Το χρονικό της φονικής πυρκαγιάς στο Μάτι και την κατάσταση στην περιοχή έναν χρόνο μετά, καταγράφει τηλεοπτικό οδοιπορικό του ΑΠΕ-ΜΠΕ στο Μάτι και τον Νέο Βουτζά αναζητώντας την τραγική πορεία της πυρκαγιάς, που στέρησε τη ζωή σε 102 ανθρώπους μέσα από μαρτυρίες και ντοκουμέντα.
Καταγράφοντας την κατάσταση με όλα τα μέσα της τεχνολογίας (κάμερες, drones, φωτογραφίες) το Πρακτορείο δίνει στη δημοσιότητα ένα αφιέρωμα- ντοκιμαντέρ του οποίου το σενάριο και σκηνοθεσία υπογράφει ο δημοσιογράφος του ΑΠΕ-ΜΠΕ Γιώργος Κουβαράς, τη δημοσιογραφική έρευνα η Ιωάννα Καρδάρα και ο Φειδίας Κωνσταντόπουλος. Παράλληλα φωτογραφικό υλικό για τον ένα χρόνο μετά την τραγωδία στο Μάτι διατίθεται στη συνδρομητική ιστοσελίδα του ΑΠΕ-ΜΠΕ από τη φωτορεπόρτερ του ΑΠΕ-ΜΠΕ, Συμέλα Παντζαρτζή ενώ στον χειρισμό του Drone και στο βίντεο είναι οι Ανδρέας Τσακναρίδης και Άκης Σταματιάδης. Αναλυτικά οι συντελεστές του αφιερώματος-ντοκιμαντέρ για το Μάτι αναφέρονται στο βίντεο του ΑΠΕ-ΜΠΕ που διατίθεται στη συνδρομητική ιστοσελίδα του Πρακτορείου.
Μάτι, 23 Ιουλίου 2018 – Το χρονικό μιας ανείπωτης τραγωδίας
Γύρω στις 12 το μεσημέρι της Δευτέρας 23 Ιουλίου, μεγάλη φωτιά ξεσπάει στη θέση «Αέρας» στα Γεράνεια Όρη, πάνω από την Κινέτα. Όσο περνάει η ώρα και ο άνεμος δυναμώνει η φωτιά αποκτά μεγαλύτερες διαστάσεις, επεκτείνεται και οι πυροσβεστικές δυνάμεις ενισχύονται ώστε να συνδράμουν περισσότερο στην κατάσβεση της. Λίγες ώρες μετά, δίνεται εντολή να εκκενωθούν οι οικισμοί Γαλήνη, Πανόραμα 1 και Πανόραμα 2 μιας και η φωτιά γίνεται απειλητική.
Το ρολόι δείχνει πέντε πάρα δέκα το απόγευμα και ο θυρωρός του Λύρειου Ιδρύματος παρακολουθεί στην τηλεόραση τις φωτιές στην Κινέτα, χωρίς να ανησυχεί ιδιαίτερα, μέχρι τη στιγμή που ο ήχος του πρώτου καναντέρ που επιχειρεί στην Καλλιτεχνούπολη φτάνει στα αυτιά του. Από εκεί και πέρα όλα πήγαν πολύ γρήγορα. Ο εφιάλτης εκείνης της ημέρας είχε μόλις ξεκινήσει και κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Τα πρώτα εναέρια μέσα κάνουν την εμφάνισή τους και υδροφόρες από τις γύρω περιοχές αρχίζουν να κατευθύνονται προς την Πεντέλη. Οι κατασκηνώσεις στον Άγιο Ανδρέα εκκενώνονται και 1.400 παιδιά απομακρύνονται μέσω της λεωφόρου Διονύσου. Η ένταση και η ταχύτητα του αέρα δεν μπορούσε να περιγραφεί, καθώς «όχι μόνο ήταν δυνατός αλλά θύμιζε τυφώνα». Στο Λύρειο πρόλαβαν να εκκενώσουν το Γηροκομείο το οποίο σε λίγη ώρα θα παραδιδόταν στις φλόγες.
Μέσα σε περίπου 40 λεπτά η φωτιά φτάνει στον οικισμό του Νέου Βουτζά. Η Έλενα Αργυροπούλου, βρισκόταν στην είσοδο του Νέου Βουτζά. Είδε αυτή την εικόνα αλλά δεν πίστεψε ότι αρκούσε μόνο μισή ώρα για να φτάσει η φωτιά στη λεωφόρο Μαραθώνος. «Όταν πήγα στον Βουτζά για να δούμε πού ήταν η φωτιά, δεν μπορούσες να δεις από την κάπνα, παρότι ήταν μακριά. Το έβλεπα σε μεγάλη απόσταση που υπήρχαν βουναλάκια και έλεγα ότι μέχρι να τα περάσει όλα αυτά θα πρέπει να κάψει όλα τα σπίτια που ήταν μπροστά μας , αποκλείεται να φτάσει στην πλευρά μας. Και όμως πέρασε όλα τα σπίτια σε μισή ώρα και έφτασε μέχρι το σπίτι στη δεύτερη είσοδο. Δηλαδή τι απόσταση είναι από το Λύρειο μέχρι εκεί», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Αργυροπούλου.
Η φωτιά σαρώνει τα πάντα στο πέρασμά της και μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα κατεβαίνει γρήγορα προς τα κάτω. Το χειρότερο σενάριο που οι πυροσβεστικές δυνάμεις απεύχονταν να πραγματοποιηθεί φαίνεται πως αργά ή γρήγορα θα πάρει σάρκα και οστά, και η πύρινη λαίλαπα θα περάσει τη λεωφόρο Μαραθώνος. Οι πυροσβέστες στην περιοχή δυσκολεύονται να προσδιορίσουν πού πρέπει να αναπτυχθούν. Οι καπνοί σιγά – σιγά πυκνώνουν επικίνδυνα κάνοντας την ατμόσφαιρα απίστευτα αποπνικτική.
Ο φωτορεπόρτερ του Αθηναϊκού/Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων Αλέξανδρος Βλάχος φτάνει σε έναν λόφο περίπου στη μέση του οικισμού του Νέου Βουτζά.
«Έφτασα περίπου στις έξι παρά δέκα στο σημείο και είδα όλο τον λόφο να έχει αρπάξει φωτιά. Υπήρχαν στο σημείο δυο τρεις κάτοικοι των σπιτιών τριγύρω, που με λάστιχα στα χέρια από τα σπίτια τους προσπαθούσαν να σβήσουν τις μικρές εστίες που υπήρχαν εδώ πέρα στον δρόμο. Ξεκίνησα να τραβάω έξι παρά δέκα. Εκείνη τη στιγμή φαινόταν η κατάσταση να έχει ηρεμήσει. Δεν υπήρχαν τεράστιες φλόγες εδώ σε αυτό το σημείο. Και έτσι αποφάσισα να πάω πιο κάτω».
Η ένταση του ανέμου και κυρίως η συμπεριφορά του με τις συνεχείς αλλαγές κατεύθυνσης, θα δυσκολέψει πολύ την κατάσταση στην περιοχή.
«Κατεβαίνοντας προς τα κάτω, έφτασα στο επόμενο σημείο που ουσιαστικά ήταν μέσα στη ρεματιά και εκεί πέρα οι φλόγες ήταν τεράστιες, έφταναν πάρα πολύ ψηλά. Πρέπει να έφτανε πάνω από 15 μέτρα η φλόγα», εξηγεί ο κ. Βλάχος.
Ο αέρας ήταν τόσο δυνατός που «έβλεπες τον καπνό να τον τραβά προς τα κάτω, να σέρνεται παράλληλα με τον δρόμο. Κι αυτό ήταν το τρομακτικό. Αργότερα όταν επιχείρησα να πάω προς τη Μαραθώνος δεν μπορούσα να αναπνεύσω», περιγράφει.
Ο φωτορεπόρτερ του ΑΠΕ-ΜΠΕ, ξαφνικά βρίσκεται μέσα σε πυκνούς καπνούς που, όπως λέει, έκαναν αδύνατη την οπτική πλέον δυνατότητα αλλά και τον δυσκόλευαν στην αναπνοή. Αναγκάζεται να αφήσει το μηχανάκι του και να φύγει με περαστικό αυτοκίνητο προς τη Νέα Μάκρη. «Κάποια στιγμή δεν μπορούσα να αναπνεύσω. Άφησα το μηχανάκι πάνω στη Μαραθώνος και ζήτησα βοήθεια από ΙΧ», λέει.
Ο πανικός ξεκινά όταν η φωτιά θα γίνει ανεξέλεγκτη κοντά στη λεωφόρο Μαραθώνας. Οι προσπάθειες κατάσβεσης δείχνουν να μην επαρκούν. Λίγο μετά τις 6 το απόγευμα η φωτιά διασχίζει τη Λ. Μαραθώνος και ξεφεύγει προς το Κόκκινο Λιμανάκι και το Μάτι.
Σύμφωνα με την κ. Αργυροπούλου, εκείνη τη στιγμή, έβλεπε ανθρώπους να τρέχουν και να φωνάζουν ότι η φωτιά βρίσκεται στα 50 μέτρα. Όπως καταδεικνύουν οι συγκλονιστικές περιγραφές όσων «έζησαν το Μάτι», η μάχη με τη φωτιά έμοιαζε σαν ένας λαβύρινθος που έπρεπε να βρουν την έξοδο ώστε να καταφέρουν να σωθούν. «Πάω να φύγω από το σπίτι και βλέπω τη φωτιά μπροστά μου. Δεν καταλαβαίνεις τι ήταν αυτό και από πού σου χει έρθει. Όλοι σε έστελναν προς την παραλία», εξηγεί.
Τη δική του μαρτυρία για τα γεγονότα της 23ης Ιουλίου «καταθέτει» στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Πέτρος Φράγκος, εκπρόσωπος της επιτροπής πληγέντων στο Κόκκινο Λιμανάκι. «Φτάνοντας είδα αυτές τις τεράστιες φλόγες να ξεπηδούν μέσα από τον οικισμό και να καίνε ολοκληρωτικά τα σπίτια. Μπήκα σε μία ακτίνα γύρω στα 150 μέτρα με δυνατή φωτιά. Κατευθύνθηκα προς το σπίτι μου είδα το αυτοκίνητό μου να καίγεται. Δεν έδωσα σημασία σε αυτό αλλά στο εξοχικό των γονιών μου. Ταυτόχρονα έβλεπα πολλά σπίτια στον οικισμό να φλέγονται. Η πυροσβεστική είχε αποκοπεί στη λεωφόρο Μαραθώνος , δεν μπόρεσε να εμπλακεί σε αυτό το σημείο εδώ στο Κόκκινο Λιμανάκι ούτε στο Μάτι. Έμεινε μόνο ένα πυροσβεστικό όχημα που ήταν το τελευταίο στην οδό Δημοκρατίας το οποίο όταν αποχώρησε και αυτό δεν υπήρχε κανένα πυροσβεστικό όχημα μέσα στο Κόκκινο Λιμανάκι μέχρι τις 3 τα ξημερώματα που άρχισαν να μπαίνουν τα πρώτα αυτοκίνητα. Βλέπαμε σπίτια να καίγονται και δεν ξέραμε αν μέσα σε αυτά τα σπίτια υπήρχαν άνθρωποι. Στο πέρασμα της μιας ώρας άρχισαν οι φλόγες να καταλαγιάζουν. Ήμασταν οι πρώτοι αυτόπτες μάρτυρες της περιοχής», λέει ο κ. Φράγκος.
Πριν τις 7 το απόγευμα η φωτιά έχει ήδη φτάσει στις παραλίες. Οι εικόνες με τους ανθρώπους που στέκονται στην Αργυρά Ακτή στο Μάτι κάνει το γύρο του κόσμου. Άλλοι έχουν μπει μέσα στη θάλασσα, άλλοι κάθονται απ’ έξω, κρατώντας την αναπνοή τους με τα πρόσωπά τους να έχουν μουντζουρωθεί από τις στάχτες, ανήμποροι να αντιδράσουν σε αυτό το πρωτοφανές φαινόμενο που έμοιαζε σαν σκηνή από ταινία. Τα αποκαΐδια τραυματίζουν σοβαρά πολλά άτομα που μεταφέρονται με εγκαύματα στα νοσοκομεία. Αρκετοί δεν τα καταφέρνουν. Άλλοι εντοπίζονται πνιγμένοι. Σκάφη και καΐκια ψαράδων κινητοποιούνται ώστε να συμβάλλουν στη διάσωση όσων βρίσκονται στη θάλασσα.
Ένας από αυτούς είναι ο Γιάννης Ρήγος, ιδιοκτήτης επιχείρησης καυσίμων στο Πικέρμι. Ο κ. Ρήγος εκείνη την ημέρα επέστρεφε με την οικογένειά του από το Μαρμάρι Ευβοίας στη Ραφήνα. Ταξίδευαν με το προσωπικό του σκάφος όταν από την Εύβοια άρχισε να διακρίνει τη φωτιά.
«Είδαμε μία εστία φωτιάς που είχε ξεκινήσει πάνω από την Καλλιτεχνούπολη, μία εστία η οποία άρχισε να μεγαλώνει. Φτάνοντας στη Ραφήνα, κατέβασα την οικογένειά μου. Ήρθαν από το Λιμεναρχείο και με παρακάλεσαν να δούμε τι γίνεται στις παραλίες γιατί είχαν ενημερωθεί ότι είχε κατέβει κόσμος. Ξεκινήσαμε να δούμε τι γίνεται. Φτάσαμε στο πρώτο σημείο εκεί βρήκαμε έναν άνθρωπο καμένο στο σώμα του και με προσπάθεια τον ανεβάσαμε πάνω . Βγήκαμε έξω, τον κατεβάσαμε στο λιμάνι. Ξαναγυρίσαμε πίσω. Στη συνέχεια βρήκαμε και άλλο κόσμο, τους βγάλαμε στο λιμάνι και ξαναγυρίσαμε πάλι πίσω. Στην τρίτη διαδρομή μάς ειδοποίησαν ότι υπάρχει ένα νεκρό παιδάκι. Ήταν ένα κοριτσάκι, το οποίο λόγω της φωτιάς, όπως έτρεχε, έπεσε από τον γκρεμό κάτω και δυστυχώς σκοτώθηκε. Το φορτώσαμε στο σκάφος με τη βοήθεια ενός πιο μικρού σκάφους Το βγάλαμε στο λιμάνι της Ραφήνας και συνεχίσαμε την ίδια διαδικασία. Άρχισε να σκοτεινιάζει, πυκνοί καπνοί. Δεν βλέπαμε τίποτα, πηγαίναμε αρκετά σιγά γιατί υπήρχε κίνδυνος να χτυπήσουμε ανθρώπους μέσα στη θάλασσα, δεν φαίνονταν. Είχε νυχτώσει πλέον. Φωνάζαμε και όταν ακούγαμε κάποιες φωνές πηγαίναμε και μαζεύαμε κόσμο. Αυτό γινόταν μέχρι τα ξημερώματα. Είχαν έρθει και άλλα σκάφη μετά τη δική μας την παρέμβαση», εξηγεί ο κ. Ρήγος.
Ο κ. Ρήγος που γνωρίζει αρκετά καλά την περιοχή τονίζει ότι «δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής προς τη θάλασσα». Εκείνη την ημέρα έκανε περίπου 15 διαδρομές καταφέρνοντας να βγάλει από το Μάτι 150 άτομα.