Η παγκόσμια παραγωγή κοκαΐνης έφτασε σε νέο ιστορικό υψηλό, σχεδόν τους 2.000 τόνους, το 2017, ενώ αντίθετα άνευ προηγουμένου είναι η μείωση παραγωγής οπίου, αναφέρει το Γραφείο του ΟΗΕ για τον Έλεγχο των Ναρκωτικών και την Πρόληψη του Εγκλήματος (UNODC) στην ετήσια έκθεσή του που δημοσιεύθηκε σήμερα, Παγκόσμια Ημέρα Κατά των Ναρκωτικών. Με 1.976 τόνους η παραγωγή κοκαΐνης σημείωσε αύξηση κατά 25% σε σχέση με το 2016, χρονιά κατά την οποία είχε σημειώσει αύξηση κατά ένα τέταρτο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του UNODC.
Η τύχη της κοκαΐνης, που απορροφάται κυρίως από τις αγορές της Βόρειας Αμερικής και της Ευρώπης, συνδέεται κυρίως με την επέκταση των καλλιεργειών και της ικανότητας παραγωγής στην Κολομβία, υπογραμμίζει η υπηρεσία.
Στη χώρα αυτή, όπου παράγεται περίπου το 70% της κοκαΐνης παγκοσμίως, οι επιφάνειες όπου καλλιεργούνται φυτά κόκας αυξήθηκαν κατά 17% το 2017, μια συνέπεια της ειρηνευτικής συνθήκης που υπεγράφη με τους Farc και η οποία επέτρεψε στις εγκληματικές οργανώσεις να επεκταθούν σε περιοχές που μέχρι πρότινος έλεγχαν οι αντάρτες.
Εξάλλου το UNODC καταγγέλλει «τη μείωση των προσπαθειών εξάλειψης, γεγονός που δημιούργησε την ιδέα ότι αυτή η καλλιέργεια είναι σχετικά μικρού ρίσκου» στην Κολομβία.
Παράλληλα οι κατασχέσεις κοκαΐνης αυξήθηκαν το 2017 και έφτασαν τους 1.275 τόνους, άνοδος 13% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, επεσήμανε το UNODC, το οποίο εξέφρασε την ικανοποίησή του για την καλύτερη διεθνή συνεργασία στο θέμα.
Ωστόσο 18,1 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως εξακολουθούν να καταναλώνουν κοκαΐνη, κυρίως στις ΗΠΑ όπου το 2,1% του ενήλικου πληθυσμού κάνει χρήση του ναρκωτικού αυτού.
Συνθετικά οπιοειδή
Αντίθετα η παραγωγή οπίου έχει μειωθεί για πρώτη φορά εδώ και δύο δεκαετίες, με μείωση το 2018 κατά 25% στους 7.790 τόνους, αποκαλύπτει το UNODC.
Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στον περιορισμό κατά 17% των εκτάσεων στο Αφγανιστάν όπου παράγεται περισσότερο από το 80% του οπίου παγκοσμίως.
Η εξέλιξη αυτή οφείλεται εν μέρει στην ξηρασία που έπληξε τη χώρα, αλλά και πιθανότατα στη μείωση των τιμών «η οποία φαίνεται να συνδέεται με την υπερπαραγωγή των προηγούμενων ετών» και η οποία «κατέστησε την καλλιέργεια λιγότερο προσοδοφόρα».
Ωστόσο η μείωση στην παραγωγή οπίου είναι σχετική καθώς παρατηρείται έπειτα από μια άνοδο κατά 65% το 2017. Τότε είχε φτάσει στο υψηλότερο επίπεδό της από τις αρχές της δεκαετίες του 2000, οπότε ξεκίνησε να κρατά αρχεία το UNODC.
Παρά τη μείωση η χρήση οπιοειδών εξακολουθεί να αυξάνεται παγκοσμίως εξαιτίας της συνεχούς αύξησης της κατανάλωσης συνθετικών οπιοειδών στη Βόρεια Αμερική και την Αφρική, προειδοποιεί το Γραφείο.
Στις ΗΠΑ ο αριθμός των θανάτων που συνδέονται με τη χρήση οπιοειδών αυξήθηκε κατά 13% και ξεπέρασε τους 47.000 το 2017, καταγράφοντας νέο ρεκόρ. Για την εξέλιξη αυτή ευθύνεται κυρίως η δημοτικότητα της φεντανόλης, ενός συνθετικού οπιοειδούς που είναι 50 φορές πιο ισχυρό από την ηρωΐνη και το οποίο μπορεί κανείς να προμηθευτεί εύκολα με συνταγή γιατρού.
Παράλληλα αυξάνεται και η χρήση του τραμαντόλ στην Αφρική, όπου οι κατασχέσεις αυτού του αναλγητικού έχουν δωδεκαπλασιαστεί σε διάστημα επτά ετών για να φτάσουν τους 125 τόνους.
Συνολικά περίπου 585.000 θάνατοι που συνδέονταν με τα ναρκωτικά καταγράφηκαν το 2017 παγκοσμίως, έναντι 450.000 το 2015. Η αύξηση οφείλεται εν μέρει και στα καλύτερα στατιστικά στοιχεία από χώρες όπως η Ινδία και η Νιγηρία, αν και σε αυτά δεν περιλαμβάνεται η Κίνα.
Συνολικά περισσότερα από 270 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως καταναλώνουν ναρκωτικά κάθε χρόνο, με την κάνναβη να έχει το μερίδιο του λέοντα και 188 εκατομμύρια χρήστες, αναφέρει το UNODC. Τα οπιοειδή καταναλώνονται από 53,4 εκατομμύρια ανθρώπους.