse η ίδια σχολίασε: “Θα εξερευνήσω διάφορες πτυχές της προσωπικότητάς μου σε αυτήν την παράσταση”.
Η 31χρονη σήμερα Βικτόρια, η οποία είχε εμφανιστεί στην τελετή λήξης των Παραολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου το 2012, είναι γνωστή για το βίντεο του τραγουδιού της “Prototype” του 2014, στο οποίο εμφανίζεται φορώντας τουτού με ένα προσθετικό πόδι με καρφιά.
Το βίντεο αυτό έγινε viral στο YouTube και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και το είδαν 16 εκατομμύρια φορές στην σελίδα στο Facebook του βρετανικού τηλεοπτικού δικτύου Channel 4. Αυτό ήταν που της χάρισε δημοσιότητα γιατί, όταν είχε κυκλοφορήσει το πρώτο της σινγκλ το 2012, το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής βιομηχανίας την είχε αγνοήσει.
“Σε έναν κόσμο που αμφισβητεί τον ρόλο και την εικόνα της θηλυκότητας η Βικτόρια Μοντέστα μας επιτρέπει να δούμε επί σκηνής μια άλλη οπτική πλευρά των γυναικών, τον αισθησιασμό και την ομορφιά στον 21ο αιώνα”, δήλωσε η Αντρέ Ντάισενμπεργκ, η καλλιτεχνική διευθύντρια του καμπαρέ.
Η Μοντέστα έχει γίνει είδωλο των ανθρώπων με ειδικές ανάγκες–παρότι η ίδια λέει ότι δεν ήταν αυτός ο στόχος της–και θεωρείται πρότυπο της αμφισβήτησης των ταμπού που αφορούν τις αναπηρίες και την σεξουαλικότητα. Χαρακτηρίζει “εντελώς απαράδεκτη” την άποψη ότι οι άνθρωποι με κάποια αναπηρία δεν μπορεί να είναι γοητευτικοί. “Εκπροσωπώ την αίσθηση ότι έχουμε την επιλογή να δημιουργούμε οι ίδιοι την ταυτότητά μας…”, λέει.
“Το χειρουργείο με απάλλαξε από το μόνο πράγμα που με κρατούσε πίσω”
Χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να πείσει η Μοντέστα τους χειρουργούς να προχωρήσουν στην επέμβαση του ακρωτηριασμού. Ήταν 15 ετών όταν αποφάσισε ότι είχε έρθει η ώρα να αποχωριστεί το κάτω τμήμα του αριστερού της ποδιού.
“Για μένα ήταν πολύ σημαντικό να δημιουργήσω μια ταυτότητα με την οποία αισθανόμουν πιο άνετα σε σχέση με εκείνη που μου είχε δοθεί”, λέει. Περιγράφει το χειρουργείο ως μια διαδικασία που την απάλλαξε από το μόνο πράγμα που την κρατούσε πίσω, σαν ένα σχοινί που την έδενε στο έδαφος.
Την εποχή που γεννήθηκε εκείνη τα παιδιά με σωματικές ή διανοητικές αναπηρίες στέλνονταν σε άσυλα, μια επιλογή η οποία προτάθηκε στην μητέρα της που όμως αρνήθηκε και επικεντρώθηκε αντίθετα στην ανατροφή ενός παιδιού με αυτοπεποίθηση.
“Είχα απεριόριστη ψυχική υποστήριξη από την μητέρα μου, που στα αλήθεια ήταν ένα από τα πράγματα τα οποία με έκαναν να μη βιώνω τόσο φρικτά τα παιδικά μου χρόνια”.
Πέρασε πολύ χρόνο μπαινοβγαίνοντας σε νοσοκομεία, από την μια επέμβαση στην άλλη. Σε ένα “τεχνητό” δηλαδή περιβάλλον που δυστυχώς την κρατούσε μακριά από την σκληρή πραγματικότητα της αληθινής ζωής. Γι αυτό και όταν η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο και εκείνη πήγε στα 12 χρόνια της στο σχολείο εκεί το σοκ ήταν τεράστιο.
Όπως περιγράφει, τότε ήταν η πρώτη φορά που κατάλαβε πώς νιώθει ο κόσμος απέναντί της. Η εμπειρία στο σχολείο ήταν “απολύτως φρικτή, ήμουν ξένη και εμφανώς διαφορετική”. Στα 14 της, “με οριακή διαταραχή προσωπικότητας και αυτοκονικές τάσεις”, τα παράτησε. Σύντομα βρήκε καταφύγιο στην εναλλακτική σκηνή των λονδρέζικων κλαμπ. “Ξεκίνησα να αντιλαμβάνομαι χονδρικά σε ποια κατεύθυνση ήθελα να κινηθώ. Με ενδιέφερε πολύ η μουσική, η περφόρμανς, η μόδα. Αλλά θυμάμαι να υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι δεν θα μπορούσα να αγνοήσω το γεγονός πως θα έπρεπε να συνεχίσω τα χειρουργεία. Ήταν σαν το πνεύμα μου και το σώμα μου να κινούνταν σε διαφορετικές κατευθύνσεις”.
Τότε άρχισε να αντιλαμβάνεται ότι το προβληματικό της πόδι δεν ταίριαζε στην ταυτότητά της. Και μάλιστα ότι της υπενθύμιζε τα πολλά χρόνια επώδυνων επεμβάσεων στα οποία είχε υποβληθεί παρά την θέλησή της. Εμπνεύστηκε από την Έιμι Μάλινς, την αθλήτρια, μοντέλο και ηθοποιό, η οποία, πολλά χρόνια πριν, είχε εμφανιστεί στην πασαρέλα για τον Αλεξάντερ Μακουϊν με δύο ξύλινα προσθετικά πόδια καθώς σε ηλικία μόλις ενός έτους έχασε τα πόδια της από τα γόνατα και κάτω λόγω ελλιπούς δομής των οστών.
Απαντώντας στην ερώτηση αν οι Παραολυμπιακοί του 2012 άλλαξαν τις αντιλήψεις του κόσμου για τις αναπηρίες, η Μοντέστα αμφισβητεί αν επηρεάστηκε κάποιος άλλος χώρος πέραν εκείνου του αθλητισμού. “Θεωρώ ότι άνοιξε μια πόρτα. Οκ, δεν θα πω καν μια πόρτα, μάλλον έβαλε το κλειδί στην πόρτα. Σκεφτείτε σε πόσες περιπτώσεις αισθανόμαστε αμήχανα στη θέα ενός ακρωτηριασμένου ανθρώπου, για παράδειγμα στην τηλεόραση. Είστε οκ με αυτό; Νιώθετε άνετα;”.
Η Μοντέστα χαρακτηρίζει “αναπόφευκτο” διαφορετικοί σωματότυποι να γίνουν αποδεκτοί, ακόμη και στις βιομηχανίες της μόδας και της μουσικής όπου η ίδια προσπαθεί να σταδιοδρομήσει και όπου εξακολουθούν να υφίστανται στερεότυπα ομορφιάς. “Χρειάζεται να υπάρχει μεγαλύτερη ποικιλία, αλλά δεν αφορά μόνο την βιομηχανία αυτήν. (Αφορά) την αποδοχή που πρέπει να υπάρχει πέραν αυτού. Οι άνθρωποι θα πρέπει να σταματήσουν να φρικάρουν, να έχουν ταμπού, να προσβάλλονται, να αισθάνονται κατώτεροι ή ανώτεροι όταν στέκονται δίπλα σε κάποιον με διαφορετικό σώμα από το δικό τους”.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ