Το “αντι-Συριζα” μέτωπο υπήρξε, αναμφίβολα, ένα από τα πιο εμπνευσμένα και αποτελεσματικά επικοινωνιακά αφηγήματα των τελευταίων ετών. Παρήχθη από ευφυείς επικοινωνιολόγους, δημοσκόπους και έμπειρα πολιτικά στελέχη που αθροίστηκαν στο επιτελείο που συγκρότησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, από την πρώτη στιγμή που πήρε στα χέρια του το κόμμα και λειτούργησε ως η ιδεολογική και πολιτική πλατφόρμα για την “πολιτική αλλαγή”.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Ελάχιστοι αντιλήφθηκαν έγκαιρα πόσο υποδόριο, πολιτικά δηλητηριώδες και δραστικό ήταν το αφήγημα. Στον Σύριζα, για παράδειγμα, προτίμησαν να αποκαλούν “γραφικό” το διαρκές αίτημα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για “εκλογές εδώ και τώρα” και άργησαν πολύ να διαπιστώσουν πως σ’ αυτή την πλατφόρμα είχαν αρχίσει να στοιβάζονται ένα προς ένα τα συστατικά της επιχείρησης αποδόμησης.
Από τα φαινομενικώς ασήμαντα περί Καρανίκα, μετακλητών και …ρουβικωνομαδούρων μέχρι τον Πολάκη και τις Πρέσπες η τοξικότητα άρχισε να διαπερνά τον πολιτικό ιστό και να παράγει πολιτικό αποτέλεσμα.
Η τοξική δράση θα ήταν, αναμφίβολα, λιγότερο έντονη εάν δεν υπέκυπτε η προηγούμενη κυβέρνηση στην φενάκη της ιδεολογικής υπεροπλίας και την υπερβολική αυτοπεποίθηση του “ιεραποστολικού” έργου που είχε αναλάβει. Όταν ο Τσίπρας έλεγε “ήταν δίκαιο και έγινε πράξη”, οι απέναντι απαντούσαν με την “σκευωρία” της Novartis και τους Ρασπούτιν. Συνήθως αυτό που έμενε στους τίτλους ήταν το δεύτερο.
Ο απολογισμός θα αργήσει να έρθει – ίσως να μην γίνει ποτέ-, ωστόσο θα εθελοτυφλούσαν όσοι στον Σύριζα αρκούνται να κατηγορούν μόνο τα μέσα ενημέρωσης, τους νεοπασόκους και φιλελεύθερους θαυμαστές του μεταρρυθμιστικού προφίλ του Κυριάκου Μητσοτάκη και τον…κακό τους τον καιρό. Κανείς δεν χάνει μόνο επειδή κερδίζει ο αντίπαλος. Τις εκλογές της 7ης Ιουλίου τις κέρδισε ο Μητσοτάκης και τις έχασε ο Σύριζα. Συνέβησαν και τα δύο μέσα από μία αλληλουχία έλλειψης οξυδέρκειας, υποτίμησης του πολιτικού αντιπάλου και, φυσικά, λόγω ενός συγκεκριμένου μείγματος οικονομικής πολιτικής που έπληξε εκείνο ακριβώς το τμήμα του εκλογικού σώματος που μετακινούμενο δίνει εκλογικό αποτέλεσμα.
Αυτά τελείωσαν. Η νέα κυβέρνηση θα πορευθεί, βεβαίως, για μερικούς μήνες, ακόμα, με το θετικό γι αυτήν φορτίο του “αντι-Σύριζα” αφηγήματος, μετά, ωστόσο, θα αναμετρηθεί με τον εαυτό της, τις υποσχέσεις και τον οίστρο που παρήγαγε. Η επερχόμενη ύφεση στην ευρωζώνη, η μείωση των πλεονασμάτων που θα αργήσει πολύ (και ίσως δεν έρθει ποτέ), ο εφιάλτης μιας μετακύλισης στην ανάγκη έκτακτων μέτρων αλλά και η εσωτερική της συνοχή που κάποια στιγμή θα δοκιμαστεί (κανείς δεν πρέπει να υποτιμά τους σιωπούντες), θα οδηγήσουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη να αποφασίσει εάν η τετραετία που κέρδισε είναι διάρκειας τεσσάρων ετών ή αρκετά λιγότερο…
Το περίεργο, βεβαίως, είναι πως το “αντι-Σύριζα” αφήγημα που ξεφτίζει σταδιακά στην κοινωνία, εισάγεται ως “μπαμπούλας” σε μερίδα του πολιτικού προσωπικού του ίδιου του Σύριζα! Υπάρχουν, δηλαδή, κάποιοι που αξιολογούν ως “αντι-Σύριζα” οποιονδήποτε και οτιδήποτε αναδεικνύει τον προγενέστερο και, κυρίως, τον μελλοντικό ρόλο του Τσίπρα έναντι μιας μικρής σε κοινωνική επιρροή αλλά δυναμικής ( αλλά σε καμία περίπτωση προσφερόμενης για υποτίμηση και περιθωριοποίηση) μερίδας της κομματικής και εκλογικής βάσης που προκρίνει την τακτική των μικρών και διστακτικών βημάτων έναντι της επιταγής των καιρών για γενναία και ανοιχτόκαρδη ανασυγκρότηση.
Δικαιολογείται, για παράδειγμα, να επικρίνονται για “αντι-Σύριζα” όσοι σπεύδουν ταχέως ή ακόμα περισσότερο εκείνοι που θεωρούν πως τα “προσεχώς” περνούν εκ των πραγμάτων μέσα από την πολιτική φυσιογνωμία που οικοδόμησε στο εγχώριο σκηνικό και διεθνώς ο ίδιος ο Τσίπρας; Πόθεν προκύπτει πως όσοι θέλουν λυμένα τα χέρια του δρουν, τελικά, ως υπονομευτές του Σύριζα;
Αναμφίβολα, είναι εντελώς απλοϊκή και παραπλανητική η προσέγγιση ότι το 31,5% των εκλογών είναι τρόπαιο Τσίπρα. Άθροισμα πολλών πραγμάτων είναι και αποτέλεσμα της δουλειάς πολλών ανθρώπων. Δεν χρειάζεται να αναφέρει κανείς ονόματα αλλά όλοι γνωρίζουν πως όποιες επιτυχίες υπήρξαν στην οικονομία, την εξωτερική πολιτική, την προστασία του αδύναμου τμήματος της κοινωνίας κ.ά, δεν έγιναν τυχαία και πως τα εύσημα έχουν συγκεκριμένους παραλήπτες.
Όμως, ας μην γελιόμαστε. Ο Τσίπρας υπερβαίνει τον Σύριζα και πολλοί ψηφοφόροι θα έμεναν στο σπίτι τους εάν δεν ήταν εκείνος που εκπροσωπούσε την ανάγκη του πολιτικού συστήματος να αναδείξει έναν πόλο απέναντι σε έναν επιτυχημένο (έως τώρα και εκ του αποτελέσματος) Κυριάκο Μητσοτάκη και μια Ν.Δ που κατόρθωσε να παραμείνει συνεκτική και να ενσωματώσει μεγάλο τμήμα του φάσματος από την σκληρή δεξιά μέχρι το κέντρο.
Η λογική, άλλωστε, όσων –ασχέτως του εάν ψηφίζουν Ν.Δ, Σύριζα, ΚΙΝ.ΑΛ ή “μετεωρίζονται” πολιτικά– επιθυμούν να προχωρήσει η χώρα σε μια νέα εποχή οδηγεί στην αναγκαιότητα του διπόλου. Συστημική αντίληψη -θα ισχυριστούν κάποιοι- αλλά μάλλον αναγκαία.
Ακόμα κι αν πιστεύει κανείς πως ο Μητσοτάκης έχει αρπάξει το momentum και πορεύεται ικανοποιητικά θα ήταν τυφλός εάν δεν διαπίστωνε την ανάγκη να εκπροσωπηθεί σωστά το “αντίπαλο δέος” και να προβάλλει εναλλακτική λύση διακυβέρνησης, αλλά πριν απ΄ αυτό μια αντιπαραθετική, οξεία αλλά δίκαιη αντιπολίτευση.
Μπορεί να το πράξει κανείς άλλος αυτό; Μπορούν οι εσωκομματικές ισορροπίες, η επαμφοτερίζουσα στάση, η τάση να μην πληγώνονται κάποιοι και η “εκπροσώπηση της ακινησίας” να επιφέρουν αποτελέσματα;
Αμφιβάλλω.
Εν κατακλείδι, ας προσέξουν εκείνοι που εφευρίσκουν “αντι-Σύριζα” τάσεις εντός Σύριζα, ή μεταξύ όσων επιθυμούν την όσο το δυνατόν πιο ομαλή λειτουργία του πολιτικού συστήματος, διότι ο εχθρός προ των πυλών μπορεί να αποδειχθεί εχθρός που κινείται -άθελά του- από μέσα προς τα έξω...